Τι σχέση έχει η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων με τη διακυβέρνηση της

πόλης, δηλαδή με τη συνολική δομή του συστήματος λήψης των αποφάσεων της

διοίκησης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης της πόλης που φιλοξενεί τους αγώνες;

Κατά πόσο οι προϋπάρχουσες δομές διοίκησης/αυτοδιοίκησης της χώρας και

ειδικότερα της πόλης επηρεάζουν την ίδια τη δομή διοργάνωσης των Ολυμπιακών

Αγώνων;

Με βάση τα ιστορικά δεδομένα των τελευταίων τριάντα ετών (Μόναχο 1972 μέχρι το

Σίδνεϊ 2000), υπάρχει σαφής σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο

παραμέτρους. Ειδικότερα, το ζήτημα της διακυβέρνησης μάς παραπέμπει στην

τριπλή σχέση: α) Κεντρικού – Τοπικού, β) Δημόσιου – Ιδιωτικού, και γ) Κράτους

– Κοινωνίας. Τα θέματα αυτά θα τα εξετάσουμε σχετικά με τους Ολυμπιακούς

Αγώνες της Αθήνας 2004. Στο άρθρο αυτό θα επικεντρωθούμε μόνο στην πρώτη

σχέση, Κεντρικού – Τοπικού.

Το υπάρχον σύστημα διακυβέρνησης στη μητροπολιτική περιφέρεια της Αθήνας

χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκεντρωτισμού (Κεντρικό Κράτος) και χαμηλό

βαθμό ουσιαστικής αποκέντρωσης αρμοδιοτήτων και πόρων (ΟΤΑ). Παράλληλα,

υπάρχει αποσπασματικότητα και έλλειψη συμπληρωματικότητας και συνοχής στην

άσκηση των αστικών πολιτικών και χαμηλός βαθμός ανάπτυξης θεσμών συμμετοχής

και εκπροσώπησης της κοινωνίας των πολιτών στις διαδικασίες λήψης των

αποφάσεων.

Ειδικότερα, ο ρόλος του Κεντρικού Κράτους (υπουργεία, Οργανισμοί, ΔΕΚΟ, κ.ά.)

εξακολουθεί να παραμένει καθοριστικός σε σχέση με τις δομές της Τοπικής

Αυτοδιοίκησης (α’ και β’ βαθμού) παρά τις διαδικασίες σχετικής αποκέντρωσης

αρμοδιοτήτων προς τους ΟΤΑ την τελευταία 20ετία. Ως προς την Τοπική

Αυτοδιοίκηση, ο μητροπολιτικός χώρος της Αττικής χαρακτηρίζεται από την

παράλληλη και συχνά ασυντόνιστη λειτουργία των 90 και πλέον πρωτοβάθμιων ΟΤΑ

(Δήμοι και Κοινότητες), των 4 Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, και μίας

«υπερνομαρχίας» (Αθηνών, Πειραιώς), με ξεπερασμένα χωροταξικά/διοικητικά όρια

ευθύνης, ενώ οι διαδημοτικές συμπράξεις (Ενώσεις, Αναπτυξιακές Εταιρείες,

Σύνδεσμοι κ.ά.) αδυνατούν να παρέμβουν σε σημαντικά αναπτυξιακά προβλήματα

(π.χ. χωροθέτηση χώρων υγειονομικής ταφής απορριμμάτων, αναπτυξιακά

προγράμματα και έργα). Όλα τα σημαντικά έργα υποδομής της πόλης,

προγραμματίζονται, αποφασίζονται και υλοποιούνται από φορείς του κεντρικού

κράτους, με την Τοπική Αυτοδιοίκηση απούσα ή σπανίως να συμμετέχει σε αυτά.

Στο πλαίσιο αυτού του συγκεντρωτισμού, ο οποίος τείνει να ενταθεί στη νέα

περίοδο του Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης το διοικητικό – οργανωτικό σχήμα

που προκρίθηκε τελικά για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, είναι επίσης

ιεραρχικό και συγκεντρωτικό. Η ιεραρχική και συγκεντρωτική δομή του συνολικού

οργανωτικού σχήματος αποκρυσταλλώνεται στα εξής:

1. Πρόεδρος, 5μελής Εκτελεστική Επιτροπή, 15μελής Οργανωτική Επιτροπή

του Αθήνα 2004, που εξαρτώνται από τον Πρωθυπουργό και την Κυβερνητική

Επιτροπή.

2. Πρωθυπουργός, Κυβερνητική Επιτροπή, Συντονιστική Επιτροπή Γενικών

Γραμματέων, Κεντρικά Υπουργεία (ως φορείς υλοποίησης έργων), Δημόσιοι φορείς

υλοποίησης βασικών έργων π.χ. ΟΕΚ: Ολυμπιακό Χωριό, ΟΔΙΕ, ΕΔΥΕ κ.ά.

Στη δομή αυτή διαπιστώνουμε παντελή απουσία αποκεντρωμένων και ανεξάρτητων

δομών (π.χ. αρχική ιδέα Ανεξάρτητης Εταιρείας Ολυμπιακών Έργων) και

περιορισμένη συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (α’ και β’ βαθμού). Αντίθετα,

σε άλλες διοργανώσεις, η Τοπική Αυτοδιοίκηση και ειδικά ο Δήμος της

φιλοξενούσας πόλης συμμετείχε ενεργά τόσο στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων

όσο και στις ίδιες τις νέες δομές που συγκροτήθηκαν για την κατασκευή των

βασικών έργων υποδομών και των Ολυμπιακών έργων.

Αναφέρουμε χαρακτηριστικά στην περίπτωση της Βαρκελώνης, τη δημιουργία της

εταιρείας Holding Olympic S.S. (HOLSA), από τον Δήμο της Βαρκελώνης και το

ισπανικό κράτος που πραγματοποίησε συνολικά επενδύσεις σε υποδομές (π.χ.

Ολυμπιακός περιφερειακός δρόμος, 78 νέα χλμ) ύψους 275.000 εκατ. πεσετών.

Στην ελληνική περίπτωση, η ευκαιρία αυτή δεν αξιοποιήθηκε καθόλου. Το

συγκεντρωτικό μοντέλο που προκρίθηκε, στηριζόμενο αποκλειστικά στις δομές του

κεντρικού κράτους, διευρύνει τον συγκεντρωτισμό και το χάσμα Κεντρικού –

Τοπικού. Επομένως, χάνεται άλλη μια ευκαιρία για νέες αποτελεσματικότερες

μορφές αστικής διακυβέρνησης με αναβαθμισμένο τον ρόλο της άμεσα εκλεγμένης

Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία θα παραμείνει ανίσχυρος θεατής των

τεκταινόμενων.

Ο Παναγιώτης Γετίμης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.