Ο Κρίστο Βαζέχα μονομαχεί με τον Χρήστο Κωστένογλου στο ντέρμπι ΠΑΟ – ΑΕΚ

(1-1) την περασμένη Κυριακή

Σε μία εποχή που το ποδόσφαιρο μας δυσφημείται κατά τον χειρότερο τρόπο με

έκτροπα σαν και αυτά της περασμένης Τετάρτης στο ντέρμπι του Κυπέλλου μεταξύ

της ΑΕΚ και του Ολυμπιακού στην έρημο της απαισιοδοξίας υπάρχουν ακόμη κάποιες

οάσεις.

Στο 78′ λεπτό του ντέρμπι ΑΕΚ – Παναθηναϊκού το χειροκρότημα ακούστηκε και από

τις «κίτρινες» και από τις «πράσινες» κερκίδες. Σε καμία άλλη στιγμή του

παιχνιδιού, στο «Νίκος Γκούμας», οι αντίπαλοι οπαδοί δεν βρήκαν την ευκαιρία

να εκφράσουν τη συμπάθειά τους για το ίδιο πρόσωπο. Και ο Κριστόφ Βαζέχα,

εγκαταλείποντας τον αγωνιστικό χώρο, φανερά συγκινημένος σήκωσε το χέρι για να

ευχαριστήσει γι’ αυτήν την υπερσυλλογική «ψήφο εμπιστοσύνης».

Το παράδειγμα του Πολωνού με τα χρυσά πόδια και τη χρυσή καρδιά είναι το πιο

πρόσφατο ­ αλλά όχι και το μοναδικό ­ αντεπιχείρημα στην άποψη ότι οι

σημερινοί φίλαθλοι βλέπουν ποδόσφαιρο μέσα από τα «χρωματιστά» (πράσινα,

κόκκινα, κίτρινα, μαύρα ή μπλε) γυαλιά τους. Ένα ακόμη σημάδι ­ κόντρα στα

σημεία των καιρών ­ ότι η λατρεία για μία ομάδα δεν απαγορεύει την αναγνώριση

του ταλέντου και του ήθους ενός αθλητή που ιδρώνει για άλλη φανέλα.

Έχει ξαναζήσει την ευτυχία της καθολικής αναγνώρισης ο Βαζέχα και σε άλλα

γήπεδα, αλλά δεν είναι ο μοναδικός που έχει εισπράξει αυτό το ύψιστο πριμ. Μία

τέτοια δικαίωση απονέμεται σπάνια ­ είναι η αλήθεια ­ και το κρίσιμο ερώτημα

που μένει να απαντηθεί είναι ποια χαρακτηριστικά ενός αθλητή υποχρεώνουν τους

αντίπαλους οπαδούς, ακόμη και τους πιο φανατικούς, σε μία τέτοια «υπέρβαση».

Ίσως η απάντηση προκύψει αν εντοπίσουμε κάποιους από εκείνους που κέρδισαν

το… Όσκαρ της πανελλήνιας εκτίμησης, σε ένα άθλημα τόσο δηλητηριασμένο από

τα συλλογικά πάθη.

Ο Γιώργος Κούδας, αν και υπήρξε «σημαία» στο ένα στρατόπεδο, δεν…

τραυματίστηκε από τον ποδοσφαιρικό πόλεμο «βόρειων» και «νότιων». Τα γήπεδα

του Λεκανοπεδίου γέμιζαν από θαυμαστές του «Μεγαλέξανδρου», όταν κατέβαινε

στην Αθήνα με τον ΠΑΟΚ εκείνης της εποχής. Η παράσταση του χαρισματικού

ποδοσφαιριστή δεν συγκινούσε μόνο τους ΠΑΟΚτζήδες. Το fair play ήταν ακόμη δύο

άγνωστες λέξεις, αλλά ο Κούδας έδειχνε, με τη συμπεριφορά και τα λόγια του,

ότι σέβεται αντίπαλους και θεατές. Αυτός ο σεβασμός δεν άργησε να γίνει

αμοιβαίος…

Ο Κρίστο Βαζέχα με τη διάκριση που του απονεμήθηκε από την Ομοσπονδία

Στατιστικής για το ποδόσφαιρο

Για τον Βασίλη Χατζηπαναγή, τα πράγματα ήταν ακόμη πιο εύκολα, επειδή ο

ομογενής από την τότε Σοβιετική Ένωση έπαιζε σε μία μικρότερη ομάδα ­ και γι’

αυτό «συμπαθέστερη». Όλη η Ελλάδα διψούσε να απολαύσει από κοντά τον

«Νουρέγιεφ» της μπάλας. Ποτέ άλλοτε ο Ηρακλής δεν συγκέντρωσε τόσους θεατές

και μάλιστα σε εκτός έδρας αγώνες του. Ποτέ άλλοτε φίλαθλοι στην Ελλάδα δεν

χειροκρότησαν τόσο θερμά παίκτη αντίπαλης ομάδας. Ακόμη και στη Θεσσαλονίκη

που η αντιπαλότητα του Ηρακλή με τον ΠΑΟΚ και τον Άρη ξεπερνούσε τα όρια, ο

θαυμασμός για τις «αέρινες» ντρίμπλες του Χατζηπαναγή ήταν καθολικός. Όπως και

στην περίπτωση του Κούδα, ο Βασίλης έδινε την εντύπωση ότι δεν παίζει για την

ομάδα του, αλλά για το ίδιο το ποδόσφαιρο…

Ο Μίμης Παπαϊωάννου δεν έβγαλε ποτέ τη φανέλα της ΑΕΚ, από τότε που

εγκατέλειψε τη Βέροια για να πραγματοποιήσει τα ποδοσφαιρικά του όνειρα.

Έγινε, όμως, ο Μίμης όλων των Ελλήνων. Δεν ήταν μόνο το μαγικό αριστερό του

πόδι, ούτε το άλμα του που… αμφισβητούσε τον νόμο της βαρύτητας. Ο

Παπαϊωάννου πίκρανε πολλούς αντιπάλους με τα γκολ που πέτυχε, αλλά ­ τι

παράξενο ­ τους έκανε ταυτόχρονα να νιώθουν τυχεροί που ήταν εκεί και τα

απολάμβαναν! Ο «Βλάχος» ­ έτσι τον έλεγαν ­ ήταν ευγενικός ακόμη και με τους

αντιπάλους του οι οποίοι κατέφευγαν σε αθέμιτους τρόπους για να τον

σταματήσουν. Και αυτή η ηρεμία του μέσα στο γήπεδο φώτιζε ακόμη περισσότερο το

ταλέντο του.

Την εκτίμηση και τη συμπάθεια όλων των φιλάθλων κέρδισαν και οι σπουδαιότεροι

από τους ξένους ποδοσφαιριστές οι οποίοι πέρασαν από τα ελληνικά γήπεδα,

δείγμα ότι ο κόσμος ξέρει να ξεχωρίζει και να εκτιμά την ποιότητα, πολύ

περισσότερο, μάλιστα, όταν αυτή σπανίζει. Ο Βερόν, κυνηγός του Παναθηναϊκού

στη δεκαετία του ’70, ήταν πραγματική όαση στο ελληνικό ποδόσφαιρο εκείνης της

εποχής και οι οπαδοί σχεδόν όλων των ομάδων δεν έχαναν ευκαιρία να του

εκφράσουν τον θαυμασμό τους. Το ίδιο συνέβη αργότερα με άλλους αλλοδαπούς

ποδοσφαιριστές που ξεχώρισαν «σαν τη μύγα στο γάλα», όπως ο Μπάγιεβιτς, ο

Ζάετς ή ο Σαβέβσκι. Ακόμη και στη φοβερή Τούμπα χειροκροτήθηκε, από τους

γηπεδούχους, γκολ του Ντούσαν Μπάγιεβιτς εις βάρος του ΠΑΟΚ, αν και ο Ντούσαν

­ σε αντίθεση με τους παίκτες που προαναφέρθηκαν ­ δεν κατάφερνε πάντοτε να

συγκρατεί τα νεύρα του μέσα στο γήπεδο…

Γενικά, το προνόμιο της καθολικής αποδοχής από τους φιλάθλους φαίνεται να το

απολαμβάνουν κυρίως οι μεσοεπιθετικοί ποδοσφαιριστές και όχι τόσο οι

ανασταλτικοί, που και οι ενέργειές τους μέσα στο γήπεδο δεν είναι τόσο

θεαματικές, αλλά και αναγκάζονται συχνά να καταφεύγουν σε αντιαθλητικό

παιχνίδι, προκειμένου να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους. Ο Θωμάς Μαύρος και ο

Δημήτρης Σαραβάκος, αν και υπήρξαν… «κίνδυνος-θάνατος» για τους αντιπάλους

των ομάδων τους, χειροκροτήθηκαν πέρα από συλλογικές προτιμήσεις προσφέροντας

στους φιλάθλους την πεμπτουσία του ποδοσφαίρου, το γκολ. Ίσως και επειδή ποτέ

δεν το πανηγύρισαν με τρόπο που θα προκαλούσε οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα

εκτός από θαυμασμό…

Υπήρξαν δεκάδες άλλοι παίκτες με ταλέντο και ήθος, οι οποίοι πέρασαν ή και

αγωνίζονται ακόμη στα ελληνικά γήπεδα, που δεν αναφέρθηκαν σε αυτές τις

γραμμές. Κάποιοι από αυτούς άδικα στερήθηκαν τη μεγάλη χαρά της δικαίωσης από

τον αντίπαλο οπαδό, στις περισσότερες περιπτώσεις επειδή παρεξηγήθηκε από τους

φιλάθλους το πάθος για την ομάδα τους, ο υπερβάλλων ζήλος τους για τη νίκη.

Άλλοι, πάλι, δεν κατάφεραν να πείσουν για τον χαρακτήρα τους ούτε τους φίλους

της δικής τους ομάδας. Γι’ αυτούς το αγνό χειροκρότημα ενός ολόκληρου γηπέδου

θα μείνει ανικανοποίητη φιλοδοξία.