Όταν μια εταιρεία ξεκινάει κάτι νέο, κάτι λίγο ώς πολύ άγνωστο, αναγνωρίζει

την πιθανότητα να πάει κάτι στραβά και να αποτύχει, παρ’ όλο που, για να

ξεκινήσει, νομίζει ότι έχει αρκετές πιθανότητες επιτυχίας. Το ίδιο μπορεί να

νομίζουν και άλλοι που ξεκινούν, αν και είναι βέβαιο ότι αρκετοί θα επιτύχουν

και μερικοί θα αποτύχουν.

Στην περίπτωση της αποτυχίας, αυτό που πλέον έχει σημασία είναι να

διερευνηθούν τα αίτια και να γίνουν μάθημα για επόμενες ενέργειες. Αντ’ αυτού,

οι περισσότερες επιχειρήσεις και τα περισσότερα άτομα βολεύονται να αποδίδουν

την αποτυχία γενικά στη νέα ιδέα, λέγοντας ότι «δεν περπατάει η ιδέα», αντί να

λένε «έτσι όπως το κάναμε δεν περπατάει, να δούμε τι πρέπει να κάνουμε για να

περπατήσει».

Το ηλεκτρονικό εμπόριο είναι μια λαμπρή νέα ιδέα, η οποία, παρ’ όλο που έχει

περιτράνως αποδείξει την αξία της διεθνώς, δείχνει να κακοπερνάει στη χώρα

μας. Οι περισσότεροι απ’ όσους πρώτοι δοκίμασαν, αισθάνονται σήμερα ότι «δεν

περπατάει η ιδέα», παρ’ όλο που, αν ερωτηθούν, θα απαντήσουν ότι αισθάνονται

πως έκαναν «κάποια λάθη». Μόνο που, κατά κανόνα, η φράση αυτή κρύβει μεγάλα

και θανατηφόρα λάθη επιλογών και εφαρμογής, τα οποία ευκόλως αποδίδονται στο

γενικό μοντέλο. Η απλή αλήθεια είναι ότι, όπως όλα τα πράγματα στη φύση,

υπάρχει καλό και κακό ηλεκτρονικό εμπόριο ­ και το δεύτερο συνήθως

αποτυγχάνει. Τι συνιστά, λοιπόν, καλό ηλεκτρονικό εμπόριο;

Πρώτον, καλή και πλούσια εμπειρία του χρήστη του ιντερνετικού τόπου. Ο χρήστης

πρέπει να βρίσκει εύκολα και απλά αυτό που θέλει, να καταλαβαίνει περί τίνος

πρόκειται ακριβώς, τόσο που να αισθανθεί σίγουρος να δώσει την παραγγελία του.

Σε πολλές εφαρμογές βλέπεις κακοσχεδιασμένα sites, δεν μπορείς να καταλάβεις

πού θα βρεις αυτά που περιέχουν, και όταν τα βρεις, δεν είσαι σίγουρος αν

είναι αυτά που θέλεις. Υλοποιήσεις φτιαγμένες από τεχνικούς, οι οποίοι κατά

κανόνα δηλώνουν ­ περήφανα ­ ότι δεν είναι χρήστες. Και βεβαίως, η οργάνωση

των σελίδων ενός site κάθε άλλο παρά τεχνική δουλειά είναι. Είναι δουλειά του

επιχειρηματία. Στην πλούσια εμπειρία εντάσσεται και η δυνατότητα αυτόματης

πληρωμής με κάρτα, η ειδοποίηση για την καλή λήψη της παραγγελίας, η

ειδοποίηση για την αποστολή, η επικοινωνία για ερωτήσεις και πολλά άλλα,

μικρότερα.

Το δεύτερο συστατικό είναι η πληρότητα της προσφοράς και της πληροφόρησης. Σε

ένα φυσικό βιβλιοπωλείο, ο κόσμος θα αρκεστεί να βρει τα best sellers και τις

νέες κυκλοφορίες. Σε ένα ηλεκτρονικό, έχει την απαίτηση να βρει τα πάντα,

ιδίως, αν κάποιος άλλος, ο οποίος είναι ένα κλικ παραδίπλα, τα έχει όλα.

Ακόμη, χρειάζεται πληροφορίες, κριτικές και άλλα στοιχεία, που θα τον κάνουν

να νιώσει ότι έχει ένα σέρβις απείρως καλύτερο από αυτό που του δίνει το μέσο

μαγαζάκι.

Τρίτο συστατικό είναι η ολοκλήρωση της εμπειρίας, με την παράδοση των

εμπορευμάτων εγκαίρως και σε καλή κατάσταση. Χρόνοι της τάξεως της εβδομάδας

είναι απαράδεκτοι, ιδίως όταν ο κόσμος γνωρίζει πλέον, από τη δουλειά του και

από άλλες εμπειρίες, ότι χρόνος μιας – δυο ημερών στην παράδοση είναι απόλυτα

εφικτός. Αν όμως ένα κατάστημα περιμένει να δώσει την παραγγελία στον

χονδρέμπορο μόλις έρθει η παραγγελία του πελάτη, εύκολα καταλήγει σε χρόνους

εβδομάδας. Για καλό χρόνο, πρέπει να έχει άριστη ηλεκτρονική διαχείριση

παραγγελιών και αποθεμάτων, έτσι ώστε με μίνιμουμ αποθήκη να πετυχαίνει

πρακτικά άμεση παράδοση.

Οι περισσότερες από τις υλοποιήσεις που έχουμε δει μέχρι τώρα στην Ελλάδα

αποτυγχάνουν μεγαλειωδώς σε ένα ή περισσότερα από τα προηγούμενα κριτήρια. Σε

πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, έχουμε δει μοντέλα λειτουργίας που είτε έχουν

αποτύχει παταγωδώς διεθνώς, είτε δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα!

Βεβαίως, η παγκόσμια πρωτοπορία είναι ωραίο συναίσθημα, αλλά όποιος την

επιζητεί πρέπει να ξέρει ότι, πρώτον, το ρίσκο είναι τετάστιο και, δεύτερον, η

πιθανότητα να εξελιχθεί το ηλεκτρονικό εμπόριο στην Ελλάδα διαφορετικά από τον

υπόλοιπο κόσμο είναι μάλλον αστεία.

Ο Θεόδωρος Σπίνουλας είναι επικεφαλής του Ιντερνετικού Προγράμματος του

Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη και της Πύλης ΙΝ. GR.