Ενώ μέχρι πρόσφατα οι ιθύνοντες της αμερικανικής οικονομίας μιλούσαν με

σχετική βεβαιότητα για την ικανότητα της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη να

προσγειωθεί ομαλά, τώρα παραδέχονται ότι ο κίνδυνος ύφεσης είναι μεγάλος.

Στις αρχές του χρόνου, ακόμη και ο Άλαν Γκρίνσπαν, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής

Τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών, τρόμαξε τόσο πολύ από την απότομη επιβράδυνση

των ρυθμών αύξησης της αμερικανικής βιομηχανικής παραγωγής και τη μεγάλη

διόρθωση των τιμών των μετοχών στη Γουώλ Στρητ που και αυτός άρχισε να μιλάει

για την πιθανότητα ύφεσης της αμερικανικής οικονομίας το 2001.

Αν πράγματι η αμερικανική οικονομία βυθιστεί σε ύφεση, αυτή θα είναι πολύ

χειρότερη εξέλιξη από την επιδιωκόμενη περί «ομαλής προσγείωσης». Για την

Ευρώπη, την Ασία και τη Λατινική Αμερική η ύφεση της αμερικανικής οικονομίας

θα σημάνει σίγουρα μια σημαντική διόρθωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η

προσδοκώμενη ανάκαμψη των ρυθμών ανάπτυξης στη ζώνη του κοινού ευρωπαϊκού

νομίσματος και στην Ασία μπορεί να ακυρωθεί από τη σοβαρή εξασθένηση της

ζήτησης των Ηνωμένων Ηνωμένων Πολιτειών για εισαγωγές και από την απειλούμενη

διολίσθηση του δολαρίου.

Μειώσεις επιτοκίων

Γι’ αυτό, μην απορείτε που η κεντρική τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών ενήργησε

γρήγορα προχωρώντας σε δύο μειώσεις των βραχυπρόθεσμων αμερικανικών επιτοκίων

και αυξάνοντας τη ρευστότητα στην τραπεζική αγορά.

Το παράδοξο είναι ότι η εξασθένηση της αμερικανικής οικονομίας έγινε δεκτή από

τη νέα αμερικανική κυβέρνηση του προέδρου Τζορτζ Μπους Τζούνιορ με σχετική

ικανοποίηση. Πώς εξηγείται αυτή η στάση, με δεδομένο ότι οι κυβερνήσεις

ικανοποιούνται με τις καλές οικονομικές ειδήσεις;

Η πρόταση του Τζορτζ Μπους για μια μαζική μείωση της φορολογίας εισοδήματος

κατά 1,6 τρισ. δολάρια αντιμετωπίζει έντονη κριτική από πολλούς

οικονομολόγους, τραπεζίτες και αυτούς που το εισόδημά τους εξαρτάται σε μεγάλο

βαθμό από το κρατικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

Τώρα, ο Πολ Ο’ Νιλ, νέος υπουργός Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών, μπορεί

να χρησιμοποιήσει τον φόβο για την ύφεση της αμερικανικής οικονομίας ως

επιχείρημα ενάντια σε εκείνους που αντιδρούν στο σχέδιο περικοπής της

φορολογίας εισοδήματος.

Και μη σας νοιάζει το γεγονός ότι οι μαθητές της μοντέρνας οικονομικής

ιστορίας πιστεύουν ότι τη βραχυπρόθεσμη μακροοικονομική σταθεροποίηση πρέπει

να αναλαμβάνει μόνο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών και όχι η

δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης.

Ωστόσο, τώρα έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες για να εγκριθεί από το

Κογκρέσο η σημαντική μείωση της φορολογίας που προτείνει η νέα κυβέρνηση των

Ηνωμένων Πολιτειών.

Σε αυτό βοηθάει και η κίνηση του Άλαν Γκρίνσπαν, που μας αιφνιδίασε όλους: ήρε

τις αντιρρήσεις του όσον αφορά τη μαζική περικοπή της φορολογίας. Ορισμένοι

αποδίδουν την αλλαγή στάσης του Γκρίνσπαν στην προσπάθειά του να συμπλεύσει με

τη νέα ρεπουμπλικανική κυβέρνηση. Εγώ το αποδίδω στη βαθιά πίστη του ότι στη

«Νέα Οικονομία» δεν χρειάζεται να ανησυχούμε σε μεγάλο βαθμό για τον χαμηλό

ρυθμό αποταμίευσης.

Σταθεροποίηση

Έχουμε διανύσει περίπου ενάμιση μήνα στο 2001 και ο πανικός που έπληξε τις

χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνεται να έχει αποκλιμακωθεί. Παρά τον παραδοσιακά

«κρύο» Σεπτέμβριο, οι πρώτες σαράντα πέντε ημέρες του 2001 χαρακτηρίστηκαν από

δύο θετικές εξελίξεις: την αύξηση των πωλήσεων αυτοκινήτων και την άνοδο της

οικοδομικής δραστηριότητας. Παράλληλα, οι τιμές των μετοχών στην αμερικανική

χρηματιστηριακή αγορά σταμάτησαν, προσωρινά, να κινούνται πτωτικά.

Μελετώντας τα στοιχεία για την πορεία της οικονομίας, υποθέτω πως οι ρυθμοί

αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας δεν έχουν επιστρέψει στο επιθυμητό

επίπεδο του 3%. Οι απολύσεις που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις αυξάνονται

συνεχώς. Οι χρεοκοπίες και τα λουκέτα σε επιχειρήσεις συσσωρεύονται.

Οι αρχικές αισιόδοξες προβλέψεις για αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων

αναθεωρούνται προς τα κάτω. Τα οικονομικά δεν είναι μια ακριβής επιστήμη.

Έτσι, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα τις μελλοντικές εξελίξεις

στην αμερικανική οικονομία.

Ο Άλαν Γκρίνσπαν, στην ομιλία του προς το Κογκρέσο, τόνισε ότι η επιβράδυνση

της οικονομίας δεν έχει επηρεάσει αρνητικά την πορεία συνεχούς αύξησης της

παραγωγικότητας. Ίσως να έχει δίκιο. Μπορεί, όμως, να είναι κανείς βέβαιος;

Αβεβαιότητα

Η «φούσκα» της Νέας Οικονομίας έχει, σε μεγάλο βαθμό, χάσει τον αρχικό της

όγκο. Οι τιμές των μεγάλου ρίσκου ομολόγων (junk bonds) έχουν πέσει. Κάποια

από αυτά δεν πρόκειται να αποπληρωθούν ποτέ, καθώς οι εκδότες τους

χρεοκόπησαν. Θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε την πορεία που θα ακολουθήσουν

στους επόμενους μήνες οι επενδύσεις των επιχειρήσεων αλλά και η εμπιστοσύνη

των επενδυτών. Η Γκόλντμαν Σαξ, η μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα του κόσμου,

προβλέπει ότι με 65% πιθανότητες η αμερικανική οικονομία θα βρεθεί αντιμέτωπη

με την ύφεση το 2001 και το 2002 θα παρουσιάσει ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 3%.

Οι οικονομολόγοι συνήθιζαν να μιλούν για τους τρεις βασικούς παράγοντες που θα

στηρίξουν την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας: Η Ευρωπαϊκή Ένωση, και

κυρίως η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία, ήταν ένας από αυτούς. Ένας άλλος

ήταν οι οικονομίες της Ασίας και του Ειρηνικού. Ο τελευταίος παράγοντας ήταν η

δυναμική της αμερικανικής οικονομίας που αντιπροσωπεύει το ένα τέταρτο του

παγκόσμιου οικονομικού προϊόντος.

Οι κρίσεις

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, μετά την έκρηξη της ιαπωνικής φούσκας,

η οικονομία της Ιαπωνίας βυθίστηκε στη στασιμότητα, αποτυγχάνοντας να σηκώσει

το βάρος που της αναλογούσε στην παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα. Μετά την

κατάρρευση της ταϊλανδικής οικονομίας το 1997 και τη ρωσική χρεοκοπία το 1998,

οι αγορές των αναδυόμενων αγορών, έστω και προσωρινά, βυθίστηκαν. Ωστόσο, η

σημαντική αύξηση που σημείωσαν οι τιμές των μετοχών υψηλής τεχνολογίας αλλά

και των αμερικανικών μπλου τσιπς στη χρηματιστηριακή αγορά της Νέας Υόρκης

επηρέασε θετικά και βοήθησε στην ανάκαμψη των αγορών της Νότιας Κορέας, της

Κίνας, του Χονγκ Κονγκ, της Ταϊβάν και της Λατινικής Αμερικής.

Μήπως πρέπει να αναζητήσουμε το αντίδοτο της επιβράδυνσης της αμερικανικής

οικονομίας σε άλλα μέρη του πλανήτη; Πιθανώς η ευρωπαϊκή οικονομία να

αναπτύσσεται τώρα με ταχύτερους ρυθμούς σε σχέση με την αμερικανική. Αυτό όμως

μπορεί να μην αρκέσει για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Οι

περισσότεροι αναλυτές δεν θεωρούν πλέον την Ιαπωνία ως παράγοντα τόνωσης της

παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας. Η κυβερνητική παράλυση συνεχίζεται στην

Ιαπωνία και οι νέες πολιτικές αύξησης των δημόσιων δαπανών που απαιτούνται για

την τόνωση της οικονομίας δεν εφαρμόζονται. Υποθέτω ότι η αμερικανική κεντρική

τράπεζα θα προχωρήσει σε αρκετές μειώσεις των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων στην

περίπτωση που η ανεργία κινηθεί απειλητικά άνω του 5% του εργατικού δυναμικού.

Μόνο αν αυτές οι κινήσεις αποτύχουν να βάλουν και πάλι την αμερικανική

οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης θα παρουσιαστεί η ανάγκη για σημαντικές μειώσεις

της φορολογίας. Το ιδεώδες θα ήταν η δημοσιονομική τόνωση της οικονομίας να

έρθει από τη μείωση των παρακρατήσεων φόρων που βαρύνουν την πλειονότητα του

αμερικανικού πληθυσμού. Ωστόσο, σπάνια η πολιτική συμβαδίζει με τον ιδεαλισμό

και τον αλτρουισμό.

Ο πληθωρισμός

Ο πληθωρισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένει υπό έλεγχο, παρά τον

περιορισμό της παραγωγής πετρελαίου από τον ΟΠΕΚ και την απελευθέρωση των

τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος στην Καλιφόρνια, ο έλεγχος των οποίων

δημιούργησε προβλήματα ελλείψεων, μπλακάουτ και κίνδυνο χρεοκοπίας των

εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Με βάση αυτά τα δεδομένα, μπορούμε

να αισιοδοξούμε ότι η οικονομία μας διαθέτει τα εργαλεία για να αποφύγει μια

παρατεταμένη στασιμότητα. Αυτά είναι τα καλά νέα για μας τους Αμερικανούς.

Αλλά είναι καλά νέα και για τους άλλους λαούς, που μπορούν να ωφεληθούν από τη

διατήρηση της αμερικανικής ευημερίας.

(c) Los Angeles Times Syndicate

Ο Paul Samuelson είναι καθηγητής Οικονομίας στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας

της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Οικονομικών