Φαίνεται ότι το κέντρο της Αθήνας έχει πλέον πήξει από εστιατόρια, τα ενοίκια

έχουν ακριβύνει πολύ, οι πελάτες έχουν βαρεθεί τους παρκαδόρους και το συνεχές

πρόβλημα για το πού να παρκάρουν το όχημά τους. Τα προάστια αρχίζουν να ζουν

και αυτά την αναγέννηση της εστίασης και πρώτο στη σειρά (βάζω στοίχημα) θα

είναι το Χαλάνδρι και οι γύρω περιοχές. Λογικό είναι. Η περιοχή έχει εύκολη

πρόσβαση για όλους τους βορειοπροαστιότες καλοφαγάδες.

Έτσι, αποφασίσαμε να επισκεφθούμε μία από τις πιο πρόσφατες αφίξεις, το «Ου

Γαρ Οίδασι», ένα συμπαθητικό μαγαζί με πρωτότυπο «concept». Το όνομα

λογοπαίζει με το αντικείμενο του εστιατορίου αυτού. Σερβίρει δύο ειδών φαγητά:

γαρίδες και αστακό, συν ορισμένες σαλάτες και επιδόρπια.

Στεγάζεται σε μια μονοκατοικία, την οποία έχουν λούσει στο άσπρο. Ο χώρος

είναι πολύ λιτός με ελάχιστη διακόσμηση. Ακόμα και οι καρέκλες είναι

καλυμμένες με άσπρο ύφασμα. Δεν υπάρχει μία κυρίως σάλα, αλλά τρεις-τέσσερις

μικρές και έτσι η ιδέα των ιδιοκτητών να ανοίξουν τον μπροστινό τοίχο και να

τοποθετήσουν ένα μεγάλο παράθυρο ήταν καλή. Δίνει αέρα στον χώρο.

Το μενού είναι μικρό και όσα δοκιμάσαμε ήταν νόστιμα. Οι δύο σαλάτες, η μία

κλασική με ρόκα-παρμεζάνα ήταν μια χαρά με έντονη γεύση από το ξύδι μπαλσάμικο

και η άλλη, η «ευλογία», όπως την ονομάζουν, ένα πλούσιο και γευστικό μείγμα

από σικορέ, σέλινο, σπανάκι και άλλα σερβιρισμένο πάνω σε φύλλα από ραντίτσιο,

ήταν πολύ ελαφριά και δροσιστική.

Το υπόλοιπο μενού λειτουργεί κάπως περίεργα. Τα πιάτα με γαρίδες, όπως και οι

δύο αστακομακαρονάδες, δεν έχουν τιμές. Τα θαλασσινά πωλούνται με το κιλό:

17.000 δρχ. και για τις μεν και για τις δε. Ο σερβιτόρος σού εξηγεί ότι

τέσσερις γαρίδες ζυγίζουν περίπου 600 γρ. και προτείνει αναλόγως με το μέγεθος

της παρέας. Είναι πολύ και άσκοπα πολύπλοκο και δεν ωφελεί κανένα σκοπό παρά

να μπερδεύει τον πελάτη.

Δέκα πιάτα περιλαμβάνουν τη «γαριδομαγεία». Δοκιμάσαμε την «κόλαση», ένα

νόστιμο πικάντικο μείγμα με σάλτσα από τζίντζερ, κύμινο, πορτοκάλι, γκραν

μαρνιέ, πιπεριές καυτερές και σουσάμι. Η φωτιά της Κόλασης ήταν εύκολη στο να

τη δεχτούμε. Το παιχνιδιάρικο στοιχείο στις περιγραφές, όπως και στο ίδιο το

όνομα, δεν λείπει. Μπορώ να πω κιόλας ότι ολίγον το παρακάνουν (καλό θα ήταν

να είχαν τσεκάρει και την ορθογραφία ορισμένων κλασικών ονομάτων ­ π.χ.

«Cambernet» αντί για «Cabernet» και «Grem Brulee» αντί για το σωστό «creme

brulee»! Μας άρεσαν, όμως, οι «τσι-γαρίδες», με κόλιανδρο, σκόρδο, καυτερή

πιπεριά και λευκό κρασί, όπως επίσης και οι «καρί-δες» ­ το μαντέψατε! –

γαρίδες με σάλτσα κάρι. Πήραμε την κόκκινη αστακομακαρονάδα, μία τεραστία

μερίδα, μια γαβάθα ολόκληρη (!) από σπαγγέτι και έναν μεγάλο αστακό χαραγμένο

στη μέση. Η σάλτσα ήταν ελαφριά και νόστιμη, η συνταγή μία κλασική νησιώτικη.

Το συμπαθητικό αυτό μαγαζί σίγουρα καλύπτει ένα κενό στην ευρύτερη περιοχή για

εστιατόρια, τα οποία δεν είναι ούτε τόσο της μόδας ώστε να συχνάζει

αποκλειστικά και μόνο η νεολαία του Ψυχικού ούτε τόσο ακριβά που να συχνάζουν

μόνο οι επιχειρηματίες γονείς τους, αλλά και ούτε λαϊκή ταβέρνα! Τα τελευταία

χρόνια είδαμε την αναβάθμιση της ταβέρνας στη μεταμοντέρνα της μορφή. Τώρα θα

δούμε τον εξευγενισμό του γαριδάδικου!

«Ου Γαρ Οίδασι» Κων. Παλαιολόγου 15, Χαλάνδρι Τηλ. 6821.730