|
| 18 ΧΡΟΝΩΝ ο Γιάννης (αριστερά), ένα κλειστό παιδί – 21 ΧΡΟΝΩΝ ο Γιάννης ανοίγει την ψυχή του
|
Αν μπορεί μια ζωή να συνοψισθεί με πέντε έξι μονοκονδυλιές, η «πριν» ζωή του
Γιάννη Κολόβη ήταν μια λιτή και «συμπιεσμένη» ζωή. Σαν να ‘ζησε τους πρώτους
18 κύκλους ζωής του μέσα σ’ έναν, σαν να μην «έγραψε» ο κάθε χρόνος της
ύπαρξής του τη δική του ξεχωριστή ανθρώπινη ιστορία, λες και όλα
καταχωνιάστηκαν με έναν μυστικό κώδικα στον ίδιο ελαστικό κύκλο που έπρεπε όλα
μέσα του ερμητικά να τα κλείσει και τίποτα και ποτέ να μην αφήσει να
διαρρεύσει. Και δεν είναι καθόλου περίεργο που ακόμα και ο ίδιος, αυτό που
έχει να πει για τον «πριν» εαυτό του και την «πριν» ζωή του είναι λίγα μονάχα
λόγια. «Πάντα ήμουν ένα κλειστό άτομο», μου εξομολογείται, ύστερα από μια
μικρή σιωπή που φάνηκε αιώνια, ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο τσιγάρο.
«Κλειστός;» επαναλαμβάνω για να του δώσω τη δυνατότητα να συνεχίσει.
«Κλειστός», απαντά και πάλι με νόημα. «Ήταν σαν να ‘χα υφάνει έναν κλοιό
αυτοπροστασίας γύρω από μένα. Έτσι μου έβγαινε, από μέσα μου…».
Το παρόν
Κοιτάζω αυτό το αγόρι με τα μεγάλα μελιά μάτια που αφήνει πίσω του την εφηβεία
και γίνεται άνδρας και επιμένω, προσπαθώ να μάθω τι ονειρευόταν την εποχή που
τα όνειρα δεν είχαν απαγορεύσεις. Με κοιτάζει κι εκείνος κατάματα, δίχως καμιά
απορία και απαντά αυτό που φοβόμουν: «Δεν είχα μεγάλα όνειρα, δεν είχα καθόλου
όνειρα. Ζούσα μονάχα το παρόν. Ζούσα στο παρόν…».
«Στα 18 και δίχως όνειρα;» επιμένω και πάλι, κάνοντας τον δικηγόρο του
διαβόλου. «Ναι, στα 18 και χωρίς όνειρα! Υπήρξαν κάποτε, κάποιες σκέψεις. Μία
απ’ αυτές ήταν να γίνω αστυνομικός. Είχα στον νου μου εκείνον τον αστυνομικό
που συναντάμε μόνο στις ταινίες που πασχίζει για το καλό και τη δικαιοσύνη και
επιδιώκει την τάξη των ανθρώπων και των πραγμάτων…».
«Καλό», «κακό», «κακιά στιγμή», «δικαιοσύνη», «τάξη ανθρώπων και πραγμάτων»,
λέξεις και έννοιες που στην περίπτωση του Γιάννη Κολόβη αποκτούν ένα
διαφορετικό βάρος και αντίβαρο. Κι εκείνος να «αιωρείται» ανάμεσά τους δίχως
να ελίσσεται, δίχως να κρύβεται.
Δεν λέει πολλά για τη ζωή των τεσσάρων τους. Εκείνος, ο μικρότερος κατά οκτώ
χρόνια αδελφός του Κώστας, η μητέρα τους Ευανθία, ο πατέρας τους Νίκος.
Οικοδόμος ο πατέρας, μια ζωή σκληρή δουλειά και λίγες ώρες παρουσίας στο
σπίτι: «Γύριζε πάντα κουρασμένος», μονολογεί ο Γιάννης. «Τον φοβόσουν;» τον
ρωτώ, προσπαθώντας λίγο να τραβήξω την κουρτίνα. «Τον φοβόμουν στο μέτρο που
φοβάται κάθε γιος τον πατέρα του», απαντά προσεκτικά.
Προσεκτικές είναι όλες του οι απαντήσεις, σ’ όλη τη διάρκεια της μεγάλης μας
κουβέντας. Η μητέρα του είναι μέσα, κλεισμένη στο δωμάτιό της, νιώθει μου
λέει άρρωστη και εξαντλημένη, δεν έχει κουράγιο να παρουσιασθεί. Ο Κώστας, ο
«μικρός» που μεγάλωσε, μαθητής πια της Β’ Γυμνασίου, εμφανίζεται για μια
χαρούμενη και ευγενική «καλημέρα» ένα ολόδροσο ξάφνιασμα στο άνοιγμα της
πόρτας του σαλονιού και ύστερα εξαφανίζεται. Τα σαλόνι είναι το δωμάτιο του
Γιάννη. Κρεβάτι του ο καναπές και «στολίδια» απομεινάρια της εφηβείας του
η αφίσα του Ολυμπιακού και μία ακόμη από αγώνες της Φόρμουλα ένα. Λίγες δικές
του φωτογραφίες σ’ ένα μικρό ταμπλό, απέναντι καδραρισμένο το απολυτήριο από
το Τεχνικό Λλύκειο και μια παιδική του φωτογραφία στο περιθώριο της
κορνίζας…
Ψάχνω με το βλέμμα να βρω τη φωτογραφία του πατέρα, δεν υπάρχει στον ορίζοντα
των ματιών μου.
«Δεν βγάζαμε φωτογραφίες, δεν έχουμε φωτογραφίες, δεν έχω τον πατέρα μου παρά
μόνο στο άλμπουμ της βάφτισής μου», νιώθει την ανάγκη να εξηγήσει και φέρνει
το άλμπουμ… Ανοίγοντας το εξώφυλλο βλέπω εκείνον μωρό, τον κρατά αγκαλιά η
μάνα του η Ευανθία και δίπλα της η σιωπηλή φιγούρα εκείνου που δεν υπάρχει
πια…
Δεν έχει πολλές μνήμες (πέρα από εκείνες που πονάνε) από τον πατέρα του. Δεν
ασχολιόταν με τα παιδιά του όπως κάθε πατέρας. Μεγάλωσαν οι δυο τους κάτω από
τις φτερούγες της Ευανθίας που σήκωνε τον δικό της σταυρό. Καταχώνιαζε ο
Γιάννης όλα όσα γίνονταν, όλα όσα έβλεπε κι όλα όσα άκουγε, δεν αντιδρούσε,
έδειχνε μονάχα «καλή διαγωγή» για να μην εντείνει περισσότερο τις
καταστάσεις..
Σιωπηλή
Δεν θέλει να μιλήσουμε γι’ αυτό ούτε για τη μοιραία τελευταία πράξη, και
συμφωνώ μαζί του. Ανατρέχουμε για λίγο στην εφηβεία του που ήταν, μου λέει,
«κρυφή και σιωπηλή». Δεν είχε εξάρσεις ούτε μεγάλη επαναστατικότητα, είχε
τόνους ήπιους και απαλούς η εφηβεία του, δεν τσακωνόταν ούτε αρπαζόταν στα
χέρια με τους φίλους και συμμαθητές του, «ποτέ δεν υπήρξα άνθρωπος των άκρων»,
τονίζει και ξανατονίζει. Έλεγε «όχι» σε κάθε μορφής βία ο Γιάννης και
προτιμούσε τη μέθοδο της απόσυρσης όταν κάποιο πρόβλημα δεν λυνόταν με τα
λόγια: «Ήμουν ένα παιδί χωρίς νεύρο», αυτοχαρακτηρίζεται! «Είχα σπάνιες έως
μηδαμινές εκρήξεις…».
Την ίδια μέθοδο εκείνη της απόσυρσης εφάρμοζε και μέσα στο σπίτι. Αυτό
που μπορούσε να κάνει, ήταν να αγαπά όλο και περισσότερο τη μητέρα του και στο
μέτρο των δικών του δυνατοτήτων να προστατεύει εκείνη και τον αδελφό του. Ήταν
η εποχή που τον είχε κερδίσει ο αθλητισμός, έπαιζε έως και επτά ώρες μπάσκετ
την ημέρα εκεί ξέδινε, εκεί τα έδινε όλα και από εκεί αντλούσε δυνάμεις.
Μέχρι το τραγικό φινάλε που παίχθηκε στις 26 Φεβρουαρίου του ’98.
Προσπερνάμε την ημερομηνία – ορόσημο της ζωής του. Τι νόημα έχει να μου πει
πώς και πόσες φορές σήκωσε το σφυρί; Ούτε που θυμάται ούτε που θέλει να
θυμάται. Γεγονός είναι ότι ούτε η πιο μύχια, η πιο βαθιά και η πιο απόμακρη
σκέψη του ούτε η πιο νοσηρή του φαντασίωση, δεν είχαν πλησιάσει ποτέ μια
τέτοια εκδοχή.
Εφιάλτης
|
|
Να «αγγίξει» τον πατέρα του ή όποιον άλλον άνθρωπο, να γίνει εκείνος αιτία για
να χαθεί μια ανθρώπινη ζωή, ήταν κάτι που έμοιαζε εφιάλτης και ως σκέψη, πόσο
μάλλον ως πραγματική σκηνή ζωής…
Άνοιξε τα μάτια του και ήταν εκείνος πάνω στη σκηνή. «Ήμουν σε κατάσταση σοκ,
δεν ήξερα τι είχε συμβεί, εκεί βρισκόταν μόνο το σώμα μου, εγώ απουσίαζα. Δεν
ξέρω πόσος χρόνος πέρασε, κάποια στιγμή επανήλθα στον παρόντα χρόνο και
αναρωτήθηκα τι είχε συμβεί…».
Δεν ήξερε ότι ο πατέρας του ήταν νεκρός, το έμαθε στη Γενική Ασφάλεια. «Ήρθε η
μητέρα μου να με δει, ντυμένη στα μαύρα. Τι ρώτησα γιατί φοράει μαύρα και μου
απάντησε: Δεν είχα άλλα ρούχα να φορέσω και μου τα έδωσε η θεία σου… Κάτι
μέσα μου κλώτσησε: Πες μου την αλήθεια, την παρακάλεσα… Και μου την
είπε…».
Χάθηκε η γη κάτω από τα πόδια του. Άρχισε να κλαίει απαρηγόρητος και θυμάται
εκείνη να προσπαθεί να τον κατευνάσει… Αλλά πώς να παρηγορηθεί, που όχι μόνο
δεν είχε θελήσει κάτι τέτοιο, «ούτε που είχα φαντασθεί τη ζωή μου χωρίς
εκείνον»! Αλλά για να σώσει τη ζωή εκείνης, σήκωσε χέρι και αφαίρεσε τη ζωή
του γεννήτορά του…
Δεν σκέφθηκε καθόλου τον εαυτό του. Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν η μητέρα
του και ο αδερφός του: «Ήξερα πως ο δικός μου δρόμος ήταν η φυλακή, εκείνοι
όμως πώς θα κατάφερναν;».
To έχει σκεφθεί χιλιάδες φορές, ούτε που μετριούνται και θα’ δινε, μου
εξομολογείται, και τη ζωή του «αρκεί να μπορούσα τον χρόνο πίσω να γυρίσω,
λίγα λεπτά πριν από τη μοιραία στιγμή κι όλα να τα διορθώσω…».
Αλλά τίποτα απ’ όσα έγιναν δεν αλλάζει, τίποτα δεν διορθώνεται. Δεν είναι
εύκολος ο δρασκελισμός «να βρεθείς από τη μια στην άλλη όχθη και να μη μπορείς
να επιστρέψεις πίσω. Είχε χαθεί μια ζωή, αυτή η ζωή ήταν του πατέρα μου, ήμουν
εγώ υπεύθυνος που ο αδερφός μου δεν είχε πατέρα, που εγώ δεν είχα πατέρα, που
η μητέρα μου δεν είχε σύντροφο… Μισούσα θανάσιμα τον εαυτό μου…».
Έτσι βρέθηκε στη φυλακή, όπου τι περίεργο ο πόνος δεν γιγαντώθηκε, άλλωστε δεν
υπήρχε παραπάνω σκαλοπάτι να ανεβεί. Άνθρωποι που δεν ήξερε και δεν φανταζόταν
ότι υπήρχαν, τον περίμεναν, τον αγκάλιασαν, είχαν έναν καλό παρήγορο λόγο να
του πουν, «η φυλακή ήταν σαν να με είχε συγχωρήσει για εκείνο που εγώ δεν θα
συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου…».
Η οικογένεια
Άρχισαν να κυλούν η μία μετά την άλλη οι ημέρες, ήταν ένα σκληρό δίμηνο αλλά
ένιωθε ότι βρισκόταν «κάπου που δεν είχα εχθρούς», δούλευε πολλές ώρες στις
αποθήκες της φυλακής και τις ώρες της νυχτερινής απομόνωσης η μόνη σκέψη που
τριβέλιζε το μυαλό του ήταν πώς περνούν η μητέρα και ο αδερφός του.
Όταν βρέθηκε εκτός φυλακής με περιοριστικούς όρους για να δώσει εξετάσεις
στο σχολείο του η πρώτη του σκέψη που έκρυβε μια ένοχη χαρά ήταν «ότι θα
έβλεπα τη μάνα και τον αδερφό μου χωρίς να μεσολαβούν σιδεριές.
Δυστυχώς, όλοι εμείς οι άνθρωποι εκτιμάμε αυτά που έχουμε μόνον όταν
κινδυνεύουμε να τα χάσουμε ή τα χάνουμε. Πόσοι από μας ξυπνάνε το πρωί και
χαίρονται που έχουν τα πόδια, τα χέρια, τη μιλιά τους, αγαπημένους ανθρώπους
γύρω τους; Όλα αυτά τα πολύτιμα θεωρούνται και αυτονόητα. Αυτό που κυρίως μας
απασχολεί είναι τα λεφτά, τα υλικά αγαθά, το ακριβότερο αυτοκίνητο…».
Για εκείνον, τα πιο απλά πράγματα απέκτησαν ξαφνικά μια ξεχωριστή σημασία.
Πράγματα που πριν προσπερνούσε τον έκαναν τώρα να κλαίει και να γελάει από
ευτυχία. Ευτυχία σε μικρές δόσεις γιατί «μεγάλη», «απόλυτη» ευτυχία ξέρει πως
δεν υπάρχει για κανέναν! «Αυτό που τώρα προσπαθώ και θα συνεχίσω να προσπαθώ,
είναι είναι να κάνω τη ζωή μου και τη ζωή των δικών μου όσο γίνεται καλύτερη.
Είναι να γίνομαι εγώ καλύτερος…».
Αλλά ό,τι κι αν κάνει, όσα σημαντικά βήματα κι αν καταγραφούν στη ζωή του,
υπάρχει κάτι που δεν ξεχνιέται, κάτι που δεν μπορεί να το προσπεράσει, κάτι
που δεν θα «σβήσει» στο πέρασμά του ο χρόνος. Σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του θα
υπάρχει πάντα ένα φρένο, μια υπενθύμιση, μια μεγάλη έλλειψη για την οποία
εκείνος ευθύνεται.
Ποτέ κανείς έως τώρα από τους ανθρώπους που τον αναγνωρίζουν στον δρόμο δεν
τον σταμάτησε κι ούτε κανείς ποτέ τον αποκάλεσε «πατροκτόνο». Δεν θα άντεχε,
μου λέει, το άκουσμα της λέξης, είναι μια λέξη – πυροβόλο όπλο που σκοτώνει
ακαριαία…
Δεκατέσσερις μήνες τώρα δουλεύει βοηθός μηχανικού σε συνεργείο της Αθήνας.
Παλεύει και κερδίζει την κάθε ημέρα της ζωής του. Η δουλειά, πέρα από μέσον
επιβίωσης και στήριξης της οικογένειας, είναι για εκείνον διαφυγή από επώδυνες
σκέψεις. Ο δικός του μισθός και η μικρή σύνταξη του πατέρα, είναι τα μόνα
έσοδα της οικογένειας. Περνάνε απλά, λιτά, όπως περνούσαν πάντα, «δεν μας
είναι δύσκολο, είμαστε μαθημένοι, ποτέ δεν ζήτησα περισσότερα απ’ όσα μπορούσα
να έχω, δεν υπήρξα πλεονέκτης, μου αρκούν λίγα και καλά…».
Φίλους έχει «σταθερά όσους είχα». Οι καινούργιοι φίλοι, είναι λιγότεροι. Αλλά
αυτό που δίνει μια διαφορετική λάμψη στη ζωή του είναι ο έρωτας στο πρόσωπο
μιας κοπέλας που στέκεται δίπλα του τα τρία τελευταία χρόνια.
8 χρόνια
Οκτώ χρόνια και τρεις μήνες ήταν η πρωτόδικη ποινή του. Έδειξαν μια απίστευτη
γενναιότητα ψυχής οι δικαστές που έκριναν τον Γιάννη και του δώσανε το
δικαίωμα να είναι ελεύθερος μέχρι να εκδικασθεί εκ νέου η υπόθεσή του.
Η αρρώστια της μητέρας του ήταν η αιτία που πήρε αναβολή η δίκη του την
προηγούμενη Τετάρτη. Αγωνιά τώρα ο Γιάννης για το πότε θα ορισθεί νέα τακτική
δικάσιμος. Ελπίζει και προσεύχεται για κάτι λιγότερο από πέντε χρόνια, μόνον
έτσι δεν θα εκτίσει ποινή. «Πιστεύεις ότι δεν πρέπει να καταδικασθείς;» τον
ρωτάω. «Αυτό που λέγεται ποινή, τιμωρία, μπεις δεν μπεις στη φυλακή, είναι
σίγουρη. Τιμωρία δεν είναι αναγκαστικά η φυλάκιση. Την κουβαλάω μέσα μου την
ποινή μου, τιμωρούμαι κάθε στιγμή, κάθε δευτερόλεπτο. Πιστεύω ότι αυτός που
μπορεί να κρίνει και να συγχωρήσει στο τέλος, είναι μονάχα ο Θεός, αν κάποιος
αληθινά έχει μετανοήσει…».
Έχει εκείνος μετανοήσει; Δισεκατομμύρια φορές. Έχει ζητήσει συγχώρεση από τον
πατέρα του, τη μητέρα του, τον αδερφό του. Ζητάει και ξαναζητάει κάθε φορά από
όλους και πάντα από τον Θεό.
Την πρώτη φορά που πήγε στον τάφο τού πατέρα του ένιωσε «μια απέραντη ντροπή.
Ένιωσα σαν να τον σκότωνα και πάλι. Έκλαψα πάνω από το μνήμα του και ζήτησα
συγχώρεση. Πιστεύω ότι μου την έχει δώσει, γιατί δεν ξανάνιωσα ντροπή πάνω από
το μνήμα του, μονάχα τον βαθύ πόνο από την έλλειψή του…».
Συνεχίζουν και ζουν στο ίδιο σπίτι. Στην αρχή ήταν ολέθριο, ήθελε να το
πουλήσουν και να φύγουν, «αλλά ύστερα προτίμησα να μείνουμε εδώ και να το
αντιμετωπίσω». Νιώθει την υποχρέωση να είναι δεσμευμένος απέναντι στη μητέρα
του, να φροντίζει κάθε της ανάγκη, να είναι σταθερά δίπλα της.
«Να τη σώσω»
Αγαπούσε και τους δύο γονείς του, αλλά το ομολογεί «αγαπούσα περισσότερο τη
μητέρα μου από τον πατέρα μου. Κι αυτός είναι ο λόγος που όταν αντιλήφθηκα ότι
κινδύνευε η ζωή της, όταν είδα εκείνη τη σκηνή και το χέρι του να της κλείνει
στόμα και μύτη, όρμησα να τη σώσω και έγινε ό,τι έγινε…». Μιλάει συχνά μαζί
της για το γεγονός που αντέστρεψε τη ζωή τους, αλλά ο αδερφός του δεν τον
ρώτησε ποτέ γιατί και πώς έγινε ό,τι έγινε. Μια μέρα προκάλεσε εκείνος τον
«μικρό»: «Κώστα, με μισείς για το κακό που σου προκάλεσα;». «Όχι, γιατί σε
αγαπάω», τον αφόπλισε εκείνος. Και ο Γιάννης αισθάνθηκε «να μισώ εγώ
περισσότερο τον εαυτό μου…».
Αυτό που χωρίζει τη ζωή του Γιάννη Κολόβη στο «πριν» και το «μετά» τα γεγονότα
της 26ης Φεβρουαρίου 1998, είναι μια βαθιά αίσθηση πόνου που ακόμη κι αν με τα
χρόνια γλυκάνει, ποτέ δεν θα σβήσει. Στα 21 του ο Γιάννης είναι χρεωμένος με
τη δολοφονία του πατέρα του.
Ο ίδιος θα συνεχίσει να ζητάει συγχώρεση από όλους και από εκείνον τον
απόντα , αλλά τού είναι τραγικά δύσκολο να συγχωρήσει τον εαυτό του. Το
γεγονός ότι ο αδερφός του μεγαλώνει χωρίς πατέρα, θα τον ακολουθεί πάντα…

