Η καταστροφή. Ινδός προσεύχεται μπροστά στα ερείπια του σπιτιού του

Γιατί οι επιστήμονες δεν μπορούν να μας προειδοποιήσουν για σεισμούς σαν αυτόν

που έπληξε το κρατίδιο Γκουζαράτ στη Δυτική Ινδία, που πιθανόν να σκότωσε έως

και 100.000 ανθρώπους; Γιατί ­ τώρα που οι αστρονόμοι μπορούν να δουν σχεδόν

την άκρη του σύμπαντος και οι βιολόγοι να κλωνοποιήσουν ζώντες οργανισμούς ­ η

επιστήμη της γεωφυσικής δεν μπορεί να μας πει πότε και πού η Γη θα αρχίσει να

τραντάζεται;

Το πιο παράδοξο σε αυτήν την κατάσταση είναι ότι η βασική διαδικασία που

εκτελείται στη γη είναι απλή στην κατανόησή της. Οι ηπειρωτικές πλάκες είναι

τεράστια τεμάχια του φλοιού της Γης που επιπλέουν σε έναν υγρό «χιτώνα», σαν

γιγάντιες σχεδίες. Όπου δύο από αυτές συναντώνται, παρουσιάζουν την τάση να

κολλούν. Όμως αργά, καθώς οι ήπειροι μετατοπίζονται, οι πλάκες μεταλλάσσονται

σε σχήμα και, όταν η πίεση που ασκείται ξεπερνάει ένα συγκεκριμένο όριο, κάτι

υποχωρεί και προκαλείται σεισμός.

Οι αποτυχίες

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν είναι δύσκολο

να πει κάποιος ειδικός πότε και πού θα γίνουν μεγάλοι σεισμοί. Ακόμη κι έτσι

όμως, η τραγωδία στην Ινδία μάς θυμίζει ότι το αρχείο ερευνητικής που αφορά

την πρόβλεψη σεισμών είναι πράγματι καταθλιπτικό. Δεν υπήρξε ούτε μία ξεκάθαρη

επιτυχία. Υπήρξαν όμως πολλές σημαντικές αποτυχίες.

Το 1976, για παράδειγμα, ένας ερευνητής στην Αμερικανική Υπηρεσία Μεταλλίων

προέβλεψε ότι δύο μεγάλοι σεισμοί μεγέθους 9,8 και 8,8 βαθμών της κλίμακας

Ρίχτερ θα έπλητταν τις ακτές του Περού, στα ανοιχτά, τον Αύγουστο του 1981 και

τον Μάιο του 1982. Προέβλεψε επίσης έναν προσεισμό μεγέθους 7,5-8 για τον

Ιούνιο του ’81. Όταν ο προσεισμός δεν έγινε, απέσυρε την πρόβλεψή του, όμως η

κυβέρνηση του Περού είχε τόσο τρομοκρατηθεί που αξιωματούχος του Αμερικανικού

Γεωλογικού Κέντρου Ερευνών έπρεπε να ταξιδέψει στην περιοχή για να τους

καθησυχάσει.

Οι Ιάπωνες

Επίσης στο τέλος της δεκαετίας του 1970, Ιάπωνες επιστήμονες είχαν πειστεί ότι

μεγάλος σεισμός θα έπληττε σύντομα την Κεντρική Ιαπωνία. Στο παρελθόν, οι

σεισμοί που είχαν συμβεί στην περιοχή είχαν μεταξύ τους χρονική απόσταση 120

ετών. Καθώς είχαν ήδη περάσει 120 χρόνια από τον τελευταίο σημαντικό σεισμό,

είχαν πιστέψει ότι αναμενόταν νέος και τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού για να

τον αντιμετωπίσουν. Σήμερα, 25 χρόνια μετά, ο σεισμός δεν έγινε. Το Κόμπε, που

επλήγη από τον Εγκέλαδο το 1995, εθεωρείτο περιοχή ήσσονος σημασίας για τους

επιστήμονες όσον αφορά τη σεισμική επικινδυνότητά της. Το ίδιο έτος, ο

επικεφαλής του Τμήματος Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας

προέβλεψε πως μεγάλος σεισμός θα χτυπούσε την Κεντρική Καλιφόρνια την άνοιξη ή

στις αρχές του καλοκαιριού.

Ποτέ δεν συνέβη. Υπάρχουν αναρίθμητα παραδείγματα με παρόμοιες αποτυχίες. Ο

Ρόμπερτ Γκέλερ από το Πανεπιστήμιο του Τόκιο, ένας από τους πλέον επιφανείς

ειδικούς στο θέμα των σεισμών, έγραψε πρόσφατα: «Έρευνες για την πρόβλεψη των

σεισμών διεξάγονται για περισσότερα από 100 χρόνια με καμία προφανή επιτυχία.

Οι ισχυρισμοί περί άρσης των αδιεξόδων δεν κατάφεραν να αντέξουν την

εξονυχιστική έρευνα. Οι εκτενείς έρευνες απέτυχαν να βρουν αξιόπιστους

προάγγελους… αξιόπιστη ενεργοποίηση συναγερμού για επικείμενους μεγάλους

σεισμούς φαντάζει πρακτικά αδύνατη».

Μπορεί μια περιοχή έρευνας να θεωρηθεί ακόμη και επιστημονική, αν δεν μπορεί

να παράγει πρόβλεψη; Όπως το θέτει ο ποιητής Πολ Βαλερί «επιστήμη είναι απλώς

το σύνολο των μεθόδων επίτευξης (των συνταγών) που είναι πάντα επιτυχείς». Και

σε αυτό πρόσθεσε, «όλα τα υπόλοιπα είναι λογοτεχνία». Ανήκει η επιστήμη που

αφορά τους σεισμούς στη λογοτεχνία; Πρέπει οι ερευνητές της σεισμικής

δραστηριότητας να εργαστούν πάνω σε κάτι άλλο; Σε μια συζήτηση στο Διαδίκτυο

με πρωτοβουλία της επιστημονικής επιθεώρησης «Nature» το 1999 (www. nature.

com), ένας γεωφυσικός επισήμανε ότι η πρόβλεψη των σεισμών αποτελεί «την

αλχημεία της εποχής μας», ένα θέμα που, παρά την πρακτική του αδυναμία, είναι

«μοιραία ελκυστικό τόσο στους επιστήμονες όσο και στο κοινό».

Κατά την τελευταία δεκαετία, φυσικοί ανακάλυψαν ότι συστήματα ποικίλα, όπως

ένας σωρός άμμου, ο φλοιός της Γης και τα οικοσυστήματά της, ακόμη και οι

χρηματαγορές μας, φαίνεται να παρουσιάζουν μια τάση «αυτο-οργάνωσης» σε αυτό

που αποκαλείται «κρίσιμη κατάσταση». Πρόκειται για μια φυσική κατάσταση

εξαιρετικής αστάθειας, κατά την οποία το σύστημα ισορροπεί πάντα στο νήμα της

ξαφνικής, δραστικής αλλαγής. Είναι, κατά έναν τρόπο, σαν να είναι συντονισμένο

έτσι ώστε να αποδεικνύεται υπερευαίσθητο ακόμη και στις πιο ανώδυνες επιρροές.

Τα μοντέλα

Επιπλέον, ερευνητές ανακάλυψαν ότι κάποια από τα βασικά μοντέλα που

χρησιμοποιούν οι γεωφυσικοί για να αναπαριστούν τη διαδικασία του σεισμού,

εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία. Βάσει της άποψης αυτής, οι πιέσεις που

ασκούνται στον φλοιό της Γης δεν είναι τυχαίες, αλλά είναι τόσο περίπλοκα

οργανωμένες που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την πρόβλεψη των συνεπειών σε

μια, ας πούμε, μικρή αύξηση της πίεσης σε ένα σημείο. Αυτή η αλλαγή μπορεί να

μην προκαλέσει τίποτα άλλο, αλλά να συμπιέσει λίγο περισσότερο τις πλάκες.

Μπορεί όμως να σημάνει μια αλυσιδωτή κινητική αντίδραση, ώστε να προκληθεί

μεγάλος σεισμός. Αν αυτή η άποψη είναι ορθή, τότε εξόχως περίπλοκα στοιχεία

πίεσης εντός της Γης θα καθορίσουν πού και πότε θα γίνει ο επόμενος μεγάλος

σεισμός. Βάσει αυτού, μπορεί να μην υφίστανται αναγνωρίσιμες λεπτομέρειες στον

φλοιό από τις οποίες οι επιστήμονες θα μπορούσαν να ελπίζουν ότι «θα

διαβάσουν» το μέλλον, ενώ καμία ποσότητα στοιχείων δεν θα είναι ποτέ αρκετή

ώστε να γίνει πρόβλεψη για την ώρα και το μέγεθος του επόμενου σεισμού.

Οι αμφιβολίες

Όπως υποστηρίζει ένας γεωφυσικός, όταν αρχίζει ένας σεισμός «δεν γνωρίζει πόσο

μεγάλος θα εξελιχθεί τελικά». Και αν δεν μπορεί ο σεισμός ούτε κι εμείς. Αυτό

σημαίνει ότι μπορεί να είναι σοφό οι γεωφυσικοί να εργαστούν με διαφορετικό

τρόπο. Ακόμη κι αν κάποιος δεν μπορεί να κάνει πρόβλεψη, αυτό δεν αποκλείει το

ότι δεν υπάρχει καμία αναλογία στη διαδικασία εξέλιξης των σεισμών. Ίσως

τελικά μπορέσουμε να επωφεληθούμε από κάτι λιγότερο φιλόδοξο: την πρόβλεψη όχι

του τόπου και του χρόνου συγκεκριμένων σεισμών, αλλά της πιθανότητας τού να

έχουμε ένα σεισμό συγκεκριμένου μεγέθους σε συγκεκριμένη ζώνη μέσα σε ένα

πλαίσιο ετών. Ασφαλώς αυτές οι προβλέψεις δεν γίνονται πρωτοσέλιδα, αλλά ίσως

να αποδειχθούν σημαντικές στη θέσπιση κατασκευαστικών κωδικών και στην

οργάνωση διαδικασιών που θα επιτρέψουν άμεση αντίδραση σε περίπτωση ανάγκης σε

περιοχές που απειλούνται.

Ο συντάκτης του άρθρου είναι φυσικός και πρώην δημοσιογράφος της

επιστημονικής επιθεώρησης «Nature» και του «New Scientist».