Η ιστορία διδάσκει πως η διπλωματία των μεγάλων δυνάμεων δεν είναι ούτε

«συντηρητική» ούτε «προοδευτική» αλλά πάντοτε ηγεμονική. Το ζήτημα που

τίθεται, επομένως, εάν και όταν υπάρξει αλλαγή κυβέρνησης στις ΗΠΑ, είναι η

αναζήτηση αποχρώσεων εναλλακτικών ηγεμονικών συμπεριφορών μεταξύ των

«φιλελεύθερων οικουμενιστών» («Δημοκρατικών») και των «φιλελεύθερων ρεαλιστών»

(«Ρεπουμπλικανών»).

Η διάκριση απαιτεί γνώση των διαμορφωτικών παραγόντων της αμερικανικής

πολιτικής φιλοσοφίας διεθνών σχέσεων κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων

αιώνων. Το θέμα, ασφαλώς, είναι ανεξάντλητο. Στην ελληνική βιβλιογραφία θα

μπορούσα να αναφέρω το πολύ ενημερωτικό βιβλίο του πανεπιστημιακού

Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου που κυκλοφόρησε μόλις προχθές με τίτλο «Η

Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, Ιδεολογικά Ρεύματα»

(εκδ. Ποιότητα 2000), καθώς και το δικό μου σύγγραμμα (1994) «Αμερικανική

Εξωτερική Πολιτική, από την ιδεαλιστική αθωότητα στο Πεπρωμένο του Έθνους».

Εναλλαγές των δύο μεγάλων κομμάτων στην Ουάσιγκτον σηματοδοτούν, συνήθως,

αλλαγή στρατηγικής ως προς τρία κρίσιμα ζητήματα: «Διεθνείς επεμβάσεις»,

σχέσεις με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις και σχέσεις με τα μικρότερα περιφερειακά

κράτη. Αν και αναμφίβολα οι εκάστοτε πολιτικοί ηγέτες των ΗΠΑ επικαλύπτουν

αμφότερα τα προαναφερθέντα ιδεολογικά ρεύματα, οι σύγχρονοι Ρεπουμπλικανοί

αντλούν περισσότερο από τον ιδιόμορφο αμερικανικό ρεαλισμό (Χάμιλτον, Τζάκσον,

Ρούσβελτ, Κίσιντζερ) και οι «Δημοκρατικοί» περισσότερο από τον φιλελεύθερο

«ιδεαλισμό» (Τζέφερσον, Ουίλσον).

Όπως συχνά επισημαίνεται ακόμη και από πολλούς Αμερικανούς, ίσως να μην

υπάρχει πιο παραπλανητικός όρος στην ιστορία των ιδεών από τον «πολιτικό

ιδεαλισμό». Τους δύο τελευταίους αιώνες, η «ιδεαλιστική» ρητορική, συνδυασμένη

με την αγγλοσαξονική επικράτηση στο δυτικό ημισφαίριο, αποτέλεσε μανδύα

φασιστικών-σοβινιστικών ιδεολογημάτων, επεκτατισμού και κάθε άλλου είδους

ηγεμονικών συμπεριφορών: Εδαφική επέκταση ­ η μεγαλύτερη ενός κράτους, στην

ιστορία της ανθρωπότητας ­ τον 19ο αι., εθνοκαθάρσεις των αυτοχθόνων κατοίκων

στη Βόρεια Αμερική, κατάληψη των Φιλιππίνων, φασιστικά καθεστώτα στη Λατινική

Αμερική και ηγεμονικές επεμβάσεις που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Στη

βιβλιογραφία της αμερικανικής διπλωματικής ιστορίας, αυτές οι τάσεις

εκφράζονται με τον όρο «πεπρωμένο του έθνους», δηλαδή, το

φασιστικό-σοβινιστικό ιδεολόγημα πως «ο θεός της φύσης, η θεία πρόνοια και η

λογική, έταξε τους Αγγλοσάξονες να επιβάλουν τη δική τους ηθική και πολιτικό

καθεστώς στον υπόλοιπο κόσμο». Τονίζω πως αυτός ο «διεθνιστικός-σοβινιστικός

ηγεμονισμός», για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Hans Morgenthau, είναι κατά το

πλείστον προνόμιο, αν και όχι αποκλειστικά, των Αμερικανών «οικουμενιστών

φιλελευθέρων», των οποίων η ύστερη εκδοχή είναι το δίδυμο Κλίντον-Γκορ.

Ο «Μπους-νεώτερος» αποτελεί την ύστερη εκδοχή της άλλης τάσης, δηλαδή των

«φιλελεύθερων πολιτικών ρεαλιστών», των οποίων η πολιτική φιλοσοφία ανατρέχει

στους Χάμιλτον – Ρούσβελτ – Κίσιντζερ. Οι διεθνείς επεμβάσεις ­ οι οποίες στη

βάση των νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων των διεθνιστών – οικουμενιστών

αποσκοπούν στη δημιουργία μιας διεθνούς «κοινωνίας» καθ’ εικόνα και καθ’

ομοίωση των αγγλοσαξονικών ιδεολογικών και καθεστωτικών προτύπων ­

υποβαθμίζονται και θεωρούνται αφελείς ή ανόητες. Στη βάση «εθνικών» και

«θουκυδίδειων» θεωρήσεων, οι Ρεπουμπλικανοί εκτιμούν πως η ειρήνη και η

σταθερότητα αλλά και η εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων είναι

συνάρτηση μερικών άλλων, κριτηρίων και παραγόντων κλασικού χαρακτήρα,

πρωτίστως της κατανομής ισχύος και συμφερόντων στον διεθνή χώρο. Στη βάση

αυτή, η σταθερότητα ­ στον βωμό της οποίας υποβαθμίζεται η διακρατική

«δικαιοσύνη» και αναβαθμίζεται η διακρατική «τάξη» ­ είναι συνάρτηση τόσο

ισορροπίας δυνάμεων όσο και «συνεννοήσεων» μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.

Επιδιώκονται, επίσης, συμμαχίες με ισχυρά περιφερειακά κράτη (δόγμα Νίξον).

Τι σημαίνουν αυτά για τα μικρότερα κράτη στις περιφέρειες; Πρώτον,

ψευδαισθήσεις για «νέα» «δημοκρατική» «διεθνή τάξη» όπου θα πρυτανεύουν τα

«ανθρώπινα δικαιώματα» δεν είναι μόνο αφελείς αλλά και επικίνδυνες για την

ασφάλειά τους. Δεύτερον, επιβίωση, ασφάλεια και σχέσεις με τις ΗΠΑ συναρτώνται

με την περιφερειακή στρατιωτική-διπλωματική ισχύ ενός μικρότερου κράτους.

Τρίτον, ισχυρά περιφερειακά κράτη όπως η Ελλάδα, εάν είναι απαλλαγμένα από

σύνδρομα εξάρτησης-υποτέλειας, έχουν πολλές δυνατότητες ανάπτυξης ισόρροπων

και προνομιακών σχέσεων με τις ΗΠΑ. Κάτι τέτοιο, ασφαλώς, απαιτεί καλή γνώση

της στρατηγικής των μεγάλων δυνάμεων και απουσία ευσεβών πόθων πως όταν ένα

κράτος αντιμετωπίζει αναθεωρητικές απειλές υπάρχουν εύκολες και ανέξοδες

λύσεις.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Έδρα Jean Monnet

για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση. Διδάσκει Αμερικανική Διπλωματία και

Στρατηγική στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.