Αύγουστος του 1998. Θέρετρο. Στο βάθος, μπάνγκαλοους. Σε πρώτο πλάνο, η πλαζ.

Θαλάσσια ποδήλατα, παιδιά τσαλαβουτάνε στα ρηχά, μητέρες με μαγιό και

κυτταρίτιδα ασορτί. Μια παραλία σπαρμένη γυναικόπαιδα. Οι πατεράδες

εμφανίζονται Σάββατο πρωί κι εξαφανίζονται Κυριακή απόγευμα, βλαστημώντας ένα

– ένα τα τριακόσια χιλιόμετρα που διανύει το ασημί μεταλλίκ αυτοκίνητο για να

φτάσει μέχρι το ξενοδοχειακό συγκρότημα.

Αύγουστος του 1998. Οι μαμάδες αλείφονται αντιηλιακό καρότου αψηφώντας την

τρύπα και το όζον. Πιάνουν κουβέντα μεταξύ τους. Κεφτεδάκια, μια μους λεμόνι

πανάλαφρη, λιποαναρρόφηση (που την έκανε πάντα μια γνωστή τους, ποτέ οι ίδιες)

τον άντρα τους που δεν ασχολείται, το τέρας, με το παιδί. Και τέλος, το παιδί

αυτό καθαυτό. Που, όχι που είναι παιδί τους, αλλά από τα άλλα τα μούλικα,

σκάλες ανώτερο!

Αύγουστος του 1999. Ένα χρόνο αργότερα. Το ίδιο σκηνικό. Το ίδιο θέρετρο. Οι

ίδιες μαμάδες, τα ίδια παιδιά. Το όζον κατά τι τσιμπημένο. Η ατζέντα της

συζήτησης διαφορετική. Στάχτη και μπούρμπερη τα κεφτεδάκια. Γραμμένος κανονικά

ο σύζυγος. Τώρα, άλλο τις καίει αυτές. Για άλλο μιλάνε. Άλλο στράφτει στα

μάτια τους ως εφηβικός, ξεχασμένος έρως.

Αύγουστος του 1999. Χρηματιστήριο! Όλες έχουν να καταθέσουν από μια

εκθαμβωτική επιτυχία. Ένα γκραν σουξέ.

Δώσανε στον ξάδελφό τους που «ξέρει από αυτά» ενάμισι εκατομμύριο και σε δυο –

τρεις μήνες αυτός τους γύρισε πίσω πέντε εκατομμύρια.

Αυτό δεν είναι τίποτα. Η άλλη έδωσε στον άντρα της κουμπάρας της που «ξέρει

από αυτά» τρία εκατομμύρια και σε δύο εβδομάδες της γύρισε πίσω δέκα

εκατομμύρια.

Αυτό δεν είναι τίποτα. Η παράλλη έδωσε στον περιπτερά της που «ξέρει από αυτά»

τέσσερα εκατομμύρια και σε ένα τέταρτο ­ άντε είκοσι λεπτά ­ της γύρισε πίσω

δεκαπέντε.

Κάτω από έναν ήλιο με έντονες τάσεις ρεβανσισμού πάνω στο σώμα τους, οι

οικοκυρές – χρηματίστριες μιλάνε για σίγουρες μετοχές, για θεαματικές

επενδύσεις, για χαρτοφυλάκια, για το οικόπεδο που αγοράσανε με τα κέρδη, για

τη ζωή τους που έγινε από ασπρόμαυρη, τεχνικολόρ.

Χρηματιστήριο! Κι ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα. Να δεις πού θα φτάσει. Πόσο

ακόμα θα ανέβει. Στις 7.000 μονάδες, στις 10.000, στις 15.000! Οι ουρανοί

είναι δικοί μας! Αυτή η ζαριά στη ρουλέτα είναι ό,τι πιο σίγουρο. Όπου

ποντάρεις, κερδισμένος βγαίνεις.

Μην το συζητάς. Αξίζει τον κόπο. Αξίζει να τζογάρεις το υστέρημά σου. Να

υποθηκεύσεις το βιός σου. Να δανειστείς από τράπεζες. Να πουλήσεις τη μάνα σου

και τον πατέρα σου ­ αν πιάσουνε μια καλή τιμή.

Αξίζει! Το Χρηματιστήριο σε αγαπάει! Σε πονάει! Σου στέκεται! Σου πληρώνει

δίδακτρα, σπουδές και μεταπτυχιακά, το μονόπετρο που είδες στη βιτρίνα, το

σπορ αυτοκίνητο και το χόουμ σίνεμα με τη γιγαντοοθόνη.

Το Χρηματιστήριο σε παίρνει από το χέρι και σε περνάει σε μια άλλη κοινωνική

τάξη, ανώτερη. Ανώτατη! Ένα δυο χρόνια ακόμη και θα πίνεις τον καφέ σου με τη

Μαριάννα Λάτση στο Εκάλη Κλαμπ. Ας είναι καλά ο ξάδελφος. Ο άντρας της

κουμπάρας. Ο περιπτεράς. Ας είναι καλά η Σοφοκλέους. Που δεν είναι δρόμος.

Είναι η Θεία Πρόνοια. Η ευλογία του Υψίστου είναι.

Αύγουστος του 1999. Τις ακούω να τιτιβίζουν γύρω μου και ξεφτιλίζομαι.

Συρρικνώνομαι. Εγώ γιατί δεν έχω παίξει ακόμα; Γιατί κάθομαι, το χάπατο, και

κλωτσάω πέντε ψωροοικονομίες σε βιβλιαράκι ταμιευτηρίου; Γιατί δεν έχω

χαρτοφυλάκιο; Γιατί δεν έχω ξάδελφο, άντρα κουμπάρας, περιπτερά; Να με

συνετίσουνε; Να με συμβουλέψουνε; Να με πλουτίσουνε; Να με εξασφαλίσουνε;

Πού ζω; Στην εποχή της γιαγιάς μου που φυλάγανε τα φραγκοδίφραγκα στην

ψωμιέρα; Τόσο συντηρητικούρα πια; Τόσο ντεμοντέ; Γύρω μου ένας κόσμος

ολόκληρος ανθεί και λουλουδίζει ­ κι εγώ η μαζόχα τραβιέμαι με το επιτόκιο

0,0002;

Κι όσο οι άλλες κάνουν ξεπερασούρες γύρω μου ποια κέρδισε τα περισσότερα και

σε λιγότερο χρόνο ­ βουλιάζω. Χάνομαι. Παρακαλώ να ανοίξει η ξαπλώστρα να με

καταπιεί. Και παίρνω όρκο βαρύ. Μόλις φύγω από το θέρετρο, μόλις πατήσω το

πόδι μου στην Αθήνα, θα βρω κι εγώ έναν ξάδελφο. Έναν άντρα κουμπάρας. Έναν

περιπτερά. Κάποιον, κάτι ­ να μου αλλάξει τη ζωή.

Γυρίζω. Κι αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Η κατρακύλα. Η πτώση των τιμών. Κι

πιάνει να φυλλορροεί το όνειρο μπροστά σε έκπληκτα, έντρομα μάτια. Το παραμύθι

κάπου στραβώνει. Η μαγιονέζα κάπου κόβει. Το χάπι εντ κάπου δεν κάθεται.

Κάτι μυστήριο γίνεται στο φινάλε. Πάνω που η φτωχούλα θα παντρευόταν το

πριγκιπόπουλο, ο τύπος της την κάνει. Της δίνει μια ξανάστροφη, την πετάει

βίαια από το άσπρο άλογο και φεύγει καλπάζοντας προς άγνωστον κατεύθυνσιν.

Μένει το κορίτσι στις λάσπες. Άναυδο, φοβισμένο, δακρυσμένο. Μόνο. Έρημο.

Χωρίς εξήγηση. Χωρίς βοήθεια. Χωρίς απαντήσεις. Μένει στις λάσπες. Κανένας δεν

της απλώνει το χέρι. Γύρω της λυγμοί και σπαραγμοί. Πανικός, τρόμος,

καταστροφή. Αυτοκτονίες. Γύρω της, κρανίου τόπος.

Σωριάστηκε, συντρίμμια, η Χώρα του Παραμυθιού… Ήρθε κι έγινε των Ψαρών η

ολόμαυρη ράχη. Κι εκεί, περπατώντας η Χώρα μονάχη, μελετά τα νεκρά

παλικάρια… Κι η Ελλάδα στεφάνι φορεί. Καμωμένο από λίγα χορτάρια που ‘χαν

μείνει στην έρημη γη.

Κι αναρωτιέται. Και ψάχνει. Πού είναι το χάπι εντ που της έταξαν;