Κάθε φορά που πηγαίνω στη Γερμανία, μόλις βγω από το αεροπλάνο, μου ‘ρχεται να

ξαναμπώ. Για να γυρίσω στην Ελλάδα, βεβαίως. Με την ίδια πτήση. Χωρίς να φάω

στη μάπα τα μπουγέλα της βροχής, που μου ρίχνει ακατάπαυστα ο γερμανικός

ουρανός. Αυτό το γκρίζο αίσχος από σύννεφα, καυσαέρια και άλλα χημικά, όπου

ποτέ δεν φτερούγισε ένας στίχος.

Είχα μαζί μου, παρέα μου, τον Αδαμάντιο Πεπελάση και τη συνάδελφο Έφη Μαρίνου.

Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα. Αντί να φύγουμε, με 38 βαθμούς, στον

Μόλυβο, στην Πάρο ή στο Αργοστόλι και να του δώσουμε να καταλάβει, φύγαμε για

Βούπερταλ. Και με καλοκαιρινά ρούχα! Για να κάνουμε δουλειά. «Δημοσιογραφική

αποστολή». Να καλύψουμε το φεστιβάλ ποντιακών χορών.

Για τους χορούς, θα μιλήσω πιο εκτεταμένα, άλλοτε. Σήμερα, Βούπερταλ. Με πολύ

κόσμο στις μαύρες του: εργοστάσια κλείνουν, εργάτες απολύονται, αποζημιώσεις

κόβονται, συντάξεις λιμάρονται. «Είμαι 49 χρονών. Δουλεύω από 17. Αν χάσω τη

δουλειά μου, δεν πρόκειται να ξαναβρώ άλλη. Θα πέσω στη σύνταξη που σιγά-σιγά,

μετατρέπεται σε βοήθημα. Ευτυχώς, κατάφερα να φτιάξω ένα «δυάρι» για να

κρύβουμε το κεφάλι μας». Ο Νίκος. Ο Πόντιος που μας έχει στο αυτοκίνητό του

και μας οδηγεί σ’ ένα «καλό γερμανικό ρεστοράν», το μόνο που λειτουργεί μετά

τις 10 τη νύχτα.

Στην είσοδο, ένα κύμα μπόχας. Ωστικό. Μας λειώνει τα ρουθούνια και μας

σπρώχνει προς την έξοδο. Τηγανισμένο κρομμύδι, λουκάνικο, τυριά, πίτσα,

βρασμένη πατάτα, μπίρα. «Ρε Νίκο, εδώ μέσα βρωμάει…». «Έχετε λεπτεπίλεπτες

μύτες…». «Πράγματι, βρωμάει», λέει και ο Διαμαντής. «Έτσι είναι, παντού.

Λειτουργεί ο εξαερισμός, αλλά τα παράθυρα είναι πάντοτε κλειστά. Ο αέρας δεν

ανανεώνεται».

Τραπέζι χωρίς τραπεζομάντιλο. «Έτσι είναι τα μαρμάρινα τραπέζια», εξηγεί η

Μαρίνου, η σε όλα ενημερωμένη. Παραγγέλνουμε ό,τι υπάρχει. Εν αναμονή της

εκτέλεσης της παραγγελίας, κατεβαίνω στις τουαλέτες. Παράδεισος. Καθαριότητα,

μουσική και χιλιάδες αρώματα. «Παιδιά, Νίκο! Να μας στρώσουν ένα τραπέζι στις

τουαλέτες! Στον διάδρομο. Μυρίζει υπέροχα!». Ο Νίκος με κοιτάζει αγριωπά. «Θα

μας σπάσουνε στο ξύλο οι Γερμαναράδες», λέει. Κι η Έφη, μου χώνει τα νύχια

της: «Εσύ είσαι ο μπορόλας; Χαρήκαμε πολύ!.. Σου δίνεται μια εξαίσια ευκαιρία,

για να δημιουργήσεις ένα μικρό σκάνδαλο και συ την πετάς στα σκουπίδια…».

Παρ’ όλ’ αυτά, μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον και με τη λίγδα να κολλάει σα λέπι

στα πουκάμισά μας, επιζήσαμε. Είχε βραδιάσει για καλά. «Και τώρα;» ρώτησε το

κορίτσι. «Τώρα, ξενοδοχείο. Οι Γερμανοί, στο Βούπερταλ σπανίως βγαίνουν τα

βράδια. Εδώ, δεν έχει μπαρ και τέτοια. Η έξοδος, είναι μόνο για φαΐ, Σάββατο

και Κυριακή. Ο κόσμος, δεν έχει λεφτά, πια. Όλοι μας, κάνουμε αιματηρές

οικονομίες».

Έχει βγει ένα μισό φεγγάρι πίσω από τα κλαδιά μιας αγριοκαστανιάς. Μπλε

φεγγάρι. Παγωμένο. Η βροχή έχει δυναμώσει πολύ.