<
|
|
Η τρομοκρατία που απασχολεί σήμερα τις κατά τόπους ευρωπαϊκές αρχές, έχει να
κάνει με τα μέσα που μετέρχονται τα εθνικιστικά κινήματα, των Βάσκων (στην
Ισπανία) των Βορειο-Ιρλανδών (στο Ηνωμένο Βασίλειο) και των Κορσικανών (στη
Γαλλία).
Οι Γερμανοί κατόρθωσαν να απαλλαγούν από τις «αντιεξουσιαστικές» τρομοκρατικές
οργανώσεις τύπου 17 Νοέμβρη όπως η ομάδα Μπάαντερ Μάινχοφ και Φράξια Ερυθρός
Στρατός, καθώς και οι Ιταλοί από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, οι οποίες δρούσαν
κυρίως κατά τη δεκαετία του ’70.
ΙΣΠΑΝΙΑ
Οι Βάσκοι της ΕΤΑ
<
|
| Στην Ιταλία. Ένα λουλούδι στο σημείο όπου δολοφονήθηκε ο Μάσιμο ντ’ Άντονα, σύμβουλος του υπουργού Εργασίας. Στην ένθετη φωτογραφία ο Άλντο Μόρο, του οποίου η δολοφονία το 1978 συνετάραξε τη γειτονική χώρα
|
Την εποχή της ακμής τους, στη δεκαετία του 1970, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες
αποτελούνταν από 400 έως 500 μέλη «πλήρους απασχόλησης», άλλα 1.000 μέλη τα
οποία βοηθούσαν περιοδικά και λίγες χιλιάδες υποστηρικτές που παρείχαν
κεφάλαια και καταφύγια. Το 1984 διασπάστηκαν όμως σε δύο παρατάξεις: το
Μαχητικό Κομμουνιστικό Κόμμα (BR-PCC) και την Ένωση Μαχητικών Κομμουνιστών
(BR-UCC). Οι διενέξεις στους κόλπους των Ερυθρών Ταξιαρχιών και η σκληρή
καταστολή οδήγησαν τελικά στην κατάρρευση της οργάνωσης. Η συνδυασμένη δράση
των ιταλικών και των γαλλικών αστυνομικών αρχών οδήγησε το 1989 στη σύλληψη
πολλών μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών και, καθώς οι πόροι και οι οπαδοί
περιορίστηκαν, η οργάνωση είναι έκτοτε λίγο πολύ αδρανής. Ωστόσο το 1999 οι
Ερυθρές Ταξιαρχίες επέστρεψαν με τη δολοφονία στη Ρώμη του Μάσιμο ντ’ Άντονα,
συμβούλου του υπουργείου Εργασίας. Από το 1992, οι αρχές εκτιμούν ότι στις
Ερυθρές Ταξιαρχίες έχουν πιθανόν απομείνει λιγότερα από 50 μέλη και άγνωστος
αριθμός υποστηρικτών.
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Αρχή από τη RAF
|
|
Η γερμανική νομοθεσία για την τρομοκρατία χρονολογείται από τη δεκαετία του
’70 και είναι αποτέλεσμα της διπλής τραυματικής εμπειρίας της Ομοσπονδιακής
Δημοκρατίας της Γερμανίας με το φαινόμενο αυτό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του
Μονάχου το 1972 και στη συνέχεια με τη δράση της οργάνωσης RAF που κορυφώθηκε
στη διάρκεια του φθινοπώρου του 1977.
Έξι μήνες μετά την τραγωδία του Μονάχου ιδρύθηκε το 1973 η ειδική
αντιτρομοκρατική ομάδα GSG-9. Η μονάδα είναι μάχιμη και έχει δύναμη 250
ανδρών. Τα ονόματα των μελών της είναι άκρως απόρρητα. Η σημαντικότερη
επιτυχία της GSG-9 ήταν η επιχείρηση στο Μογκαντίσου, τον Οκτώβριο του 1977. Η
μονάδα απελευθέρωσε ύστερα από εντολή του καγκελαρίου Χέλμουτ Σμιτ 91 ομήρους,
επιβάτες της πτήσης LH 181 στην οποία είχε γίνει αεροπειρατεία, με το αίτημα
την απελευθέρωση 11 μελών της RAF. Με το ίδιο αίτημα η RAF είχε απαγάγει τον
πρόεδρο των Γερμανών βιομηχάνων Χανς-Μάρτιν Σλάγιερ.
Ξεκινώντας στις αρχές της δεκαετίας του 70, η τρομοκρατική δράση της RAF
προκάλεσε αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις της νομοθεσίας. Ο σημαντικότερος
νεωτερισμός ήταν ο «αντιτρομοκρατικός νόμος» της 18ης Αυγούστου 1976, που
κατέστησε τη σύσταση τρομοκρατικών ομάδων ποινικό αδίκημα, με ανακριτική
ευθύνη του γενικού ομοσπονδιακού εισαγγελέα και εκδίκαση σε δευτεροβάθμια
δικαστήρια. Στη διάρκεια της απαγωγής του Σλάγιερ ψηφίστηκε ο νόμος που
απαγόρευε στα φυλακισμένα μέλη της RAF την επικοινωνία μεταξύ τους και με τον
έξω κόσμο. Από το 1974 υπήρξαν εκτεταμένες νομοθετικές παρεμβάσεις με σκοπό να
περιοριστούν τα δικαιώματα της υπεράσπισης, ενώ το 1978 ψηφίστηκαν ειδικές
διατάξεις για να επιταχυνθεί η διαδικασία.

