Παράξενο φθινόπωρο τούτο δω, σαν τελεία στο τέλος μιας παραγράφου ή ενός

κεφαλαίου που δεν κάνει την παραμικρή νύξη για το τι θα ακολουθήσει στην

επόμενη παράγραφο ή το επόμενο κεφάλαιο, είναι γι’ αυτό που η τελεία παίρνει

τεράστιες διαστάσεις, παύει να είναι ένα απλό σημείο στίξης, ξεπερνά τα όρια

της φύσης της, διογκώνεται, μια σκοτεινή σφαίρα που κοντεύει να γεμίσει το

χαρτί, να ξεχειλίσει, να πλημμυρίσει τα πάντα με τη μελανότητά της.

Ναι, παράξενο φθινόπωρο, σαν να έκλεισε κάτι που ξεκίνησε το ’89, τελεία έβαλε

κι η Γιουγκοσλαβία, κλείνει βιβλία και κάνει ισολογισμούς, κανείς δεν ξέρει

την επόμενη, την καινούργια σελίδα, θα ‘ναι συνέχεια της άλλης, της ταραγμένης

δεκαετίας των δύο πολέμων ή θα ‘ναι κάτι άλλο, αυτοί που αντέχουν ακόμη κάνουν

προβλέψεις κι εικασίες, οι άλλοι αναδρομές, κομμάτια κι αποσπάσματα και

στιγμές μιας κρυφής βαλκανικής ψυχής.

Παράξενο τέλος εποχής, ήρθε χωρίς τυμπανοκρουσίες σαν έτοιμο από καιρό, κοιτώ

διστακτικά πίσω μου, χωρίς να στρίβω ολόκληρο το κεφάλι ­ η ακινησία κι η

σιωπή πρέπει να προστατευθούν ­ βλέπω το δόσιμο που μετεβλήθη έτσι, χωρίς να

το καταλάβω, σε ξόδεμα κι ακούμπησε επικινδύνως τη φθορά, αυτή που λέγαμε ότι

δεν θα μας πλησιάσει ποτέ, γιατί, μα γιατί είμαστε ξεχωριστοί, η αλαζονεία

πληρώνεται ­ και πληρώνεται ακριβά, με κύματα βωβού πόνου που αναταράζουν τα

σωθικά, δεν πειράζει, κάλλιο αργά παρά ποτέ, αυτά έχουν οι οικειοθελείς

ανατροπές, κόστος όλο δικό σου.

Με την καταιγίδα να λυσσομανά απέξω προσπαθώ να μαζέψω ξανά τα υλικά που

ανεπαισθήτως σκόρπισα δεξιά κι αριστερά, να ξαναστήσω την αυθεντικότητα και τη

μοναχικότητα που κινδύνευσαν χωρίς να το θέλω, που δεν φρόντισα να προστατέψω

κι ας ήξερα πως χωρίς αυτές κινδυνεύω εγώ η ίδια. Κι εκεί, στην άκρη του

φορτωμένου γραφείου, βρήκα τη μάσκα του Μάγου, τη σήκωσα με προσοχή μη σπάσει.

Όπως το είχα φανταστεί, ήταν κενή.