Μεγαλειότατε,

Είμαι μία ταπεινή Σας υπήκοος. Και Σας αποκαλώ έτσι γιατί εγώ αυτά τα «τέως»,

τα «πρώην», τα «έκπτωτος» και τα «Γλύξμπουργκ», δεν τα ξέρω. Δεν τα ξέρω και

δεν τα καταλαβαίνω. Όπως δεν καταλαβαίνω κι από δημοψηφίσματα. Ποιος ψήφισε;

Τι ψήφισε; Πώς βρεθήκατε μετανάστης εν μια νυκτί, μακριά στην ξενιτιά, στα

ξένα χέρια;

Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια, Μεγαλειότατε. Τριάντα τόσα χρόνια φτύσατε και

ιδρώτα στις φάμπρικες και στα ανθρακωρυχεία του Κλάριτζες. Με γυναίκα και

παιδιά. Πώς μεγαλώνεις πέντε βασιλόπουλα; Πόσες θυσίες; Πόσα μεροκάματα; Πώς

καταντήσατε από άναξ χειρώναξ;

Σας είδα και στην τηλεόραση, Μεγαλειότατε. Δεν το πήρε καλά το αυτί μου, αλλά

κάτι έγινε, λέει, με το παγωτό του παιδιού Σας. Τι συνέβη ακριβώς; Τι

μεσολάβησε; Μήπως δεν είχατε χρήματα να το αγοράσετε και μου το κρύβετε; Τόσα

χρόνια χωρίς παγωτό κι εγώ δεν έχω ενημερωθεί;

Να τους στείλω εγώ. Τι τους αρέσει; Τι τραβάει η ψυχή τους; Χωνάκι; Πύραυλο;

Κυπελλάκι; Ό,τι θέλουν. Εγώ! Να Σας βάλω καμιά διακοσαριά Σικάγκο στα

κοντέινερς, μη Σας πιάνει το παράπονο.

Και τα σπιτάκια Σας που δεν Σας τα δίνουν πίσω ­ πάλι εγώ. Μας πονέσατε;

Θέλετε να γυρίσετε πίσω στα πάτρια; Εγώ! Τιμή μου να Σας φιλοξενήσω. Βέβαια,

είστε και μπόλικοι, ζωή να ‘χετε. Επτά. Εσείς, βάλε γαμπρό και νύφη, αισίως

εννιά νοματαίοι. Δύο ο γιος μου κι εγώ ­ σύνολο έντεκα. Δεν πειράζει, όμως. Θα

σας δώσω Εσάς το διπλό κρεβάτι. Τα βασιλόπουλα κι εμείς βολευόμαστε

στρωματσάδα στον διάδρομο. Έχω και κάτι ράντσα πρόχειρα ­ όλοι οι καλοί

χωράνε. Αυτό μπορώ, αυτό κάνω. Άλλο τρόπο να Σας συνδράμω, δεν έχω.

Τουλάχιστον, όμως, πήγε η καρδιά μου στον τόπο της όταν έμαθα τα ευχάριστα.

Τελικώς, τα 615 δισ. δεν είναι 615 δισ.

Σε ό,τι έχω ιερό, Μεγαλειότατε, Σας το ορκίζομαι. Έφαγα το σπίτι ολόκληρο. 615

δισ. δεν βρήκα πουθενά. Κι όμως, εμένα κάπου τα είχε πάρει το μάτι μου. Κάπου

τα πέταξα πρόχειρα και τώρα μου διαφεύγει. Έριξα μια ματιά και στο αυτοκίνητο

­ τίποτα. Έψαξα στις τσέπες του μπουφάν μου. Βρήκα μόνο 200 δισ. και κάτι

κατοστάρικα. Καμιά 100 δισ. πάνω από το ψυγείο ­ ξέρετε, εκεί που βάζουμε τα

ψιλά για το περίπτερο ­ πάλι δεν φτάνουν. Τα 615 δεν τα βρίσκω. Δεν θυμάμαι

πού τα παράχωσα. Μήπως τα ‘δωσα στο παιδί για να παίξει;

Και με καταλαβαίνετε, Μεγαλειότατε. Δεν είναι το ποσόν. Το ασήμαντο, το αστείο

ποσόν. Είναι η συναισθηματική αξία. Αυτή με κάνει κουρέλι. Τώρα, ευτυχώς, που

ξεκαθαρίσατε ότι τα χρήματα είναι πολύ λιγότερα, μην ανησυχείτε. Σας στέλνω

εγώ ένα έμβασμα επειγόντως. Αύριο μεθαύριο, το αργότερο, θα το ‘χετε στα χέρια

Σας. Είδατε; Πάει κι αυτό! Καλή καρδιά να υπάρχει κι όλα τακτοποιούνται.

Και υπάρχει καλή καρδιά, Μεγαλειότατε. Καλή και μεγάλη. Τεράστια ­ σαν τη

βασιλική περιουσία. Εδώ εμείς προικίσαμε τη Σοφία μας, τότε με τον Χουάν

Κάρλος… Εσάς θα αφήσουμε έτσι; Γιατί εγώ μικρό παιδί ήμουνα, αλλά Σας

θυμάμαι. Όλους Σας θυμάμαι. Και τον πατέρα Σας. Και τη μανούλα Σας. Που έβαζε

το καπέλο, σαν ανάποδο κεφτέ και δεν άφηνε άπορο κορασίδα για κορασίδα.

Χτισμένη στο χρυσαφικό. Χτισμένη από τα μπετά, μιλάμε. Έρχονταν και

στραφτάλιζαν τα μπριγιάν μέσα στη συνοικία το όνειρο. Βούταγε τα σατινένια της

γοβάκια στις λάσπες της απόλυτης ένδειας, στα απόνερα των ζοφερών δεκαετιών

και στεκόταν δίπλα σε κάθε ταπεινό και καταφρονεμένο που διέθετε τα ορθά

πολιτικά φρονήματα.

Και τον γάμο Σας τον θυμάμαι, το παιδάκι. Και την κηδεία του πατέρα Σας. Τότε,

Μεγαλειότατε, ο δικός μου πατέρας ήταν υφυπουργός Παιδείας. Και ήρθε η

εγκύκλιος στο σπίτι. Τι θα φοράνε, λέει, στην νεκρώσιμο ακολουθία, οι κυρίες

υπουργών. Μαύρο φόρεμα. Μαύρες κάλτσες. Μαύρα χειρόκτια («gloves»,

Μεγαλειότατε). Και μαύρες πλερέζες.

Ναι, όσο απίστευτο και αν φαίνεται ­ μαύρες πλερέζες! Που κι αυτές τις

περιέγραφε επακριβώς η εγκύκλιος. Τόσο πυκνό το ύφασμα, τόσο το μήκος, τόσο το

φάρδος. Ένα θέαμα απερίγραπτο. Μπροστά η σορός, πίσω η Μεγαλειοτάτη. Η οποία

δεν φορούσε το πλερεζικό το μαύρο το κατάμαυρο. Ένα ελαφρότατο βουάλ,

διαφανέστατο, που άφηνε να φαίνονται από μέσα τα τεράστια μαργαριτάρια στα

αυτιά της. Κι από πίσω οι κυρίες των υπουργών. Καμιά σαρανταριά χήρες, πολύ

πιο βαρυπενθούσες από τη χήρα. Σαν το χαρέμι του Παύλου, μια κατάσταση.

Κι ύστερα μας φύγατε. Κι ανέκαθεν αναρωτιόμουνα. Εγώ πέντε μέρες πήγα Λονδίνο

και ξετινάχτηκα. Εσείς; Πάνω από τριάντα χρόνια, πώς τη βγάζατε οικονομικώς

στην Αγγλία;

Ειδικά το παγωτό, με τσάκισε. Διότι η λίρα πήγε, πες, γύρω στις εξακόσιες

δραχμές. Βάλε πέντε λίρες το παγωτό (γιατί όλα είναι και φωτιά εκεί χάμω).

5Χ600=3.000. Πολλαπλασίασε το τριχίλιαρο επί πέντε παιδιά, αμέσως – αμέσως

3Χ5=15. Δεκαπέντε χιλιάρικα. Κι η Αλέξια, ψωμωμένο παιδί, δεν θα ζητούσε και

δύο στην καθισιά της; Πάει, τις πιάσαμε τις 18.000.

Έχετε δίκιο, Μεγαλειότατε. Σας αδίκησαν. Όμως, μην ανησυχείτε. Όλοι είμαστε

στο πλευρό Σας. Όλοι εμείς που δεν θυμόμαστε πού βάλαμε τα δισ. μας.

Πλημμυροπαθείς. Σεισμοπαθείς. Αγρότες. Συνταξιούχοι του ΙΚΑ. Κι εγώ. Εγώ η

ταπεινή Σας υπήκοος!

Όρκο παίρνουμε βαρύ. Από δω και μπρος, κανένα μέλος της βασιλικής οικογένειας

δεν πρόκειται να στερηθεί το παγωτό χωνάκι!

ΥΓ: Μόνο, αν Σας είναι εύκολο, μου βάζετε στο φαξ τις γεύσεις της προτιμήσεώς Σας;