Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Η Λέξη» ­ ένα από τα ελάχιστα λογοτεχνικά

περιοδικά που «δεν πήγε διακοπές» τα τελευταία είκοσι χρόνια ­ υπάρχουν τρία

ανέκδοτα κείμενα που αφορούν ένα κοινό πολύ ευρύτερο απ’ αυτό που ασχολείται

με τη λογοτεχνία.

Το πρώτο είναι μια ανοιχτή επιστολή του νομπελίστα ποιητή (πολύ πριν τα

«Ανοιχτά Χαρτιά» του) προς τον παιδαγωγό κι αισθητικό Ευάγγελο Παπανούτσο με

αφορμή δύο διαλέξεις του τελευταίου στη «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών», σχετικά

με τις νέες τάσεις της ζωγραφικής.

Ημερομηνία επιστολής: 3.2.1940 (λίγο καιρό πριν δηλαδή γραφεί το «Άσμα Ηρωικό

και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Γράφει ο Ελύτης:

«Αλλά εγώ είμαι ένας άνθρωπος που αγαπώ τη ζωγραφική όσο και την ποίηση, που

παρακολουθώ τη ζωγραφική όσο και την ποίηση, και δεν βλέπω καθόλου να περνάνε

κρίση αυτές οι εκδηλώσεις, δεν βλέπω να κινδυνεύουν να γκρεμιστούν σε κανένα

χάος, εξόν απ’ το χάος του ακαδημαϊσμού, που σαν από κατάρα έχει ανοίξει και

στον τόπο μας ένα μόνιμο λάκκο για τις αδύναμες κι αναιμικές καλλιτεχνικές

ψυχές».

Και καταλήγει ο αθεράπευτα υμνωδός της αισιοδοξίας: «Όταν έρθει η μέρα που θα

μπει επί τέλους μια νέα τάξη στον υλικό κόσμο […] θα ‘χουμε κι ανθρώπους που

θα μπορούνε να μας κρίνουν με νέα κριτήρια καλύτερα και πνευματικότερα, κι

αυτό πια δεν θα ‘ναι μια κριτική από ύψους, αλλά μια συνεργασία που θα δώσει

καρπούς ικανούς ν’ απελπίσουν, επί τέλους, την ανυπαρξία και το κενό, ν’

απελπίσουν την ήττα και τον θάνατο».

***

Το δεύτερο σημαντικό κείμενο στη «Λέξη» είναι από την εκπομπή «Μονόγραμμα» της

Ηρώς και του Γιώργου Σγουράκη. Πρόκειται για το «Μονόγραμμα» του Γιώργου

Χειμωνά (1983). Ο Χειμωνάς στο τηλεοπτικό αυτό πορτρέτο του, ανάμεσα στα άλλα

ενδιαφέροντα που λέει, θυμάται:

«Είπα κάποτε ότι η τέχνη δεν είναι η πραγματικότητα. Πως η τέχνη είναι ένα

σχόλιο πάνω στην πραγματικότητα, πως η πραγματικότητα δεν μπορεί να νοηθεί ως

τετελεσμένη, αν δεν δευτερολογηθεί από ένα τέτοιο σχόλιο τέχνης. Θεωρώ αυτό το

σχόλιο της τέχνης πολύ πιο σημαντικό».

***

Το τρίτο κείμενο που τράβηξε την προσοχή μου ­ πέρα από το πολύ ωραίο αφιέρωμα

στον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη ­ είναι η παρουσίαση από τη «Μαρίνα των

βράχων», δηλαδή τη Μαρία Καραγάτση, της πρόωρα χαμένης ηθοποιού (1973)

Χριστίνας Τσίγκου.

Η Χριστίνα Τσίγκου, στο θεατρικό εργαστήρι της στο Παρίσι, στη δεκαετία του

’50, ­ κάτι ανάλογο με το Actor’s Studio στη Νέα Υόρκη ­ βοήθησε κι

«ανακάλυψε» πολλούς νέους ηθοποιούς ­ ανάμεσα σ’ αυτούς και τον Μπελμοντό.

Το ’63 ήρθε στην Ελλάδα, όπου έδωσε μερικές αξέχαστες παραστάσεις του Μπέκετ ­

ήταν προσωπικός φίλος της ­ ώσπου με τη χούντα αυτοεξορίστηκε στην Ιταλία,

όπου έπαιζε, ανάμεσα στ’ άλλα, και σε ταινίες για τον επιούσιο ­ η πιο γνωστή

της συμμετοχή ήταν ως τροφός στη «Μήδεια» του Παζολίνι με τη Μαρία Κάλλας.

Η Μαρία Καραγάτση στη σεμνή και περιεκτική παρουσίαση της Τσίγκου (που υπήρξε

και στενή φίλη της μητέρας της, της ζωγράφου Νίκης Καραγάτση) μας μεταφέρει το

δράμα των τελευταίων μηνών της ζωής της μεγάλης αυτής ηθοποιού, που υπέφερε

από άσθμα (από το οποίο και πέθανε).

Η Οδύσσεια δεν είναι μόνο γένους αρσενικού. Θηλυκός Οδυσσέας η Τσίγκου, στη γη

των Λαιστρυγόνων και των Κυκλώπων, χωρίς Πηνελόπο να την περιμένει (ο άντρας

της, ο ζωγράφος Τσίγκος, είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν), δίνει μια απέλπιδη

μάχη επιβίωσης ­ και δυστυχώς τη χάνει.

Είμαι σίγουρος ότι το όνομα της Χριστίνας Τσίγκου δεν σημαίνει απολύτως τίποτα

στους σημερινούς θεατρανθρώπους. Γι’ αυτό και θα τους κάνει καλό να διαβάσουν

κάτι γι’ αυτήν.

Αν τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις, τότε, αύριο, 1η Αυγούστου, η πρώτη

είδηση, είναι η τελευταία «Λέξη».