Η άκρη του ματιού μου, έτσι καθώς περνούσα μπροστά από το περίπτερο, έπιασε τη

«στιγμή» όπως την είχε καταγράψει ο φωτογράφος: Μισό παιδικό πρόσωπο, δυο

τεράστια παιδικά μάτια πίσω από το συρματόπλεγμα.

Ένας μικρούλης Κούρδος, από το βόρειο Ιράκ ­ ένα από τα 500 παιδιά που μαζί με

412 ενηλίκους ήταν πάνω στο λαθρεμπορικό καράβι που προσάραξε στο θέρετρο των

πλουσίων, την Κυανή Ακτή. Τι απίστευτη ειρωνεία; Βίλες και λεωφόροι με ψηλά

δέντρα, γνωστά καφέ, δεξιώσεις και τρελά πάρτι του διεθνούς τζετ σετ, διάσημοι

ηθοποιοί και άλλοι επώνυμοι που… πετάνε εδώ για ένα βράδυ, φυσικά με το

ιδιωτικό τους αεροπλάνο ή το κότερο. Και λίγο πιο πέρα, πάνω στα βράχια,

καρφωμένο το σαπιοκάραβο «Ηστ Ση» με τους 900 Κούρδους που πούλησαν όλα τα

υπάρχοντά τους για να εξασφαλίσουν μια θέση στα αμπάρια του. Μόνοι, καθώς οι

άνθρωποι που τους έφεραν έως εκεί το είχαν σκάσει με ένα ταχύπλοο, λίγο πριν

το καράβι προσαράξει.

Οκτώ μερόνυχτα στα αμπάρια και από εκεί και πέρα αιχμάλωτοι σε ένα πρώην

στρατόπεδο. Να περιμένουν. Να αγωνιούν. Να φοβούνται. Να ελπίζουν

περιμένοντας.

Κοιτάζω προσεκτικότερα τη φωτογραφία. Ένα παλιό στρατόπεδο. Κι εκεί, ανάμεσα

στα ρομβοειδή ανοίγματα της συρματοπλεγμένης φυλακής, παιδικά δακτυλάκια και

απορημένα μάτια περιμένουν. Περιμένουν την απόφαση της Δικαιοσύνης που θα

αποφασίσει «μαζικά», όπως γίνεται με τα ζώα. Περιμένουν τη θέση των πολιτικών

που δεν έχουν αποφασίσει, λέει, αν αυτή η απόφαση, που θα σφραγίζει το μέλλον

τους, θα πρέπει να ληφθεί με όρους ανθρωπιστικούς ή οικονομικούς.

Είναι βλέπεις και θέμα μέσου. Άλλο κότερο κι άλλο σαπιοκάραβο…