Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε την ευκαιρία να δούμε τις δύο Ελλάδες τόσο κοντά τη μία

με την άλλη και μάλιστα σε όλο τους μεγαλείο τους, τόσο η μία όσο και η άλλη:

Η Ελλάδα του Σίδνεϊ και η Ελλάδα των παράκτιων περιοχών της Πάρου.

Η Ελλάδα της προκοπής και της προόδου από τη μια, και η Ελλάδα της μιζέριας

και της αδιαφορίας, από την άλλη. Η Ελλάδα που θέλει να πάει μπροστά και κείνη

που κοιτάει να βολευτεί.

Εκείνη που ανησυχεί και αγωνιά για το μέλλον κι εκείνη που κοιτάει να τα

κονομήσει και δεκάρα δεν δίνει για τα παραπέρα.

Οι δύο Ελλάδες που πάντα υπήρχαν, μα τώρα, το ξαναλέω, τις είδαμε σε όλο τους

το μεγαλείο, τόσο κοντά τη μια με την άλλη. Έτσι, την ώρα που ο ανώνυμος ώς

τότε Κώστας Κεντέρης, το παιδί της αστραπής, τραβούσε την Ελλάδα δυναμικά προς

τα εμπρός, εκείνη την ίδια ώρα οι άλλοι, οι ασυνείδητοι της άλλης Ελλάδας, την

καταβαράθρωναν.

Τη στιγμή που ο Πύρρος Δήμας κι ο Κάχι Καχιασβίλι με τα στιβαρά τους χέρια και

τα σφιχτοδεμένα τους κορμιά σήκωναν την Ελλάδα μεσούρανα και η ελληνική σημαία

ανέμιζε στην πιο ψηλή κορυφή του κατάμεστου σταδίου, την ώρα που εκατομμύρια

μάτια βούρκωναν από υπερηφάνεια και συγκίνηση, εκείνη την ίδια ώρα οι άλλοι,

αυτοί οι ασυνείδητοι της άλλης Ελλάδας, βύθιζαν την Ελλάδα στις ακτές της

Πάρου, παρασύροντας στο θάνατο ογδόντα ζωές και αφήνοντας πίσω τους

εκατοντάδες Έλληνες να θαλασσοπνίγονται εγκαταλελειμμένοι μέσα στη νύχτα.

Εκατοντάδες Έλληνες να ζουν στο εξής με τις τραυματικές εμπειρίες εκείνης της

εφιαλτικής νύχτας. Και δάκρυσαν ξανά τα μάτια. Με δάκρυα πόνου και οργής αυτή

τη φορά.

Και τότε οργίζεσαι και κραυγάζεις: Μα πώς γίνεται; Πώς μπορεί ο Δημοσθένης

Ταμπάκος να πειθαρχεί το κορμί του στη λεπτομέρεια της κίνησης, στην ακρίβεια

του δευτερολέπτου και οι άλλοι, οι ασυνείδητοι της άλλης Ελλάδας, να μη θέλουν

να υποτάξουν τη συμπεριφορά τους στους στοιχειώδεις κανόνες της υπηρεσίας από

την οποία ζουν; Και οργίζεσαι και κραυγάζεις: Μα πώς γίνεται το δεκαπεντάχρονο

κορίτσι του ανσάμπλ να ξεσπάσει σε δάκρυα επειδή ατύχησε και σε κίνηση

δευτερολέπτου τού ‘φυγε η κορύνα, και οι άλλοι, αυτοί οι ασυνείδητοι της άλλης

Ελλάδας, οι παχύδερμοι και χοντροκομμένοι να μη νοιάζονται για τίποτε, αυτοί

καρφί να μην τους καίγεται και όταν ακόμη κρατούν στα χέρια τους χιλιάδες

ανθρώπινες ζωές;

Πώς γίνεται από αυτά τα δεκαπεντάχρονα κορίτσια να ακούς, ΜΑΣ έφυγε η κορύνα,

όχι έφυγε η κορύνα από τη Μαρία ή την Ασπασία, όπως είναι φυσικό να συμβεί,

αλλά ΜΑΣ έφυγε η κορύνα.

Να αναλαμβάνουν όλες την ευθύνη τους, συλλογικά, και οι άλλοι, αυτοί οι

ασυνείδητοι της άλλης Ελλάδας, να ενοχοποιούν ο ένας τον άλλο και να έχει

εξαφανισθεί κάθε αίσθημα ευθύνης από τους πάντες; Έτσι όπως οι αρουραίοι που

τρέχουν πρώτοι να σωθούν μόλις αντιληφθούν ότι βουλιάζει το καράβι.

Και να διερωτάσαι και να κραυγάζεις: Μα είναι Έλληνες αυτοί; Ανήκουν στην

Ελλάδα του 2000; Ναι, δυστυχώς είναι. Και μάλιστα αναγκάζεσαι να το

ομολογήσεις, ακόμη και ως πρωθυπουργός μέσα στην ίδια τη Βουλή. Και καλά

κάνεις. Γιατί να τους συγκαλύψεις; Εξάλλου και να θες δεν μπορείς.

Γιατί αυτοί δεν είναι ένας και δύο. Είναι πολλοί. Κι αν αποφύγεις να το

παραδεχτείς σήμερα, θα αναγκαστείς να το πράξεις αύριο. Γι’ αυτό η Ελλάδα της

προκοπής, αυτή που κοιτάει μπροστά και οραματίζεται το μέλλον, ένα πράγμα

μονάχα μπορεί να κάνει:

Όχι απλώς να ομολογεί την ύπαρξή τους, αλλά να σηκώνει κάθε στιγμή το χέρι και

να τους δείχνει. Όλους εκείνους τους ασυνείδητους της άλλης Ελλάδας, επώνυμους

και ανώνυμους, μικρούς και μεγάλους. Κι αν δεν το πράξει, κάνει λάθος.

Γιατί, έτσι εξακολουθεί να αφήνει χώρο στα παιδιά του βολέματος, στους

εξυπνάκηδες της πιάτσας, σ’ αυτούς τους ασυνείδητους της άλλης Ελλάδας, που

τους αφήνει με τον τρόπο αυτό ανενόχλητους να συνεχίζουν να ειρωνεύονται και

να χλευάζουν τον καθένα που κάνει σωστά τη δουλειά του, μόνο και μόνο επειδή

κάνει σωστά τη δουλειά του.

Και αναγκάζουν την άλλη Ελλάδα, την Ελλάδα της προκοπής και της σύνεσης, να

παραμένει βυθισμένη στη σιωπή και καταδικασμένη στη συρρίκνωση. Κι αυτό δεν

μπορεί να συνεχιστεί περισσότερο. Δεν πάει άλλο.

Ο Γιάννης Πυργιωτάκης είναι καθηγητής Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης