Από ένα μαγαζί, που πουλάει είδη δώρων, αγόρασα μια μικρή υδρόγειο σφαίρα,

φτιαγμένη από χρωματιστές πέτρες λάπις. Την είδα στη βιτρίνα, πάνω σ’ έναν

πάγκο, φορτωμένο με ωραία αντικείμενα.

Την πήρα αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη. Μια μικρογραφία της Γης, διακοσμητική.

Μόλις την έφερα σπίτι, την έβγαλα από το κουτί, έσκισα το πλαστικό περιτύλιγμα

με τις προστατευτικές φουσκάλες και την ακούμπησα πάνω σε μια ανθοστήλη, στο

κέντρο του δωματίου.

Έκανα τις δουλειές που χρειαζόταν και, πριν πάω να ξαπλώσω, κάθησα απέναντί

της και την κοίταξα.

Ήταν γερμένη στον άξονά της, όμορφη, αισθητή. Σαν μορφή.

Το φως που έπεφτε πάνω της, γυάλιζε την πέτρινη, μπλε θάλασσα.

Πλησίασα και έψαξα για την Ελλάδα.

Πιέζοντας τη σφαίρα με το δάκτυλο στο μέρος του Αιγαίου, την στριφογύρισα. Κι

έτσι καθώς γύριζε, το μπλε μπλεκόταν με το πράσινο, το κίτρινο, το κόκκινο και

η μία χώρα έπεφτε πάνω στην άλλη, σαν τη σκέψη στη μνήμη.

Ο κόσμος είναι εδώ, σκέφτηκα. Για λίγα δευτερόλεπτα τον φαντάστηκα ήσυχο,

χωρίς πόνους και αινίγματα και μυστικά, έτοιμο να πει την ιστορία του.

­ Μια φορά κι έναν καιρό…

Τώρα σταμάτησε να γυρίζει. Και μου φάνηκε σαν τον Σκεπτόμενο του Ροντέν, με το

κεφάλι ακουμπισμένο στην παλάμη και τον αγκώνα λυγισμένο. Μια μορφή

ακουμπισμένη στον άξονά της, με μια ρέμβη μέσα από τις σκιές της. Τι

σκέφτεται; Τι θέλει να πει; Α, και να μπορούσα να μάθω…