Εν όψει της Διάσκεψης που θα συνδιοργανωθεί από τη ΓΣΕΕ, «ΤΑ ΝΕΑ» και το

ελληνικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Ομίλου Λόγοι Δράσης στην Αθήνα, στις 3, 4 και 5

Μαΐου, κατά την οποία, με βασικό προσκεκλημένο τον διεθνούς φήμης Γάλλο

κοινωνιολόγο Πιέρ Μπουρντιέ, θα συζητηθούν οι προτάσεις του για την

αναγκαιότητα της συγκρότησης ενός Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κινήματος, ως

απαραίτητη προϋπόθεση για την οικοδόμηση μιας Κοινωνικής Ευρώπης, καθώς και

για τους όρους υλοποίησής του, «ΤΑ ΝΕΑ» -εν όψει της Διάσκεψεις – ανοίγουν

έναν πρώτο κύκλο συζητήσεων. Θα φιλοξενούν κάθε Δευτέρα του Απριλίου

τοποθετήσεις και αντιδράσεις εκπροσώπων του συνδικαλιστικού κινήματος, των

κοινωνικών κινημάτων και του κόσμου της διανόησης.

Οφείλουμε να συμφωνήσουμε με την πρόταση του Π. Μπουρντιέ για την αναγκαιότητα

της συγκρότησης ενός ενοποιημένου ευρωπαϊκού κινήματος ως αποτελεσματική μορφή

οργάνωσης ενάντια στην «παγκοσμιοποίηση». Η «παγκοσμιοποίηση» αποτελεί

πρωτίστως ένα σύνολο δοξασιών και πεποιθήσεων, με βάση το οποίο δικαιολογεί

και νομιμοποιεί η πολιτική εξουσία, σε κάθε ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα,

αλλά ακόμα και στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, την άσκηση μιας οικονομικής και

κοινωνικής πολιτικής νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης: Μιας πολιτικής που

αναδιανέμει το εισόδημα υπέρ της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης, που

αποδυναμώνει πολιτικά και διασπά τους εργαζομένους και τις συνδικαλιστικές και

πολιτικές οργανώσεις τους. Η σύγκλιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών επιτρέπει και

τη σύγκλιση των κινημάτων για την ανατροπή αυτής της πολιτικής.

Η δυνατότητα που έχει αποκτήσει ο νεοφιλελευθερισμός να ηγεμονεύει πάνω στην

Αριστερά και τις οργανώσεις των εργαζομένων. Τα περί «παγκοσμιοποίησης»

επιχειρήματα αναπαράγουν τον σκληρό πυρήνα των βιωμένων πρακτικών με βάση τις

οποίες ασκείται η αστική ηγεμονία στις καπιταλιστικές χώρες: Τον εθνικισμό και

την τυπική δημοκρατία. Η λειτουργία του εθνικισμού είναι να υπάγουν τα

συμφέροντα των τάξεων που υφίστανται την καπιταλιστική εκμετάλλευση σε αυτά

του κεφαλαίου, αναπλάθοντας μια «εθνική» κοινότητα συμφερόντων, η οποία

τοποθετείται υπεράνω των οποιωνδήποτε διεκδικήσεων. Το «εθνικό» συμφέρον δεν

είναι όμως παρά το κρατικά φιλτραρισμένο μακροπρόθεσμο συμφέρον της κυρίαρχης

αστικής τάξης κάθε καπιταλιστικής χώρας.

Η τυπική κοινοβουλευτική δημοκρατία και τα αντίστοιχα ατομικά δικαιώματα

εμπεδώνουν την αστική ηγεμονία, καθώς παρουσιάζουν τις καπιταλιστικές σχέσεις

εκμετάλλευσης και κυριαρχίας ως σχέσεις ελεύθερων επιλογών, μεταξύ ίσων

υποκειμένων-πολιτών.

Οι δύο αυτοί πυλώνες της αστικής ηγεμονίας δεν λειτουργούν απλώς παράλληλα,

αλλά αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος: Τα δικαιώματα, στην «πλήρη» μορφή

τους, ισχύουν όχι για τους (μόνιμους ή μη) κατοίκους της επικράτειας (π.χ.

μετανάστες), αλλά για τους πολίτες της χώρας, τους «εθνικούς».

Η Αριστερά αποδέχθηκε τους δύο πυλώνες της αστικής ηγεμονίας, και μάλιστα

αναγόρευσε τον εαυτό της σε αυθεντικό εγγυητή τους: Συμβιβάστηκε με την

αποσιώπηση (δηλαδή πολιτική καταστολή) της αυτοφυώς αναπαραγόμενης αντίθεσης

κεφαλαίου – εργασίας, στο όνομα της εθνικής ενότητας (των τάξεων),

προβάλλοντας ως πρώτο στόχο της την «εθνική ανεξαρτησία» (δηλαδή δίνοντας

προτεραιότητα στην υποτιθέμενη «αντίθεση» εθνικών – ξένων συμφερόντων).

Παράλληλα «ξέχασε» ότι τα τυπικά δικαιώματα δεν είναι μόνο «κατακτήσεις» αλλά

και ένα πλαίσιο συναίνεσης προς την καθεστηκυία τάξη. Αποσιώπησε έτσι ότι το

ζητούμενο είναι ο κλονισμός αυτής της τάξης, μέσα από την αποκάλυψη του

τυπικού χαρακτήρα των δικαιωμάτων και τη διεκδίκηση της διερεύνησής τους στην

κατεύθυνση του κοινωνικού ελέγχου της οικονομίας και κοινωνίας.

Διολίσθησε έτσι η Αριστερά στη θεσμολατρία και στον εθνικισμό.

Οι δυνατότητες οικοδομούνται ήδη σε πολλές (ευρωπαϊκές και όχι μόνο) χώρες,

μέσα από την ανάπτυξη των διεθνών κινήσεων και κινημάτων «ενάντια στην

παγκοσμιοποίηση» ή για την «παγκοσμιοποίηση της αντίστασης». Πολιτικές

πρωτοβουλίες όπως οι Ευρωπορείες, και διεθνείς κινητοποιήσεις ή και

Συναντήσεις έδρασαν και δρουν καταλυτικά για τη ριζοσπαστικοποίηση και τον

διεθνή συντονισμό, έδρασαν και δρουν καταλυτικά για τη ριζοσπαστικοποίηση και

τον διεθνή συντονισμό των κινημάτων. Ο πολιτικός λόγος που εκπέμπουν εδράζεται

σε έναν «κοινό παρονομαστή»: Την αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού και των

πυλώνων στους οποίες εδράζεται η ηγεμονία του.

Οι διεθνείς αυτές πρωτοβουλίες αποκτούν έτσι μια πολιτική και ιδεολογική

εμβέλεια πολύ ευρύτερη εκείνης των επιμέρους ομάδων, κινήσεων ή ατόμων που

συμμετέχουν σ’ αυτές: Τονίζουν την αναγκαιότητα να συγκροτηθεί μια

ριζοσπαστική αριστερή στρατηγική με διεθνιστικές αναφορές, που να αμφισβητεί

την αστική ηγεμονία, σε κάθε χώρα του καπιταλιστικού κόσμου. Καθώς η πολιτική,

σε μεγάλο βαθμό, είναι η διαχείριση «συμβόλων με λαϊκό έρεισμα», οι

κινητοποιήσεις που έγιναν και ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει μπορούν να

λειτουργήσουν ως «συμβολικές συμπυκνώσεις» αλλά και σταθμοί στη διαδικασία

οικοδόμησης μιας Αριστεράς των κοινωνικών κινημάτων.

Ο Γιάννης Μηλιός είναι αναπληρωτής καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας

στο ΕΜΠ, διευθυντής της τριμηνιαίας επιθεώρησης «Θέσεις».