Η φύση του εγκλήματος μας διαφεύγει. Διαφεύγει ακόμα κι από αυτούς που

επιχειρούν να αναλύσουν τα βιο-κοινωνικά φαινόμενα με βάση μια (προϋπάρχουσα;)

«εγκληματική ουσία».

Ο φόνος

μια αλυσίδα

που στο τέλος σε τυλίγει

Π. Καραβασίλη, Πυρίδρομα

Από την άλλη πλευρά, οι θεωρίες που επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στην

κοινωνική αντίδραση προς το έγκλημα δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν συνολικά το

εγκληματικό φαινόμενο, με συνέπεια να εγκλωβιστούν σε ιδεαλιστικά σχήματα

(ηθικός πανικός, καταργητισμός κ.λπ.).

Τίποτα το αντικειμενικό, το μηχανιστικό ή το άμεσο δεν μπορεί να συναχθεί από

τον κοινωνικό θετικισμό στον χώρο της εγκληματογένεσης. Η συμπεριφορά από μόνη

της δεν μας λέει τίποτα για το έγκλημα. Το «γιατί» κάποιος φέρεται έτσι και το

«γιατί» κάποιος εγκληματεί είναι δύο διαφορετικά ζητήματα, τα οποία χρήζουν

διαφοροποιημένης ερμηνείας.

Είναι, άλλωστε, ιδιαίτερα δύσκολο να ξεχωρίσεις τους γενικούς κοινωνικούς

παράγοντες που in abstracto διευκολύνουν την εγκληματικότητα, από τους

συγκεκριμένους που in concreto οδήγησαν τον εγκληματία στην πράξη του και

εκείνους που έπεισαν τον νομοθέτη να ρυθμίσει, με τον α’ ή β’ τρόπο, την

ποινική /σωφρονιστική πλευρά της υπόθεσης.

Πάντως, όλοι και όλα κουβαριάζονται γύρω από τον εγκληματία σαν κάτι να

προσδοκούν να αναγνωρίσουν. Του προσδίδουν μεγικές διαστάσεις. Το «τερατώδες

είδωλο» του εγκληματία δίνει βάση σε υποθέσεις και αποκρυπτογραφήσεις.

Μπορεί ο άνθρωπος (και ιδιαίτερα ο άνθρωπος-εγκληματίας) να συμπεριφέρεται με

μη-προβλέψιμο τρόπο, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι τα βαθύτερα αίτια της

συμπεριφοράς του πρέπει ν’ αναζητηθούν σε χώρους μυστηρίου. Το ακανόνιστο και

η συγκεχυμένη λογική θέτουν τον δράστη «εκτός εαυτού» ή «εκτός ελέγχου» αλλά

όχι εκτός ανθρώπινου ψυχικού κατα-λογισμού.

Πολλοί αναρωτιούνται αν ο εγκληματίας είναι από τη μοίρα του προδιατεθειμένος

να εγκληματήσει. Εγκληματικό γονίδιο, προγραμματισμένη ορμόνη, βιολογικές

ρίζες της βίας καλούνται να ξαναγεννήσουν «τον γεννημένο εγκληματία».

Τι όμως ­ πιστεύουν ότι ­ κληρονομείται; Η εγγραφή του Καλού και του Κακού στο

DNA;

Η απλοποιητική προσέγγιση της βιολογίας ή ο εντοπισμός ηθικών στιγμάτων

(κυνικός, σκληρός, απαθής) που συναντάμε σε εγκληματίες και μη, συνιστούν

κίνδυνο όχι μόνον αποπροσανατολισμού αλλά και προσβολής των ατομικών

δικαιωμάτων.

Οι «καλοί» και οι «κακοί» δεν ξεχωρίζουν ευγονικά. Άλλωστε, δεν έχει μόνο η

κακή πράξη χημικοβιολογική αφετηρία. Και η καλή έχει επίσης. Πώς είναι δυνατόν

ο ίδιος άνθρωπος να κανονίζει τις βιολογικές του λειτουργίες κατά τρόπο, ώστε

να είναι άλλοτε καλός κι άλλοτε κακός;

Εάν τις ελέγχει, τότε πώς τον ελέγχουν αυτές;

Κι ακόμα, «πώς να γεννηθείς φονιάς», όταν ο ορισμός της ανθρωποκτονίας συνεχώς

αλλάζει; Τελικά, με ποια παράμετρο πρέπει πρώτα ν’ ασχοληθούμε; Με το έγκλημα

ή με τον εγκληματία; Ποιο είναι το κρίσιμο: το τι κάνουμε, το γιατί το

κάνουμε, το πώς το κάνουμε ή το ποιον ορισμό δίνουν οι άλλοι σ’ αυτό που

κάνουμε; Κατά τη γνώμη μου, το έγκλημα μας επιτρέπει να αυτο-προσδιορισθούμε.

Αποτελεί μια έκφραση/δύναμη του «Κακού», εναντίον της οποίας καλούμαστε ν’

αγωνιστούμε, ν’ απαλλαγούμε από τη μαζική ενοχή, να καθησυχάσουμε τις

αρχέγονες φοβίες μας.

Η ιδεοληψία του εγκλήματος γεννάει την εγκληματοφοβία και αποφέρει κέρδη στους

επαγγελματίες εργολάβους του φόβου (ΜΜΕ και marketing της τρομολαγνείας).

Το «σύστημα» γεννάει ή κατασκευάζει τον εγκληματία και ο εγκληματίας, με τη

σειρά του, όχι μόνο συντηρεί, αλλά συχνά συμβάλλει αποφασιστικά στην περαιτέρω

ανάπτυξη του συστήματος.

Ο φονιάς σίγουρα δεν είναι «αξιαγάπητος». Σίγουρα και ο ίδιος βρίσκεται σε

σύγχυση, καθώς το βάρος της ελευθερίας της βούλησης και της ατομικής ευθύνης

έξαφνα γίνεται ασήκωτο.

Το χειρότερο όμως είναι ότι αισθάνεται φυλακισμένος στην ίδια του την πράξη,

αφού κι αυτή θρυμματίζεται σε χιλιάδες κομμάτια και δεν του επιτρέπει να βρει

ποιο από αυτά είναι τελικά υπεύθυνο για το έγκλημα.

Ο μύθος που έχει διαμορφώσει ο εγκληματίας για την πράξη του και ο μύθος ο

δικός μας γι’ αυτόν σπανίως συναντιώνται. Πορευόμαστε παράλληλα.

Όσο φοβάται η κοινωνία τον εγκληματία, άλλο τόσο φοβάται και ο εγκληματίας την

κοινωνία. Το έγκλημα δεν κατέστρεψε μόνο τη σχέση του μαζί της, αλλά αλλοίωσε

και τη σχέση με τον εαυτό του.

Δεν υπάρχουν εγκληματίες που δεν πάσχουν. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για

εκείνους, για τους άλλους ή και για μας.

Ο Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής της Εγκληματολογίας στο Τμήμα

Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.