Άφηναν γένια. Φορούσαν μαύρα. Χτυπούσαν το ξύλινο ραβδί τους, κι αυτό
βαμμένο μαύρο, στα πλακόστρωτα. Αγρίευαν. Και έτσι τρομεροί στην όψη έστελναν
το μήνυμα της εκδίκησης. Άνοιγαν τον παράλογο κύκλο της βεντέτας.
Έριχναν μαντίλι στον Χάρο. Στον Ψηλορείτη, στα Λευκά Όρη, στο Σέλινο, στον
Αποκόρωνα, στη λίμνη Κουρνά, στα Σφακιά, άπλωναν ένα μεγάλο μαύρο σεντόνι πάνω
από το χώμα της Κρήτης.
Ο “αδικητής” έδινε τη θέση στον “εκδικητή”. Μόνο που στην πορεία το δίκιο
πνιγόταν στο αίμα.
Μα κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει από το: “Ει κε πάθοι τα τ’ έρρεξε δίκη
ιθεία γένοιτο”, (Αριστοτέλης, “Ηθικά Νικομάχεια”), δηλαδή: “μόνο σαν πάθει
ό,τι ‘καμε δίκη σωστή θα γίνει”. Εγκλωβίστηκαν σ’ αυτή τη λογική, ακολουθώντας
κανόνες και τακτικές δικές τους. Έστελναν μηνύματα, πάντα με φόντο το μαύρο.
Δεν άφηναν κανένα περιθώριο επιστροφής.
Όπως ακριβώς έκαναν οι Σαρτζετάκηδες και οι Πεντάρηδες, δυο οικογένειες που
επί 15 χρόνια αλληλοσκοτώνονταν, “ποτίζοντας” την τραχιά γη του Σελίνου με το
αίμα δεκάδων νεκρών στη μεγαλύτερη, σε θύματα και αγριότητα, βεντέτα στην
Κρήτη.
Παρά το γεγονός ότι σήμερα το φαινόμενο έχει περιοριστεί στην Κρήτη, η
βεντέτα συνεχίζει να απασχολεί πρώτα τους απλούς πολίτες και μετά την Πολιτεία…
ΠΕΝΤΑΡΗΔΕΣ-ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΔΕΣ
Δύο οικογένειες, εξήντα θάνατοι για να κλείσουν οι πληγές
|
| Γιάννης Πεντάρης. Είδε τους συγγενείς του να διώκονται, να σκοτώνονται, να απαντούν: «Να μη ζήσει άνθρωπος τέτοιες καταστάσεις». Ακόμη και τώρα περνάει από τα μέρη που έγιναν οι σκοτωμοί, και πικραίνεται
|
Τρόμαξαν στα χωριά του Σελίνου σαν είδαν τον γέρο Πεντάρη πνιγμένο στα γένια.
Κρατούσε στο χέρι του, όπως πάντα, το ξύλινο ραβδί του. Μόνο που τώρα το είχε
βάψει μαύρο. Στο στήθος του δεν φορούσε πια την χρυσή αλυσίδα, αλλά ένα μαύρο
κορδόνι παπουτσιών. Περπατούσε με μάτια άδεια. Το πένθος του ήταν βαρύ. Μα
αυτό που προκαλούσε τρόμο ήταν ότι διψούσε για εκδίκηση και το φώναζε με τον
δικό του τρόπο. Τώρα πια το ‘ξεραν όλοι, ακόμη και ο «αδικητής» και η
οικογένειά του, πως το λόγο θα τον είχαν τα όπλα. Το συνήθιζαν άλλωστε στην
περιοχή του, όπως και σε όλη την Κρήτη. Αυτό που δεν γνώριζαν ήταν ότι από
εκεί θα ξεκινούσε η μεγαλύτερη σε αγριότητα και θύματα βεντέτα όλων των
εποχών. Εκτελέστηκαν παιδιά, όπως ο 14χρονος γιος του Πεντάρη, Ανδρέας,
μαθητής Γυμνασίου. Σκοτώθηκαν έως και γυναίκες, από τα πλέον σπάνια φαινόμενα.
Πολυβολήθηκαν σχολεία. Δολοφονήθηκαν δεκάδες άνθρωποι. Πεντάρηδες και
Σαρτζετάκηδες για περίπου 15 χρόνια πάλευαν να ξεπλύνουν το αίμα με αίμα.
Παραλογίσθηκαν, μαυροφορέθηκαν, σκορπίστηκαν σε όλη την Ελλάδα και το
εξωτερικό. Έτσι έκλεισε η μεγαλύτερη βεντέτα, το μεγάλο μαύρο κοστούμι της
Κρήτης, με περισσότερους, όπως λένε, από 60 νεκρούς και από τις δύο πλευρές.
Με πολύ μίσος, κατάρες και δάκρυα.
Από το ’40
«Ήταν μια δύσκολη εποχή. Δεν λογάριαζαν τη ζωή του άλλου. Όλα άρχισαν το 1940
όταν κάποιος Μπασιάς σκότωσε έναν Πεντάρη. Τότε εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι
πολλούς Πεντάρηδες οι Γερμανοί τους φυλάκισαν στη Γαύδο και από τότε οι
Σαρτζετάκηδες δεν μας άφηναν σε χλωρό κλαρί. Να σκεφτεί κανείς ότι οι γυναίκες
όταν πήγαιναν για να πάρουν νερό οπλοφορούσαν. Κυκλοφορούσαν και φοβέριζαν
ώσπου ένας από το σόι μας βγήκε στο βουνό και πήρε εκδίκηση.Ε, από τότε,
θυμάμαι, όπου συναντιόταν Πεντάρηδες και Σαρτζετάκηδες θα γινόταν σκοτωμός». Ο
κ. Γιάννης Πεντάρης παρακολουθούσε τότε τη σφαγή. Σήμερα, στα 75 του, χαίρεται
που η πληγή έχει κλείσει. «Ήμασταν υπό διωγμό. Ερχόταν ο άλλος και σου έλεγε
ήρθα να σε σκοτώσω. Έτσι σκότωσαν έναν γέρο που κλάδευε το αμπέλι του. Ένα
δάσκαλο μπροστά στα παιδιά. Ήρθα να σε σκοτώσω, σου λέγανε, και γελούσαν λες
και σου έφερναν κανένα γράμμα από τα ξένα. Δύσκολα χρόνια. Καλά είναι να μην
τα θυμάται κανείς».
|
| Δεν ξεχνούν. Ακόμη και στα νεκροταφεία, τόσα χρόνια μετά η βεντέτα, δεν σβήνει. Η λέξη «εδολοφονήθη» δεν διαγράφεται ποτέ, για να θυμίζει στους συγγενείς «τον άδικο χαμό»
|
Και να πεις ότι στα Χανιά οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν απαθείς; Από την πρώτη
στιγμή, τη φοβερή δεκαετία του 1950, αστυνομικοί, στρατιωτικοί, βουλευτές, ο
ίδιος ο Σοφοκλής Βενιζέλος πάλεψαν να κλείσουν το θέμα. Μάταια. Πεντάρηδες και
Σαρτζετάκηδες, οι πρωταγωνίστριες οικογένειες, δεν έβαζαν νερό στο κρασί τους.
Ακόμη και ο καθ’ όλα σεβάσμιος, ένας θρύλος της περιοχής, ο Σταύρος
Καπριδάκης, δεν κατάφερε τίποτε. «Εγώ ήμουν ήρωας. Ήταν φορές που πολέμησα
μόνος μου τους Γερμανούς. Σκοτώθηκαν πολλοί από εκείνους. Πολέμησα στη
Φλώρινα, παντού. Όμως, αυτή η βεντέτα με τους Σαρτζέτηδες (στην Κρήτη
αποφεύγουν να λένε την κατάληξη -ακης), με τους Πεντάρηδες με τρόμαξε. Αίμα,
πολύ αίμα». Ο 80χρονος Στ. Καπριδάκης, ο οποίος ζει σήμερα στην κοινότητα
Ασκύφου στα Σφακιά, ήταν ένας από τους ανθρώπους που προσπάθησαν να
«συμφιλιώσουν» τις δύο οικογένειες. Είχε τη φήμη του πιο αποτελεσματικού
«σαστά» (του ανθρώπου που παίζει τον ρόλο του γεφυροποιού), όμως δεν κατάφερε
τίποτε. «Ήταν τόσο το μίσος, ήταν τόσο αλαφιασμένοι όλοι τους που κανένας δεν
με άκουγε. Στην αρχή, θυμάμαι, αν και ήταν μακριά από εδώ, πήγα και βρήκα κάτι
μακρινούς τους συγγενείς από τους οποίους ζήτησα να μεταφέρουν ότι θέλω να
τους βοηθήσω να τα βρουν. Η απάντηση ήταν αρνητική. Ξαναπήγα. Έβαλα κοινούς
γνωστούς να τους μιλήσουν. Τίποτε. Καμία απάντηση. Ή εμείς ή αυτοί, έλεγαν».
Ο κ. Καπριδάκης σε όλη την περιοχή είχε φέρει κοντά οικογένειες. Είχε
σταματήσει βεντέτες πριν αυτές θεριέψουν. Όμως με τους Πεντάρηδες και τους
Σαρτζετάκηδες είχε χαθεί κάθε έλεγχος. «Εγώ προσπαθούσα να τους πείσω για τα
αυτονόητα. Τους έλεγα: “Έχεις παιδιά. Άμα σκοτώσεις θα πας φυλακή. Τι θα
κάνουν αυτά. Και το άλλο πού το βάζεις. Κάποιος θα βρεθεί και από αυτούς να σε
πυροβολήσει. Και αν δεν μπορέσει εσένα θα σκοτώσει έναν δικό σου. Και άντε
πάλι απο την αρχή. Άμα εσύ πάρεις την απόφαση να ξεκληριστούν δυο σόγια, άντε
τράβα και σκότωσε. Πάντως, οι γυναίκες της οικογένειας ήταν αυτές που θύμιζαν,
πολλές φορές με προσβλητικό τρόπο, το χρέος της εκδίκησης. Πετούσαν το φαγητό
στο τραπέζι, σχεδόν από μακριά, και όλο έλεγαν για το αίμα που πρέπει να
ξεπλυθεί. Η αντίδραση των γυναικών, δεν είναι υπερβολή να πούμε, ότι συνέβαλε
στο να συνεχίζεται το φαινόμενο της βεντέτας στην Κρήτη”».
Οι αιτίες
Η υπόθεση Πεντάρηδων -Σαρτετάκηδων, όπως θυμούνται όλοι στο Πρινέ, το
Πανωχώρι, τον Ομαλό ήταν από τις πλέον περίπλοκες. Κανείς σήμερα δεν είναι σε
θέση να σου πει πώς ξεκίνησε. Το πιο πιθανό είναι ο κύκλος του αίματος να
άνοιξε για μια γυναίκα. Στην πορεία όμως και κατά την περίοδο της Κατοχής και
του εμφυλίου, αλλά και λίγο αργότερα, κανείς δεν έψαχνε την αιτία. Οι
πολιτικές διαφορές έγιναν βουνό. Ανακατεύτηκαν «με το αίμα που χύθηκε άδικα»
και η βεντέτα ανάμεσα στις δύο οικογένειας πήρε άλλες διαστάσεις. Ο Λευτέρης
Σαρτζετάκης, από τους πλέον γνωστούς των Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου (ΜΑΥδες),
με το ψευδώνυμο «καπετάν Κανάρης» είχε επιβάλει τον δικό του νόμο. Ο 14χρονος
μαθητής Ανδρέας Πεντάρης σκοτώνεται. Οι συγγενείς του ζητούν εκδίκηση. Την
παίρνουν. Ο «Κανάρης» θα πέσει νεκρός στα Χανιά. Οι Σαρτζετάκηδες
συγκλονίζονται. Αρχίζουν και φοβούνται. Σιγά σιγά ο κύκλος αρχίζει να κλείνει.
Κάπου εκεί στο 1955 κανείς δεν έχει διάθεση να συνεχίσει το μακελειό. Άλλοι
εγκαταλείπουν την Κρήτη. Οι νέοι σπουδάζουν και ακολουθούν τον δρόμο τους. Οι
ηλικιωμένοι συνεχίζουν να κυκλοφορούν με μαύρα πουκάμισα.
Το ’85
Η βεντέτα ξαναήλθε στην επικαιρότητα το 1985 κατά την εκλογή του κ. Χρήστου
Σαρτζετάκη ως Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο κ. Σαρτζετάκης βεβαίως δεν είχε
καμία εμπλοκή στην υπόθεση. Είχε όμως συγγενείς στην οικογένεια. Όπως
συγγενείς είχε και ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Ευάγγελος Πεντάρης. Τα παλιά για
μια στιγμή πέρασαν από το νου του βουλευτή. Τότε παρενέβη ο Ανδρέας
Παπανδρέου, επικαλέστηκε εθνικούς λόγους και ο κ. Σατζετάκης εξελέγη Πρόεδρος
με 181 ψήφους…
Έξι νεκροί στον «χορό» των δαιμόνων
Μπορεί η βεντέτα Σαρτζετάκηδων – Πεντάρηδων να προκάλεσε τρόμο και απόγνωση
στην Κρήτη λόγω του μεγάλου αριθμού των θυμάτων, εν τούτοις μια άλλη βεντέτα
στα Βόριζα το 1956 ήταν αυτή που δικαίωσε όσους μιλούν για τον απόλυτο
παραλογισμό.
Ήταν γιορτή του Αγίου Φανουρίου. Από το πρωί όλοι έπιναν και χόρευαν. Το
καφενείο του Βεϊσομανούσου δεν είχε κόσμο. Του είπαν ότι γι’ αυτό έφταιγε ο
ιδιοκτήτης ενός άλλου καφενείου. Πήρε το μαχαίρι και τον σκότωσε. Ένας
συγγενής του σκοτώνει έναν 17χρονο συγγενή του Βεϊσομανούσου. Ένας τρίτος
παίρνει μια χειροβομβίδα και από σκεπή σε σκεπή φτάνει στο σπίτι του
Φραγκιαδάκη και προσπαθεί να την πετάξει στο δωμάτιο όπου είναι συγκεντρωμένοι
οι συγγενείς. Εξαιτίας λανθασμένων υπολογισμών η χειροβομβίδα πέφτει στην
αυλή. Τρεις σκοτώνονται και άλλοι 20 τραυματίζονται. Ο “χορός των δαιμόνων
καλά κρατεί”. Μέσα στον γενικό χαμό ένας άλλος θυμάται παλιές διαφορές. Ένας
ακόμη σκοτώνεται. Οι νεκροί από ένα αστείο έφτασαν τους έξι. Μπροστά στον
κίνδυνο αφανισμού των ανδρών του χωριού κινητοποιούνται στρατός, χωροφυλακή. Η
υπόθεση κλείνει εκεί. Μα ακόμη προσπαθούν να καταλάβουν πώς έγινε το κακό.
Από τότε αρχίζει το φαινόμενο να υποχωρεί κάπως. Όμως κατά καιρούς η αυτοδικία
έρχεται να υποκαταστήσει τη Δικαιοσύνη.
Κλειστά σπίτια
Όπως συνέβη στην περίπτωση Γρυλάκη – Συγγελάκη. Όμως, παρά τις προσπάθειες να
εξαλειφθεί το φαινόμενο, η πιο πρόσφατη βεντέτα που έκλεισε πριν από δύο
χρόνια στο Περιστέρι είναι αυτή των Δικονιμάκηδων και των Μουζουράκηδων
προκαλώντας τρόμο στον μικρό οικισμό Πάτημα Ρεθύμνης στη Λίμνη Κουρνά. Τα
περισσότερα σπίτια εκεί είναι κλειστά. Όπως άλλωστε συμβαίνει σε πολλά χωριά
όπου κυριάρχησε ο νόμος της αντεκδίκησης. Οι κάτοικοι φεύγουν για ασφάλεια
ακόμη και στο εξωτερικό. Γιατί το ξέρουν καλά πως στην Κρήτη το χρέος
“παλιώνει αλλά δεν λιώνει”.
Σύμφωνα με τον δικηγόρο κ. Δημήτρη Ξυριτάκη, ο οποίος έχει μελετήσει το
φαινόμενο, η βεντέτα στην Κρήτη συναντάται από την εποχή του Μίνωα. “Η φράση
(σε μετάφραση) “μόνο σαν πάθει ό,τι ‘καμε, δίκη σωστή θα γίνει” αποδίδεται
στον μυθικό Ραδάμανθυ. Έκτοτε το αντιπεπονθός θα αποτελέσει τη βάση του
ποινικού δικαίου της Κρήτης σχεδόν ίσαμε την απελευθέρωση από τους Τούρκους
και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας”.
Έτσι όταν συμβεί το κακό η εκδίκηση γίνεται σκοπός ζωής, τον οποίο
υπενθυμίζουν πολλές φορές με τρόπο προσβλητικό οι γυναίκες της οικογένειας του
θύματος. Είναι χαρακτηριστική η μαντινάδα η οποία αναφέρεται στον όρκο μιας
εγκύου που της σκότωσαν τον άντρα: “Με την καρδιά σου αγάπουνε, με τη μιλιά
σου εμίλου, όφου φωτιά στο σπίτι του, που σ’ έφαγε του σκύλου. Μη μου
βαρυσκοτίζεσαι νεκρό μου κυπαρίσσι κι αυτός που θα σε εκδικηθεί, στο σπλάχνο
μου σταλίσει”.
Σύμφωνα με τον κ. Ξυριτάκη η βεντέτα πήρε μεγάλες διαστάσεις στην Κρήτη λόγω
των μεγάλων οικογενειών οι οποίες διατηρούν τη συνοχή τους μέχρι σήμερα. Όμως
παρά τη βία που κρύβει η βεντέτα υπάρχουν οι κανόνες που καθορίζουν τη
συμπεριφορά του εκδικητή. Δεν σκοτώνονται παιδιά, ανάπηροι, γυναίκες.
Σκοτώνεται πάντα ο καλύτερος της οικογένειας. Μόνο που αυτά δεν τηρούνται
πάντα, όπως έγινε στην περίπτωση Σαρτζετάκηδων – Πεντάρηδων.
Η οικογένεια του δράστη είναι υποχρεωμένη να εγκαταλείψει το χωριό σε ένδειξη
σεβασμού προς τον νεκρό, ενώ οι συγγενείς αποφεύγουν να συναντιούνται. Αν
υπάρχει ανάγκη κάποιος να περάσει από δρόμο κοντά από το σπίτι του θύματος
τότε τον συνοδεύουν οι λεγόμενοι “σοϊλήδες” και “ξεβγαλτάδες”. Παράλληλα ”
δράση” αναλαμβάνουν και οι “σαστάδες” (μεσολαβητές) οι οποίοι είναι άνθρωποι
με ιδιαίτερο κύρος στην περιοχή. Άλλες φορές πάλι οι πιο ψύχραιμοι φροντίζουν
να στήσουν γέφυρες φιλίας είτε με γάμους είτε με κουμπαριές. Όμως σχεδόν σε
όλες τις περιπτώσεις οι διαφορές παραμένουν, όσο και αν γίνεται προσπάθεια να
ξεχαστούν.
Οι κανόνες της εκδίκησης
|
| Ο «σαστάς». Ο 80χρονος Σταύρος Καπριδάκης προσπάθησε, όπως και πολλοί άλλοι, να συμβιβάσει τις δύο οικογένειες, χωρίς αποτέλεσμα: «Ή εμείς ή αυτοί», έλεγαν
|
Στην Κρήτη, αλλά και όπου αλλού η βεντέτα έχει ρίζες, η εκδίκηση ακολουθεί και
αυτή τους δικούς της κανόνες. Πρώτα – πρώτα η διάθεση για απάντηση στον
αδικητή γίνεται αμέσως γνωστή. Οι άνδρες της οικογένειας του θύματος φοράνε
μαύρα πουκάμισα και αφήνουν γένια. Παλιότερα οι γέροι της οικογένειας έβαφαν
τα ραβδιά τους μαύρα. Ενώ δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο να βάφουν μαύρες τις
πόρτες ή και ολόκληρο το σπίτι.
Οι συγγενείς του θύματος αφού εκδηλώσουν τη διάθεση για εκδίκηση, δεν
βιάζονται. Δεν δεσμεύονται ως προς τον χρόνο αλλά και τον τρόπο που θα πάρουν
το αίμα τους πίσω. Μπορούν να στήσουν και ενέδρα ακόμη. Όμως σε καμιά
περίπτωση δεν μπορούν να σκοτώσουν γυναίκες και παιδιά. Πρέπει να εκδικηθούν
σκοτώνοντας τον καλύτερο και ποτέ έναν «κακουρέ», δηλαδή έναν παρακατιανό.
Η οικογένεια τού αδικητή, αμέσως μετά το φονικό, προς σεβασμό προς τον νεκρό,
οφείλει να εγκαταλείψει το χωριό. Οι Κυκλάδες, το Λασίθι, η Αθήνα αλλά και
άλλες πόλεις στην Ελλάδα ή και το εξωτερικό ακόμη, είναι μια πρώτη λύση. Όμως
αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να ξεφύγουν. Όσα χρόνια και να περάσουν, οι
συγγενείς του θύματος ψάχνουν, περιμένουν, αλλά δεν ξεχνούν.


