Η πολιτικοποίηση της Εκκλησίας δεν είναι νέο φαινόμενο. Η επίσημη Εκκλησία

(που δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον απλό κλήρο) έπαιξε πάντοτε πολιτικό ρόλο.

Ο αφορισμός των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821 από το Πατριαρχείο, το

ανάθεμα της ελληνικής Εκκλησίας προς τον Ε. Βενιζέλο, η στάση της κατά την

περίοδο Μεταξά, η εύγλωττη σιωπή της κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο και κατά τη

δικτατορία ήταν σαφείς πολιτικές πράξεις.

Ωστόσο, σήμερα, η Εκκλησία διεκδικεί έναν περισσότερο άμεσο και ενεργό

πολιτικό ρόλο. Δεν τηρεί τις αποστάσεις, επιδιώκει να είναι παρούσα στην

τρέχουσα δημοσιότητα, επεμβαίνει στα θέματα της καθημερινής πολιτικής, και,

κατά τρόπο που δεν σέβεται καν τα προσχήματα, φθάνει στο σημείο να αξιολογεί

αρνητικά τη σημερινή ηγεσία της χώρας. Συγχρόνως, η ίδια αυτή Εκκλησία,

συνεχώς παρούσα στη δημοσιότητα και λαλίστατη, αποφεύγει να προβάλλει τις

θέσεις της για θέματα κατεξοχήν της δικής της «αρμοδιότητας». Σχεδόν κρύβει το

πνευματικό της πρόσωπο.

Στην πραγματικότητα, η Εκκλησία ακολουθεί μια στρατηγική ενίσχυσης της

επιρροής της στην ελληνική κοινωνία ­ και στο σύνολο του θεσμικού συστήματος

της Ορθοδοξίας (βλ. υπονόμευση του Πατριαρχείου) ­ χρησιμοποιώντας ως εργαλείο

«γενικές» τοποθετήσεις πολυσυλλεκτικού χαρακτήρα (η παγκοσμιοποίηση, οι

απειλές κατά της εθνικής ταυτότητας, η ταύτιση με την ελληνικότητα) και

έχοντας ως επικοινωνιακή αιχμή την υψηλή δημοτικότητα και τηλεγένεια του

Αρχιεπισκόπου. Την ίδια στιγμή, η Εκκλησία υποβαθμίζει η ίδια, συνειδητά, τον

πνευματικό της ρόλο, αποφεύγει, για να χρησιμοποιήσουμε έναν κλασικό όρο της

πολιτικής επιστήμης, «την ηθική και πνευματική πλαισίωση των μαζών». Ως προς

αυτό το τελευταίο, διαφέρει ριζικά από τα θεοκρατικά μουσουλμανικά ρεύματα που

επιδιώκουν να συνδυάσουν την πολιτική επιρροή με τον ηθικό φονταμενταλισμό.

Διαφέρει, επίσης, από την ειδυλλιακή εικόνα της «ελληνορθόδοξης ιδιοπροσωπίας»

που προβάλλουν οι νεο-ορθόδοξοι. Η σημερινή Εκκλησία τείνει να γίνει ένας

θεσμός χωρίς «πνευματικότητα», τάση που ενσαρκώνει παραδειγματικά το στυλ του

Αρχιεπισκόπου.

Η στρατηγική αυτή λέει πολλά και για την Εκκλησία και για την ελληνική

κοινωνία. Η σημερινή κοινωνία δεν είναι διατεθειμένη να δεχθεί την ηθική και

πνευματική καθοδήγηση της Εκκλησίας. Στα ζητήματα της ατομικής ελευθερίας και

ηθικής της σχέσης των φύλων, της διασκέδασης και του ελεύθερου χρόνου, της

ομοφυλοφιλίας, της εξήγησης της ζωής και του κόσμου, οι θέσεις της Εκκλησίας

είναι προ πολλού ξεπερασμένες. Οι αξίες που πρεσβεύει είναι μειοψηφικές,

ιδιαίτερα μεταξύ των νέων γενεών. Έτσι, η στρατηγική της Εκκλησίας και του

Αρχιεπισκόπου καταλήγει μοιραία να είναι ­ από τη φύση των θεμάτων που η

Ιεραρχία επιλέγει να προβάλει ­ μια πολιτική στρατηγική (χωρίς αυτό να

σημαίνει «κομματική» στρατηγική). Αυτή η στρατηγική είναι πολυσυλλεκτική, με

το πιο κλασικό περιεχόμενο του όρου, διότι εγκαταλείπει το «πνευματικό» και

αξιακό πεδίο (στο οποίο η Εκκλησία είναι μειοψηφική) και επιλέγει γενικά

θέματα δημοσιότητας (στάση που της επιτρέπει να επιτύχει ευρύτερες

συσπειρώσεις).

Η σημερινή Εκκλησία πρέπει να αξιολογηθεί και να αντιμετωπιστεί ως αυτό που

είναι: ένας θεσμός που χρησιμοποιεί τη θρησκευτική του εδραίωση για να

επηρεάσει πτυχές της δημόσιας ζωής που ελάχιστη σχέση έχουν με τη θρησκεία και

τη σχέση του ανθρώπου με το θείο. Η Εκκλησία δρα ως κοσμική δύναμη. Πρέπει,

συνεπώς, να αντιμετωπιστεί ως τέτοια, δηλαδή πολιτικά. Σε αυτό το πλαίσιο,

είναι αποκαρδιωτική η στάση της Ν.Δ. και της σημαντικότερης μερίδας του

προσκείμενου σε αυτήν Τύπου, είναι αποκαρδιωτική η στάση των περισσότερων

στελεχών του ΠΑΣΟΚ (ιδιαίτερα εκείνων που έχουν υψηλές ηγετικές φιλοδοξίες και

διεκδικούν την ακραιφνή σοσιαλιστική παράδοση του Κινήματος), όπως είναι

αποκαρδιωτική η στάση ενός τμήματος της ιστορικής Αριστεράς που στο όνομα της

«αντι-παγκοσμιοποίησης» αφήνει στο απυρόβλητο τις θέσεις της Εκκλησίας.

Η σημερινή Εκκλησία συμπεριφέρεται ως εκπρόσωπος του δημοσίου καλού και του

έθνους, όχι ως εκπρόσωπος ενός δόγματος με οικουμενική εμβέλεια. Όσοι θεωρούν

ότι η ιστορία και ο πολιτισμός αυτού του τόπου δεν μπορούν να ταυτιστούν με

ένα θρησκευτικό δόγμα ούτε να εκπροσωπηθούν από την Εκκλησία, καλούνται να

πάρουν τον λόγο.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής

Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου