Ύστερα από μια μακρά περίοδο σιγής στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής, η σχέση

οικονομικού και κοινωνικού αναδεικνύεται σε υψηλή πολιτική προτεραιότητα.

Είναι προφανές ότι για την κατάσταση αυτή ενοχοποιείται η πρόσφατη κοινωνική

έκρηξη με αφορμή τη μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης. Υπό το πρίσμα αυτών

των εξελίξεων δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς η ουσία του διαλόγου ο οποίος

διεξάγεται ­μεταξύ διανοουμένων αλλά και πολιτικών οι οποίοι εγγράφονται είτε

στον χώρο των οπαδών της κρατικής παρέμβασης είτε στο ιδεολογικό και πολιτικό

πεδίο το οποίο συμβατικά αποκαλείται νέα σοσιαλδημοκρατία­ σχετικά με τη φύση

και τον χαρακτήρα του κράτους πρόνοιας. Η συζήτηση προσλαμβάνει ενίοτε τον

χαρακτήρα ιδεολογικής αντιπαράθεσης και ενώ περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα

παραμέτρων του θέματος, στην ουσία εστιάζεται στο διαζευκτικό ερώτημα για την

καθολικότητα ή την επιλεκτικότητα του σύγχρονου κράτους πρόνοιας. Η

παρατεταμένη σύγχυση στο θέμα καταδεικνύει αφενός τη δυσχέρεια εννοιολογικού

προσδιορισμού της επιλεκτικότητας και αφετέρου την προσπάθεια απόκρυψης των

μεσοπρόθεσμων στόχων του εγχειρήματος, το οποίο κατατείνει σε μια στρατηγική

ιδιοποίησης του κοινωνικού πλεονάσματος, προς όφελος της διευρυμένης

αναπαραγωγής της παρούσας οικονομικής τάξης. Οι υποστηρικτές του επιλεκτικού

χαρακτήρα της κοινωνικής πολιτικής βασίζουν την επιχειρηματολογία τους στην

αυτονόητη απαίτηση για αποδοτική χρήση των πόρων και κυρίως στην αναγκαιότητα

επίτευξης κοινωνικής αποδοτικότητας. Επιπροσθέτως, ισχυρίζονται ότι από τη

διεύρυνση του κοινωνικού κράτους προέκυψε κοινωνικό όφελος, κυρίως για τα

μεσαία κοινωνικά στρώματα. Για την εξέλιξη αυτή, δηλαδή την αναπαραγωγή και

διεύρυνση των ανισοτήτων, ενοχοποιείται η αρχή της καθολικότητας και το

αναποτελεσματικό σύστημα κοινωνικών παροχών. Αντιθέτως, οι υποστηρικτές του

κλασικού υποδείγματος του προνοιακού κράτους θεωρούν ότι οι αντίπαλοί τους

παλινδρομούν στο υπόδειγμα του «κράτους φιλανθρωπίας» της προβισμαρκιανής

περιόδου. Ο πυρήνας της σχετικής επιχειρηματολογίας βασίζεται στην παραδοχή

ότι ο καθολικός χαρακτήρας του προνοιακού κράτους υποχρεώνει στη δίκαιη

κατανομή των βαρών χρηματοδότησης και επίσης στην κάθετη αναδιανομή των

εισοδημάτων ­μέσω του κοινωνικού μισθού­ με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες.

Στην προβληματική αυτή τίθενται και ζητήματα κοινωνικών αξιών τα οποία

υπερβαίνουν τις συνήθεις τεχνικές προσεγγίσεις. Έτσι, για τον Jan Tinbergen, ο

οποίος τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο Nobel οικονομικών το 1969, το κράτος

πρόνοιας με την «αναγνώριση της υπευθυνότητας της κοινωνίας σε ό,τι αφορά την

ευημερία των πολιτών αποτελεί θεσμοποίηση της κοινωνικής αλληλεγγύης».

Αντιθέτως, η προαγωγή της επιλεκτικότητας στην κοινωνική πολιτική έχει ως

αποτέλεσμα την απεμπλοκή της μεσαίας τάξης από το βάρος της συμβολής στη

χρηματοδότηση. Η επιλεκτικότητα θέτει σε αμφισβήτηση τους μηχανισμούς

συναίνεσης και νομιμοποίησης και κατ’ ουσίαν απειλεί τον πυρήνα της κοινωνικής

συνοχής. Είναι βέβαιο ότι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα οδηγεί στη συρρίκνωση της

κοινωνικής αλληλεγγύης και στη διάσπαση της «συνενοχής» μεταξύ των κοινωνικών

τάξεων. Ο Richard Titmuss, αν και επιφυλακτικός και κριτικός, εισάγει στην

κοινωνική πολιτική την ηθική και ανθρωπιστική διάσταση και θεωρεί ότι η

λειτουργία του έχει χαρακτήρα «δωρεάς» και «προσφοράς» και υπό την έννοια αυτή

οι «παροχές πρέπει να κατανέμονται σύμφωνα με τις ανάγκες και όχι το εισόδημα

ή την αγοραστική δύναμη».

Η σχετική συζήτηση σε διεθνές επίπεδο και στη χώρα μας τείνει να προσλάβει

διαστάσεις ιδεολογικής επανοριοθέτησης και επαναπροσδιορισμού της πολιτικής

γεωγραφίας. Παράλληλα, εμπεριέχει και στοιχεία ευρύτερης πολιτικής παρέμβασης

στους τομείς της απασχόλησης και της ανάπτυξης. Θεωρείται ως εκ τούτου ότι η

επιλεκτικότητα υπηρετεί επιπροσθέτως τη δυνατότητα απελευθέρωσης πόρων από το

κοινωνικό πεδίο στο τραπεζικό πιστωτικό σύστημα και κατά συνέπεια στον κύκλο

νέων παραγωγικών επενδύσεων και πρόσθετων θέσεων απασχόλησης. Υπό την έννοια

αυτή, θεωρείται ότι μπορεί να συμβάλει στην άρση των αντιθέσεων μεταξύ

χρηματιστηριακού, τραπεζικού και εμποροβιομηχανικού κεφαλαίου, με την

επιδότηση των επιτοκίων και των νέων επενδύσεων από πόρους της κοινωνικής

πολιτικής και της εργασίας.

Κατά συνέπεια, η αναπόφευκτη σύνδεση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής

αποτελεί τη βάση κατανόησης του προβλήματος. Υπό την έννοια αυτή έχει επίκαιρη

και εξαιρετική σημασία η αναφορά του Amartya Sen (βραβείο Nobel 1998) ότι «η

οικονομία αποτελεί μια ηθική επιστήμη» δεδομένου ότι σχετίζεται με την

κατανομή του κοινωνικού πλεονάσματος και κατά συνέπεια με το μείζον θέμα της

αναδιανομής. Ακόμη περισσότερο, αφού είναι γνωστό ότι το κοινωνικό κράτος στη

χώρα μας δεν είναι αποτέλεσμα της γενικής φορολογίας, αλλά ουσιαστικώς

βασίζεται σε ένα σύστημα οριζόντιας αναδιανομής και ανταποδοτικότητας μέσω του

συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, στο οποίο η εμπλοκή της κεντρικής διοίκησης,

ιστορικά, υπήρξε εξόχως αρνητική. Το κοινωνικό ισοδύναμο της νέας οικονομίας

της διεθνοποιημένης αγοράς, η κοινωνία των ίσων ευκαιριών και της επιλεκτικής

κάλυψης απέτυχε στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και της μείωσης των

ανισοτήτων, δεδομένου ότι προσέκρουσε στην ανυπαρξία ίσων δυνατοτήτων για την

εκμετάλλευση των ίσων ευκαιριών. Ως εκ τούτου, το ερώτημα «καθολικότητα ή

επιλεκτικότητα;» καθίσταται κρίσιμο ­στην παρούσα συγκυρία­ και σχετίζεται με

τη δυνατότητα κάλυψης ενός αναγκαίου επιπέδου κατανάλωσης συμβατού με τη

διαβίωση. Σε διαφορετική περίπτωση η εξέλιξη αυτή οδηγεί σε στρατηγικές

κοινωνικής παλινδρόμησης.

Βεβαίως, πολλοί θεωρούν ότι το φάντασμα του κομμουνισμού δεν πλανάται πλέον

στην Ευρώπη, έτσι ώστε η περίφημη ρήση του Michel Foulcault «το κράτος

πρόνοιας αποτελεί την απάντηση της σοσιαλδημοκρατίας στην κομμουνιστική

απειλή» να έχει ιστορικά καταστεί άνευ αντικειμένου, αν και επιβεβαιώνεται

έστω και αρνητικά. Όμως ένα άλλο φάντασμα πλανάται στον ορίζοντα, αυτό του

Seattle και του Port Allegre, το οποίο βαθμιαία εμφανίζεται απειλητικά

απέναντι στην υφιστάμενη οικονομική και κοινωνική τάξη. Αν η οικονομία είναι

ηθική επιστήμη, όπως διατυπώνεται από τον Sen, είναι προφανές ότι η κοινωνική

πολιτική ­στις ανοικτές ανταγωνιστικές οικονομίες­ αποτελεί διαμέσου των

πολιτικών αναδιανομής την επικύρωση της ηθικής διάστασης των σύγχρονων κοινωνιών.

Ο καθηγητής Οικονομικών της Υγείας Γιάννης Κυριόπουλος, είναι κοσμήτωρ

στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (Υγειονομική Σχολή Αθηνών).