Οι Αμερικανοί επενδυτές ανησυχούν για τον κίνδυνο σημαντικής πτώσης των τιμών

των μετοχών στο αμερικανικό χρηματιστήριο. Ωστόσο, τον Δεκέμβριο πήραν μια

δόση ανακούφισης καθώς ο Άλαν Γκρίνσπαν, πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας των

Ηνωμένων Πολιτειών, σήμανε συναγερμό τονίζοντας ότι είναι έτοιμος να περικόψει

τα αμερικανικά επιτόκια για να βάλει και πάλι στον σωστό δρόμο την οικονομία

των Ηνωμένων Πολιτειών. Τελικά, αιφνιδίασε τους πάντες προχωρώντας σε μείωση

των επιτοκίων κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, την περασμένη Τετάρτη.

Προς το παρόν οι επενδυτές είναι ευτυχείς που το 2000 έφυγε. Όλοι οι βασικοί

δείκτες των αμερικανικών χρηματιστηρίων έκλεισαν τη χρονιά με αρνητικό

πρόσημο. Ο βιομηχανικός δείκτης Ντάου Τζόουνς στο Χρηματιστήριο της Νέας

Υόρκης έκλεισε τη χρονιά με αρνητική απόδοση 6,2% ενώ ο ευρύτερος δείκτης

Στάνταρντς εντ Πουρς 500 σημείωσε πτώση 10,1%. Στο Χρηματιστήριο Νάσντακ ­

περιλαμβάνει κυρίως μετοχές του τεχνολογικού κλάδου ­ ο ομώνυμος δείκτης

σημείωσε απώλειες 39,3%.

Οι αναλυτές σημειώνουν ότι η πορεία των αμερικανικών αγορών θα εξαρτηθεί σε

μεγάλο βαθμό από την πορεία της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών η οποία

βρίσκεται σε φάση επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξής της. Στην περίπτωση που ο

Άλαν Γκρίνσπαν δεν καταφέρει να οδηγήσει την αμερικανική οικονομία σε ομαλή

προσγείωση, η Γουώλ Στρητ θα δοκιμαστεί κατά τη διάρκεια του 2001.

Οι χρηματιστηριακές αγορές εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών πραγματοποίησαν το

2000 ως σύνολο τη χειρότερη απόδοση των τελευταίων δέκα χρόνων. Ωστόσο, οι

περισσότεροι αναλυτές και επικεφαλής διεθνών επενδυτικών οίκων είναι

αισιόδοξοι για τη φετινή πορεία τους. «Προβλέπουμε ότι φέτος οι διεθνείς

αγορές θα πραγματοποιήσουν μεγαλύτερες αποδόσεις σε σχέση με αυτές των

Ηνωμένων Πολιτειών», λέει ο κ. Ντέιβιντ Αντονέλι, διευθυντής μεγάλου

αμερικανικού επενδυτικού οίκου που δραστηριοποιείται διεθνώς. Ο κ. Αντονέλι

σημειώνει ότι οι αποτιμήσεις των μετοχών στην Ευρώπη, στη Βρετανία και στην

Ιαπωνία είναι χαμηλότερες σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και η κερδοφορία

των επιχειρήσεων αναμένεται να είναι τουλάχιστον ίδια με αυτή των αμερικανικών

επιχειρήσεων. Οι ξένες εταιρείες, προσθέτει, προχωρούν σε αναδιαρθρώσεις

μείωσης του κόστους τους και ακολουθούν την τάση συγκέντρωσης που χαρακτήρισε

τις αμερικανικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Με

αυτόν τον τρόπο θα ενισχύουν τόσο την ανταγωνιστικότητά τους όσο και την

κερδοφορία τους. Και στην Ευρώπη, το πληγωμένο ευρώ μπορεί τελικά να

ανακάμψει. Το 1999 έχασε 13,8% και πέρυσι διολίσθησε κατά επιπλέον 6,5% έναντι

του αμερικανικού δολαρίου.

Οι αναλυτές της διεθνούς αγοράς συναλλάγματος προβλέπουν ότι το ευρώ θα

πραγματοποιήσει ανοδική κούρσα φέτος. Ήδη το ψαλίδισμα των ρυθμών ανάπτυξης

της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών έχει δώσει μεγάλες ανάσες στο ευρώ.

Το κοινό νόμισμα έχει κερδίσει περίπου 14% έναντι του δολαρίου σε σχέση με τα

ιστορικά χαμηλά επίπεδα που βρέθηκε στα μέσα Οκτωβρίου.

Λόγοι ανησυχίας

Η πορεία των χρηματιστηρίων σε όλο τον κόσμο θα εξαρτηθεί, σε μεγάλο βαθμό,

από την πορεία που θα ακολουθήσουν το 2001 οι τιμές των μετοχών στη Γουώλ Στρητ

Η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της παγκόσμιας και της αμερικανικής

οικονομίας, τα προβλήματα στις αναδυόμενες χρηματιστηριακές αγορές, οι υψηλές

τιμές του πετρελαίου και η τάση των ξένων αγορών να ακολουθούν κατά πόδας τη

χρηματιστηριακή αγορά της Νέας Υόρκης αποτελούν λόγους ανησυχίας για τους

χρηματιστηριακούς επενδυτές σε όλο τον κόσμο. Θυμηθείτε ότι υπήρχαν πολλές

ελπίδες για ανάκαμψη του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος πέρυσι και πολλοί από

τους παράγοντες που αναμένεται να επηρεάσουν θετικά τις αγορές το 2001

αναφέρονταν και στις αρχές του 2000. Πάντως, οι Αμερικανοί δεν επιθυμούν την

επανάληψη του 2000, το οποίο επίσης ξεκίνησε με την ελπίδα ότι θα είναι μια

καλή χρονιά για τις επενδύσεις τους στο εξωτερικό. Ωστόσο, πέρυσι ήταν η πρώτη

φορά από 1992 που ο δείκτης απόδοσης των ξένων χρηματιστηρίων της Μόργκαν

Στάνλεϊ Κάπιταλ Ιντερνάσιοναλ σημείωσε πτώση. Πραγματοποίησε αρνητική απόδοση

16,3% σε δολαριακούς όρους, τη μεγαλύτερη πτώση από το -24,3% που είχε

σημειώσει το 1990. Τα πάντα φαίνεται να καθορίσει φέτος η πορεία της

αμερικανικής οικονομίας. Ακόμη και αν δεν σημειωθεί ύφεση ­ εξέλιξη η οποία

είναι πλέον περισσότερο απίθανη τώρα που η κεντρική τράπεζα των Ηνωμένων

Πολιτειών προχωρεί σε μειώσεις των επιτοκίων της ­ οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης

στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να μειώσουν την αμερικανική κατανάλωση στην

οποία υπολογίζουν πολλές ξένες οικονομίες προκειμένου να πουλήσουν τα προϊόντα

τους και να ενισχύσουν τους ρυθμούς ανάπτυξής τους.

Οι ρυθμοί ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας παρουσιάζουν, επίσης, τάσεις

επιβράδυνσης. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι πρόσφατα οι τιμές του πετρελαίου

σημείωσαν υποχώρηση, είναι πολύ πιθανό να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα. Πολλά

θα εξαρτηθούν και από την πορεία της τιμής του πετρελαίου η οποία έκλεισε τη

χρονιά στις Ηνωμένες Πολιτείες στα 26,80 δολάρια ανά βαρέλι, αρκετά κάτω από

το επίπεδο των 30 δολαρίων.

Αναδυόμενες αγορές

Οι αναδυόμενες αγορές αντιμετωπίζουν προβλήματα και η επιβράδυνση των ρυθμών

ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας δεν τις βοηθεί. Και υπάρχει ακόμη μια

προβληματική οικονομία, η Αργεντινή. Πρόσφατα εξασφάλισε πακέτο οικονομικής

βοήθειας ύψους 39,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο

αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και ένα

υπέρογκο διεθνές χρέος.