Το άρθρο 24 για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, τον

χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, με ειδικότερες αναφορές στην προστασία

των δασών, των μνημείων και των παραδοσιακών περιοχών και στοιχείων, θεωρήθηκε

και είναι μία από τις πιο μεγάλες καινοτομίες του Συντάγματος του 1975. Με το

άρθρο 24 προστέθηκε στην ελληνική συνταγματική τάξη μία νέα διάσταση· αυτή του

οικολογικού συντάγματος. Άλλωστε, η κατάρτιση και η θέση σε ισχύ του

μεταπολιτευτικού καταστατικού χάρτη της χώρας συνέπεσε με την ωρίμανση της

συζήτησης για την ανάγκη ενός ολοκληρωμένου νομικού συστήματος προστασίας του

περιβάλλοντος σε διεθνές, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, άρα με διατάξεις

αφενός μεν διεθνών συμβάσεων, αφετέρου δε των εθνικών συνταγμάτων.

Το άρθρο 24 του Συντάγματος έγινε έτσι μία από τις πιο δημοφιλείς στη θεωρία

και τη νομολογία διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος. Αποτελεί τη βάση αφενός

μεν πολλών και συχνά ριζοσπαστικών θεωρητικών προσεγγίσεων, αφετέρου δε ενός

πρωτοφανούς δικαστικού ακτιβισμού, δηλαδή ενός πολύ εντατικού δικαστικού

ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων ­ ιδίως από το Ε’ τμήμα του Συμβουλίου

της Επικρατείας.

Η προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων (με τον συνδυασμό των άρθρων 24

παρ. 1 και 117 παρ. 3 και 4), η κατανομή των πολεοδομικών αρμοδιοτήτων μεταξύ

κρατικών και περιφερειακών οργάνων του κράτους αλλά και μεταξύ κρατικών

οργάνων και οργάνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η χρονικά απεριόριστη προστασία

των μνημείων και των παραδοσιακών περιοχών και στοιχείων (άρθρο 24 παρ. 6), το

«πολεοδομικό κεκτημένο» και οι δυνατότητες νομοθετικής μεταβολής των επιμέρους

ρυθμίσεων του ΓΟΚ υπήρξαν μερικά από τα βασικά πεδία αυτής της νομολογιακής,

κυρίως, δραστηριότητας.

Το συνολικό αποτέλεσμα είναι αναμφισβήτητα θετικό. Χωρίς το άρθρο 24 και χωρίς

την ευαισθησία και την επαγρύπνηση της νομολογίας, ιδίως του ΣτΕ, είναι βέβαιο

ότι δεν θα είχε επιτευχθεί μία αρκετά αποτελεσματική προστασία του συνολικού

περιβαλλοντικού ισοζυγίου τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια. Αυτό, όμως,

συνέπεσε με μία συνολική μεταβολή των περιβαλλοντικών αντιλήψεων, με την

ένταξη της Ελλάδας στις (τότε) Ευρωπαϊκές Κοινότητες, με τη μετάβαση από μία

βιομηχανική σε μία μεταβιομηχανική αντίληψη για το αναπτυξιακό μοντέλο, με

άλλες προτεραιότητες και ισορροπίες, με τη συνεχή και ταχύρρυθμη επεξεργασία

ιδεών και προτάσεων που συνθέτουν το λεγόμενο soft law, το οποίο «παράγεται»

σε πάμπολες διεθνείς διασκέψεις και συναντήσεις.

Η νομολογία για το άρθρο 24

Η πίεση της νομολογίας οφειλόταν εν πολλοίς στον εμπειρικό και αποσπασματικό

τρόπο με τον οποίο ήθελε (και εν μέρει εξακολουθεί να θέλει) να αντιμετωπίσει

τα ζητήματα ο κοινός νομοθέτης, με κορυφαίο παράδειγμα την κατά καιρούς

προσπάθεια για νομιμοποίηση της αυθαίρετης δόμησης. Από την άλλη όμως μεριά η

επαγρύπνηση του δικαστή, προκειμένου μέσα από τον ακυρωτικό έλεγχο των

διοικητικών πράξεων και τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων

να προστατεύει το περιβάλλον, μετατράπηκε σιγά – σιγά σε μία έμμεση, αλλά σαφή

και σε πολλές περιπτώσεις απροκάλυπτη, υποκατάσταση της δικαιοσύνης στις

αρμοδιότητες του νομοθέτη, αλλά και στα καθήκοντα της επιστημονικής

προετοιμασίας και πρόγνωσης που πρέπει να βρίσκεται στο θεμέλιο της

νομοθετικής ρύθμισης.

Η επιβράβευση του συγκεκριμένου πρακτικού αποτελέσματος μιας δικαστικής

απόφασης δεν πρέπει να αγνοεί τις μεθοδολογικές επιλογές πάνω στις οποίες

βασίζεται η απόφαση ­ ιδίως όταν αυτή θέτει πολλά σοβαρά ζητήματα κατανομής

και οριοθέτησης των εκατέρωθεν θεσμικών ρόλων, δηλαδή σοβαρά προβλήματα

διάκρισης των εξουσιών και σεβασμού της δυνατότητας αλλά και της υποχρέωσης

του νομοθέτη (και της κανονιστικής διοίκησης) να προβαίνει σε σταθμίσεις,

προγνώσεις και ρυθμίσεις.

Ύστερα από όλη αυτή την εμπειρία και έχοντας υπόψη της ένα πλούσιο θεωρητικό

και νομολογιακό υλικό η παρούσα Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή καλείται να διασφαλίσει

αλλά και να ολοκληρώσει το συνταγματικό πλαίσιο της περιβαλλοντικής προστασίας

και επιπλέον να οριοθετήσει, αλλά και να προσανατολίσει ορθά τόσο τον κοινό

νομοθέτη όσο και τον δικαστή. Άλλωστε, τα σχετικά προβλήματα είναι διεθνή, ενώ

η οικολογική ευαισθησία δεν είναι, μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ίδιον ούτε μόνον

της χώρας μας ούτε μόνον της ελληνικής νομολογίας. Όλα, μάλιστα, αυτά

συντελούνται στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού κοινωνικού κράτους δικαίου, βασικός

θεσμός του οποίου είναι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

και ο ακυρωτικός έλεγχος της νομιμότητας (άρα και της συνταγματικότητας) των

διοικητικών πράξεων. Εξίσου όμως βασικός θεσμός είναι η δημοκρατική

νομιμοποίηση του νομοθέτη και η αρμοδιότητά του να προβαίνει σε προγνώσεις και

σταθμίσεις. Θεμελιώδης δε υποχρέωση του δημοκρατικού κράτους δικαίου είναι να

παρέχεται ασφάλεια δικαίου στον διοικούμενο που αδυνατεί να αντιληφθεί ότι ως

γραπτό και αυστηρό Σύνταγμα της χώρας μπορεί η νομολογία να εκλαμβάνει τις

θεωρητικές απόψεις των μελών των αρμόδιων δικαστικών σχηματισμών, οι οποίες

μάλιστα δεν συνάγονται ερμηνευτικά από την οικεία συνταγματική διάταξη, αλλά

προτάσσονται στη μείζονα σκέψη του δικανικού συλλογισμού ως οιονεί θεσπισμένος

συνταγματικός κανόνας. Θα ήταν, αν μη τι άλλο, παράδοξο για την ίδια τη

διάρθρωση της έννομης τάξης, οι θεωρητικές απόψεις ορισμένων (και πολύ

περισσότερο πρώην) μελών ανωτάτων δικαστηρίων να εκλαμβάνονται ως «παράρτημα»

του συνταγματικού κειμένου, δηλαδή ενός κειμένου κατ’ εξοχήν λιτού και

συστηματικού.

Κατά μείζονα λόγο δημιουργείται πρόβλημα όταν όλα αυτά μετατρέπονται σε έναν

περίεργο πολιτικο-ιδεολογικό λόγο για τον ρόλο και την υπεροχή του δικαστή.

Λόγο ο οποίος με δικανική επίφαση και χάριν ενός σκοπού που είναι κρίσιμος και

άκρως συμπαθής (όπως η προστασία του περιβάλλοντος και η διασφάλιση της

αειφορίας), υπονομεύει κατά βάση τα θεμέλια της δημοκρατικά και δικαιοκρατικά

οργανωμένης, άρα και θεσμικά «ισορροπημένης» έννομης τάξης. Και όλα αυτά με

δικονομικές μεθοδεύσεις που μπορεί να αγνοούν τη σχέση των τμημάτων του

Συμβουλίου της Επικρατείας με την Ολομέλεια του ίδιου δικαστηρίου ή τη

νομοθετική πρόβλεψη για την ύπαρξη μειζόνων σχηματισμών (π.χ. 7μελούς

σύνθεσης) στους οποίους πρέπει να εισάγονται οι σπουδαιότερες υποθέσεις και με

όχι πάντοτε δικαιολογημένες διαφοροποιήσεις ως προς την επιτάχυνση ή την

επιβράδυνση των ρυθμών προσδιορισμού και συζήτησης των υποθέσεων ή ολοκλήρωσης

των διασκέψεων και δημοσίευσης των αποφάσεων. Δεν είναι αδιάφορο για τον

αναθεωρητικό νομοθέτη το να υπάρχει κλιμάκωση της έντασης του δικαστικού

ακτιβισμού στα θέματα αυτά μεταξύ τμήματος και Ολομέλειας ή μεταξύ δύο

διαφορετικών τμημάτων του ίδιου ανωτάτου δικαστηρίου ή μεταξύ ενός ανωτάτου

δικαστηρίου και του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.

Είναι βλαπτικό για το ίδιο το κράτος δικαίου ο διοικούμενος να μη γνωρίζει

πότε είναι συνεπής και νομιμόφρων, επειδή η νομολογία αρκετό καιρό μετά τη

θέση σε ισχύ ενός νόμου μπορεί να διαφωνήσει με τις χωροταξικές ή πολεοδομικές

προγνώσεις του ως προς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Απαιτείται συνεπώς ο μεν

νομοθέτης να βασίζεται σε πλήρη επιστημονική τεκμηρίωση και να είναι πάντοτε

συστηματικός, ο δε δικαστής να είναι ακριβής στον ακυρωτικό έλεγχό του ως

έλεγχο των νομικών ορίων της διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη και της

διοίκησης. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο κατά την άσκηση του δικαστικού ελέγχου

της συνταγματικότητας των νόμων. Αυτά προσπαθεί να αντιμετωπίσει, να συνθέσει

και να διασφαλίσει η νέα νομοτεχνική κατάστρωση των παραγράφων 1 και 3 του

άρθρου 24 που αξιώνει καλύτερης ποιότητας περιβαλλοντική νομοθεσία, αλλά και

καλύτερης ποιότητας νομολογία χάριν των πολιτών και του περιβάλλοντος.

Δάση και δασικές εκτάσεις

Μια ειδικότερη όψη των ζητημάτων αυτών είναι η συνταγματική προστασία των

δασών και των δασικών εκτάσεων και ιδίως των δεύτερων που καλύπτουν το

μεγαλύτερο μέρος της χερσαίας επιφάνειας της χώρας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο

το γεγονός πως οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 117 δεν τελούν υπό αναθεώρηση.

Με τις διατάξεις αυτές, πρώτον, επιβάλλεται, η διατήρηση του δασικού χαρακτήρα

­ με υποχρεωτική αναδάσωση και απαγόρευση διάθεσης για άλλο προορισμό ­ των

δημοσίων ή ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων που καταστράφηκαν ή

καταστρέφονται από πυρκαγιές ή που αποψιλώθηκαν ή που αποψιλώνονται με άλλο

τρόπο. Και, δεύτερον, η αναγκαστική απαλλοτρίωση δασών ή δασικών εκτάσεων που

ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου επιτρέπεται

μόνον υπέρ του δημοσίου, ενώ διατηρείται πάντως αμετάβλητη η μορφή τους ως

δασική. Αυτές οι δύο συνταγματικές ρυθμίσεις (που κακώς στεγάζονται στο άρθρο

117) πρέπει, συνεπώς, να εναρμονισθούν με το άρθρο 24 παρ. 1 που τελεί υπό

αναθεώρηση.

Η νέα διατύπωση

Εν όψει όλων αυτών η νέα νομοτεχνική κατάστρωση της παρ. 1 του άρθρου 24 και η

νέα παρ. 3 που προστίθενται μετά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου (με αναρίθμηση

των υπολοίπων παραγράφων) περιέχουν τις ακόλουθες ρυθμίσεις:

Πρώτον, με τη νέα μορφή του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου

24 θεσπίζεται ρητά ως ατομικό δικαίωμα το δικαίωμα του καθενός στην προστασία

και την απόλαυση του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και των καλύτερων

δυνατών όρων διαβίωσης. Το ατομικό αυτό δικαίωμα ­ που συνάγεται ερμηνευτικά

αλλά τώρα κατοχυρώνεται με απόλυτη σαφήνεια ­ συνοδεύεται από την αντίστοιχη

υποχρέωση του κράτους να προστατεύει το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον και

να διαμορφώνει τους καλύτερους δυνατούς όρους διαβίωσης.

Δεύτερον, με τη νέα διατύπωση του τετάρτου εδαφίου της παρ. 1 του

άρθρου 24 ο νόμος επιβάλλεται να ορίσει «τα σχετικά με την έννοια και την

προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων». Η έννοια του δάσους (που είναι

προφανής) αλλά και της δασικής έκτασης δεν ορίζεται, βέβαια, ούτε στη σημερινή

διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 24, σύμφωνα με την οποία «νόμος ορίζει τα

σχετικά με την προστασία των δασών και γενικά των δασικών εκτάσεων». Ο

νομοθετικός ορισμός του δάσους και της δασικής έκτασης πρέπει να γίνει κατά

τους κανόνες της δασολογικής επιστήμης, οι δε σχετικές έννοιες τελούν υπό

δικαστικό έλεγχο, όπως προκύπτει και από τη σχετικά πρόσφατη απόφαση 27/1999

του ΑΕΔ που αίρει διαφωνία μεταξύ του ΣτΕ και του Αρείου Πάγου ως προς τον

ορισμό του δάσους κατά την ισχύουσα δασική νομοθεσία (ν. 998/79). Όπως όμως

προκύπτει και από τον ν. 998/79 και από την απόφαση 27/99 του ΑΕΔ, ενώ ο

ορισμός του δάσους είναι απλός και σαφής σύμφωνα με τα πορίσματα της επιστήμης

της δασικής οικολογίας (αλλά και την κοινή πείρα), δεν συμβαίνει το ίδιο με

τον νομικό ορισμό και την τυπολογία των δασικών εκτάσεων την οποία είχε την

καλοσύνη να μου αναλύσει σε ειδικό σημείωμά του ο πρύτανης των Ελλήνων

δασολόγων καθηγητής Σ. Ντάφης. Ο νομοθέτης οφείλει συνεπώς για λόγους

ασφάλειας δικαίου αλλά και ουσιαστικής προστασίας των δασών να ορίσει με όσο

γίνεται μεγαλύτερη σαφήνεια τις κατηγορίες των δασικών εκτάσεων που

αναγνωρίζει και αποδέχεται η δασολογική επιστήμη και να καθορίσει τους

αποτελεσματικούς και πρόσφορους τρόπους προστασίας τους χάριν του συνολικού

περιβαλλοντικού ισοζυγίου, της προστασίας των οικοσυστημάτων και της αειφορίας

γενικότερα.

Τρίτον, θεσπίζεται η ρητή συνταγματική υποχρέωση του νομοθέτη να

οργανώσει δασολόγιο για την πλήρη καταγραφή και την αποτελεσματική προστασία

των δασών και των δασικών εκτάσεων (νέο εδάφιο πέμπτο της παρ. 1 του άρθρου

24).

Τέταρτον, επιβάλλεται με τη νέα κατάστρωση του τελευταίου εδαφίου του

άρθρου 24 η απαγόρευση της μεταβολής του προορισμού όλων των (δημόσιων και

ιδιωτικών) δασών και δασικών εκτάσεων εκτός εάν προέχει για λόγους δημοσίου

συμφέροντος η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη χρήση τους στο πλαίσιο της παρ. 3

του ίδιου άρθρου. Κατά την ισχύουσα μορφή της διάταξης αυτής, η απαγόρευση

μεταβολής του προορισμού καταλαμβάνει μόνο τα δημόσια δάση και τις δημόσιες

δασικές εκτάσεις, ενώ η μεταβολή αυτή είναι δυνατή «αν προέχει για την εθνική

οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το

δημόσιο συμφέρον». Είναι συνεπώς προφανές ότι με τη νέα διατύπωση που

προτείνει με ευρύτατη πλειοψηφία η Επιτροπή Αναθεώρησης, η μεταβολή του

προορισμού δεν εξαρτάται από οικονομικά κριτήρια (δηλαδή από λόγους σχετικούς

με την εθνική οικονομία), αλλά από ευρύτερους και πιο ισορροπημένους λόγους

δημοσίου συμφέροντος στους οποίους περιλαμβάνεται π.χ. η εθνική άμυνα ή η

εκπαίδευση, ενώ κάθε τέτοια μεταβολή πρέπει να συνδέεται με το, γενικότερο

χωροταξικό σχεδιασμό (της παρ. 3) και να μην είναι αποσπασματική. Άρα η νέα

διατύπωση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 24 είναι συστηματικά

εναρμονισμένη και με τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 24 για τον χωροταξικό

σχεδιασμό, αλλά και με τις απαγορεύσεις του άρθρου 117 παρ. 3 και 4. Από την

οπτική, δε, αυτή γωνία μπορεί να είναι πιο συστηματικός και ο δικαστικός

έλεγχος της συνταγματικότητας των σχετικών νόμων ή διοικητικών πράξεων.

Πέμπτον, μετά την ισχύουσα παρ. 2 του άρθρου 24 που είχε θεωρηθεί

ιδιαίτερα καινοτομική και σύμφωνα με την οποία «η χωροταξική αναδιάρθρωση της

χώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και

των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον

έλεγχο του κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη

των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης»,

προστίθεται μία νέα παράγραφος 3. Η νέα αυτή παράγραφος συμπληρώνει το

κανονιστικό περιεχόμενο της παρ. 2 και προβλέπει ότι ο χωροταξικός και

πολεοδομικός σχεδιασμός και ο καθορισμός των χρήσεων γης γίνεται με νόμο (κάτι

που είναι αυτονόητο, καθώς πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει αν όχι με τυπικό

νόμο που παρέχει στη συνέχεια όλες τις αναγκαίες νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις

για την έκδοση κανονιστικών πράξεων της διοίκησης, δηλαδή ουσιαστικών νόμων)

και έχει επίσης ως σκοπό (πέρα δηλαδή των σκοπών που θέτει η παρ. 2) τη

διασφάλιση του δικαιώματος στην κατοικία για όλο τον πληθυσμό και τις

αναγκαίες υποδομές (ως ειδικότερο και εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο των καλών

όρων διαβίωσης), έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση να διατηρείται το συνολικό

περιβαλλοντικό ισοζύγιο (εισάγεται δηλαδή μία έννοια ιδιαίτερα κρίσιμη και

περιβαλλοντικά αλλά και νομολογιακά). Στο πλαίσιο αυτό η νέα παρ. 3 του άρθρου

24 επιτάσσει στον νομοθέτη (τυπικό και κανονιστικό) να λαμβάνει υπόψη του και

να σταθμίζει όλα τα δεδομένα (δηλαδή να προβαίνει σε συστηματικές και όχι

αποσπασματικές ρυθμίσεις και να κάνει όλη την αναγκαία επιστημονική

προεργασία). Επιτάσσει ακόμη στον νομοθέτη (τυπικό και κανονιστικό) οι

τεχνικές κρίσεις και αξιολογήσεις που κάνει να γίνονται κατά τους κανόνες της

(χωροταξικής και πολεοδομικής) επιστήμης.

Αυτό το τελευταίο είναι που προκαλεί την αντίδραση εκείνων που είχαν

διαμορφώσει ή είχαν άκριτα επαινέσει την τάση της νομολογίας να μην αρκείται

σε ακυρωτικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων ή σε δικαστικό έλεγχο της

συνταγματικότητας, αλλά να υποδύεται τον χωροτάκτη και τον πολεοδόμο που

επιβάλλει συγκεκριμένες χωροταξικές και πολεοδομικές αντιλήψεις ως

συνταγματικούς κανόνες, χωρίς ούτε να γνωρίζει ούτε να παρακολουθεί τη διεθνή

επιστημονική συζήτηση για τα θέματα αυτά και χωρίς φυσικά να έχει αυτή την

αρμοδιότητα. Το ότι οι σχετικές σταθμίσεις και αξιολογήσεις του νομοθέτη (και

της κανονιστικής διοίκησης) είναι τεχνικές και πρέπει να γίνονται κατά τους

κανόνες της επιστήμης σημαίνει ως προς τον δικαστικό έλεγχο ότι, όπως και σε

κάθε άλλη περίπτωση, ο έλεγχος αυτός είναι οριακός. Είναι έλεγχος

αντισυνταγματικότητας, δηλαδή έλεγχος τυχόν αντίθεσης προς το Σύνταγμα. Προς

τον σκοπό αυτό ο δικαστής εξετάζει εάν υπήρξε η αναγκαία επιστημονική

προετοιμασία του νομοθέτη και αν ακολουθήθηκε μια επιστημονικά αποδεκτή

μέθοδος. Ο δικαστής επιβάλλει έτσι μία συστηματική και καλής ποιότητας

νομοθεσία που προστατεύει το περιβάλλον, αλλά δεν υπαγορεύει εμμέσως ή και

ευθέως τις δικές του χωροταξικές και πολεοδομικές επιλογές και σταθμίσεις στον

νομοθέτη και την κανονιστική διοίκηση.

Η αναθεώρηση και ο δικαστής

Χαρακτηριστική ορισμένων δικαστικών αντιλήψεων γύρω από τα θέματα αυτά είναι η

«απειλή» που διατυπώθηκε προσφάτως ότι η αναθεώρηση του άρθρου 24 (κατά την

ίδια λογική γιατί όχι και οποιαδήποτε άλλη συνταγματική διάταξη) είναι άνευ

σημασίας, εφόσον ο δικαστής μπορεί να ελέγξει τη συνταγματικότητα της ίδιας

της αναθεώρησης με κριτήριο στην αρχή του κράτους δικαίου και άρα να προσδώσει

στο Σύνταγμα το κανονιστικό περιεχόμενο που αυτός θέλει και όχι αυτό που του

προσδίδει ο συντακτικός ή ο αναθεωρητικός νομοθέτης. Και ναι μεν η

αναθεωρητική λειτουργία είναι δευτερογενής και συντεταγμένη, είναι όμως

εξοπλισμένη με τη μεγαλύτερη δυνατή νομική ισχύ, δηλαδή με τη δύναμη αλλαγής

του τυπικού (γραπτού και αυστηρού) συντάγματος της χώρας. Ο έλεγχος συνεπώς

της συνταγματικότητάς της είναι απολύτως οριακός και λαμβάνει κατ’ ανάγκην

υπόψη το γεγονός ότι το κείμενο που ψηφίζεται από την αναθεωρητική Βουλή (όταν

μάλιστα ψηφίζεται με ευρύτατη αποδοχή), ψηφίζεται με τη σαφή πολιτική πρόθεση

να ισχύσει ως σύνταγμα της χώρας. Ο δικαστής όταν προβαίνει σε έλεγχο της

συνταγματικότητας της αναθεώρησης του Συντάγματος συναντάται με την κορυφαία

εκδήλωση της δημοκρατικής αρχής. Γι’ αυτό πρέπει να είναι ιδιαίτερα φειδωλός

και προσεκτικός και κυρίως να μην εμφανίζεται ως ο «κυρίαρχος» της ερμηνείας

και εφαρμογής του Συντάγματος, γιατί αυτό προκαλεί τη δημοκρατική και

δικαιοκρατική ευαισθησία της αναθεωρητικής Βουλής. Δεν είναι άλλωστε αδιάφορο

το γεγονός ότι στις περισσότερες από τις διατάξεις του κεφαλαίου των ατομικών

και κοινωνικών δικαιωμάτων ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέλει, χάριν του κράτους

δικαίου, να προστατεύσει τα ατομικά δικαιώματα έναντι των κινδύνων παραβίασής

τους από τον δικαστή και τη νομολογία (άρθρα 4 παρ. 6, 6 παρ. 4, 7 παρ. 3, 9

Α, 19, 25 παρ. 1).

Είναι συνεπώς αναγκαίο όσοι θέλουν ­ κι αυτό είναι χρήσιμο και ευπρόσδεκτο ­

να εκφράσουν την άποψή τους για την αναθεώρηση του άρθρου 24 να λάβουν υπόψη

τους την κατάστρωση των σχετικών διατάξεων στο σύνολό τους, καθώς και τη

μεγάλη συζήτηση που έγινε ήδη γι’ αυτές στην Επιτροπή Αναθεώρησης. Συζήτηση

που θα ολοκληρωθεί στην Ολομέλεια της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι βουλευτής Θεσσαλονίκης και μέλος του Ε.Γ.

του ΠΑΣΟΚ – γενικός εισηγητής της αναθεώρησης του Συντάγματος – καθηγητής του

Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.