Άνθρωποι καθημερινοί, άνθρωποι της διπλανής πόρτας φέρθηκαν ως ήρωες την

ώρα της τραγωδίας. Οι κάτοικοι της Πάρου και οι ψαράδες ήταν αυτοί που

συνέβαλαν καθοριστικά στη διάσωση των εκατοντάδων ναυαγών. Ένας από αυτούς

τους ανθρώπους που αψήφησαν κακοκαιρία και κίνδυνο για να προσφέρουν σ’

εκείνους που εκλιπαρούσαν για βοήθεια, ο Παναγιώτης Μαμάκος περιγράφει στα

«ΝΕΑ» τη συγκλονιστικότερη εμπειρία της ζωής του: Ο εκπαιδευμένος στις Ειδικές

Δυνάμεις άνδρας πλησίασε στις πιο απόκρημνες βραχώδεις ακτές της Πάρου, όπου

είχαν παρασυρθεί ναυαγοί. Λύγισε μόνον όταν αντίκρυσε ένα νεκρό παιδί κάτω από

ένα αδειανό σωσίβιο.

Τη δική του εικόνα από την τραγωδία καταθέτει και ο μηχανοδηγός του

μοιραίου πλοίου Δημήτρης Βαΐτσης. Προσπαθεί να αντικρούσει τις κατηγορίες εις

βάρος του πληρώματος που διατύπωσαν σχεδόν όλοι οι διασωθέντες. «Έδωσα σωσίβια

στον κόσμο», λέει. «Αν το πλήρωμα δεν βοήθησε, τότε πώς βρέθηκαν στη θάλασσα

τόσα λάιφ-κραφτ;».

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΜΑΚΟΣ (ψαράς)

Έσωσε όσους μπόρεσε από τα κοφτερά βράχια

Παναγιώτης Μαμάκος. Ανάμεσα στους κοφτερούς βράχους, στην αφρισμένη θάλασσα,

κινδύνεψε να σκοτωθεί για να σώσει τους ναυαγούς του «Εξπρές Σαμίνα»

«Όταν έφθασα στις Κορακιές ένιωσα φρίκη. Άκουγα γύρω στα 30 με 40 άτομα να

ζητούν βοήθεια. Τα τεράστια κύματα έσκαγαν στα βράχια και σηκώνονταν σε ύψος

10 μέτρων. Παρέσυραν τους ανθρώπους και τους πετούσαν με δύναμη πάνω στις

ξέρες. Σε μισή ώρα ο τόπος είχε γεμίσει πτώματα».

Σε αυτήν τη θαλάσσια περιοχή, λίγο έξω από την Παροικιά, βρέθηκε λίγο μετά την

πρόσκρουση του «Σαμίνα» ο 30χρονος Παναγιώτης Μαμάκος. «Είδα το καράβι τη

στιγμή που μπατάρισε. Κατάλαβα ότι θα υπάρξει τεράστιο πρόβλημα. Υπολόγισα ότι

ο καιρός θα έβγαζε τους ναυαγούς σ’ εκείνο το σημείο. Είναι από τα χειρότερα

του νησιού. Στο βάθος ενός γκρεμού 10 μέτρων υπάρχουν κοφτερά βράχια στα οποία

δεν μπορείς ούτε με παπούτσια να περπατήσεις».

Παρ’ όλα αυτά, ο 30χρονος Παναγιώτης δεν δίστασε. Τα ουρλιαχτά των ναυαγών τον

καλούσαν και αυτός χωρίς να μετρήσει τον κίνδυνο έβγαλε τα ρούχα του και

έτρεξε να τους βοηθήσει. Τα χέρια του και το σώμα του είχαν πληγωθεί. Τα

βράχια έκοβαν σαν μαχαίρι και κάθε λεπτό κινδύνευε να καρφωθεί σ’ αυτά. «Μαζί

μου είχα μόνο έναν φακό. Υπήρχε απόλυτο σκοτάδι. Σε μικρή απόσταση, μέσα στη

θάλασσα, άκουγα μια φωνή να καλεί σε βοήθεια. Ήταν κάποιος ξένος. Είχε

χτυπήσει στα πόδια του και δεν μπορούσε να κινηθεί. Λίγο πιο μακριά μια

γυναίκα είχε μπλεχτεί στο κορδονάκι του λάιφ-κραφτ, το οποίο είχε διαλυθεί

πάνω στις ξέρες. Ο αέρας λυσσομανούσε και τα αγριεμένα κύματα τη χτυπούσαν στα

βράχια. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Δεν μπορούσα να περιμένω. Έπεσα στη θάλασσα

χωρίς να βλέπω πού πέφτω, αν είχε πέτρες, αν ήταν βαθιά. Δεν μπορούσα να

σκεφθώ. Πρώτα έπιασα τον ξένο και τον βοήθησα να βγει από το νερό. Με δυσκολία

έφθασα κοντά στη γυναίκα. Τα μανιασμένα κύματα μας έπαιρναν και τους δύο και

μας έριχναν στους βράχους. Της μιλούσα και προσπαθούσα να της δώσω κουράγιο.

Ύστερα από δέκα λεπτά την έβγαλα έξω. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένα μεγάλο κύμα.

Προσπάθησα ν’ αντισταθώ κι ευτυχώς τα κατάφερα».

Ανάμεσα στους κοφτερούς βράχους, στην αφρισμένη θάλασσα, ο Παναγιώτης

κινδύνευσε να σκοτωθεί. Κανείς δεν του ζήτησε να βοηθήσει. Πήγε μόνος του να

σώσει τους συνανθρώπους του, ρισκάροντας τη δική του ζωή. Ακολούθησε μόνο τη

συνείδησή του που δεν τον άφηνε να επαναπαυθεί.

«Δεν βγήκε κανείς άλλος από τα βράχια. Μόνο ένα παλικάρι. Το σώμα του είχε

γεμίσει αίματα… Οι άνθρωποι έπεφταν σ’ αυτά και σκοτώνονταν. Έφυγα και πήγα

στην Πούντα. Κοιτούσα στην ακτή μήπως υπάρχουν ναυαγοί που χρειάζονται

βοήθεια. Κάποια στιγμή διέκρινα ένα σωσίβιο. Στο σκοτάδι δεν μπορούσα να δω

καθαρά. Πλησίασα και προσπάθησα να το σηκώσω. Τότε διαπίστωσα ότι το φορούσε

ένα παιδάκι 7 χρόνων. Ήταν νεκρό. Ε, τότε δεν άντεξα. Αισθάνθηκα ότι θα

λιποθυμούσα. Όλα γύρω μου άρχισαν να γυρίζουν…».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΪΤΣΗΣ (Β’ μηχανοδηγός)

Εμείς πετάξαμε τόσα λάιφ-κραφτ στη θάλασσα

Δημήτρης Βαΐτσης: «Με τον Α’ και Γ’ μηχανικό επιβιβάσαμε 55 επιβάτες σε μία

βάρκα. Πηγαίνοντας προς το λιμάνι μαζέψαμε άλλα 20-25 άτομα που κολυμπούσαν.

Γιατί λένε ότι κανείς δεν βοήθησε;»

Ο Β’ μηχανοδηγός Δημήτρης Βαΐτσης τη στιγμή της πρόσκρουσης είχε βάρδια στο

μηχανοστάσιο. Βρισκόταν 11 καταστρώματα κάτω, στα ύφαλα του πλοίου, μαζί με

τον Α’ και τον Γ’ μηχανικό. «Ο καιρός ήταν αγριεμένος. Είχε ένα οχτάρι γεμάτο.

Πλησιάζαμε στο λιμάνι της Πάρου όταν άκουσα τη φωνή του υποπλοιάρχου από τη

γέφυρα: «Μηχανή σε 20′». Φθάναμε στο νησί και απείχαμε περίπου 6 μίλια από τις

Πόρτες. Έφυγα από το μηχανοστάσιο και έλεγξα όλα τα μηχανικά μέρη του

βαποριού. Έπειτα γύρισα στο κοντρόλ. Εκεί βρίσκονταν ο Α’ και ο Γ’ μηχανικός.

«Τι έγινε Μήτσο; » με ρώτησε ο πρώτος. «Όλα καλά μάστορα», του απάντησα…

Περνάνε γύρω στα 5 λεπτά και τότε ακούγεται ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Βγαίνω

από το κοντρόλ να δω τι συνέβη. Οι μηχανές είχαν σβήσει και ξαφνικά μπροστά

μου εμφανίζεται ένας τεράστιος βράχος. Είχε σχίσει τις λαμαρίνες του βαποριού.

Από την ταχύτητα που είχε το πλοίο ­ 19 μίλια ­ ο βράχος συνεχίζει να σχίζει

τις λαμαρίνες. Αμέσως έγινε εισροή υδάτων. Η θάλασσα έμπαινε ορμητικά στα

έγκατα του πλοίου. Μπαίνω στο κοντρόλ και φωνάζω στον Α’ μηχανικό:

«Βουλιάζουμε». Σηκώνεται ο πρώτος και μας λέει: «Ακολουθήστε με». Μέχρι να

βγούμε από την πόρτα, τα νερά είχαν φθάσει έως τις μηχανές και μας κοπανούσαν.

Αλλάξαμε πορεία και κατευθυνθήκαμε προς το γκαράζ. Από δεξιά μας υπήρχαν όλα

τα συστήματα ασφαλείας του πλοίου που κλείνουν τις στεγανές πόρτες. Είχαν

σπάσει όλα. Όταν ανεβήκαμε στο κατάστρωμα το πλοίο είχε πάρει κλίση 45

μοιρών».

Ο Δημήτρης Βαΐτσης έχει ακούσει αυτές τις μέρες τις καταγγελίες των επιβατών.

Όλοι τα βάζουν με το πλήρωμα. «Ήταν ανύπαρκτο και δεν μας βοήθησαν», λένε.

«Όταν βρέθηκα στο self-service όπου τρώνε οι επιβάτες, άνοιξα μια ντουλάπα και

άρχισα να μοιράζω στον κόσμο σωσίβια. Αμέσως μετά έφυγα και πήγα στην αριστερή

πλευρά του καραβιού, στη νούμερο 2 βάρκα. Πέταξα ένα λάιφ-κραφτ στο νερό και

στη συνέχεια άρχισα να προετοιμάζω τη βάρκα ­ πρέπει να ξέρεις ότι σε

περίπτωση ναυαγίου το πλήρωμα μοιράζεται την ευθύνη των σωσίβιων λεμβών. Στη

συνέχεια ρίχνουμε την ανεμόσκαλα. Ήταν ο Α’ και ο Γ’ μηχανικός στη βάρκα με

ακόμη ένα άτομο. Επιβιβάζουμε 55 επιβάτες και αρχίζουμε να την κατεβάζουμε. Τα

κύματα τη χτυπούσαν στα πλευρικά του πλοίου, παρ’ όλα αυτά τα καταφέραμε.

Πηγαίνοντας προς το λιμάνι, μαζέψαμε άλλα 20-25 άτομα που είχαν πέσει στο νερό

και κολυμπούσαν. Ύστερα από 1 1/2 ώρα φθάσαμε στην προβλήτα και αφού

κινδυνέψαμε τρεις φορές να μπατάρουμε. Βγάλαμε τον κόσμο έξω και μετά πήγαμε

στο Κέντρο Υγείας. Τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε; Γιατί λένε ότι κανείς δεν

βοήθησε;».

Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι πριν εγκαταλείψει το πλοίο είδε τον καπετάνιο πάνω στη

γέφυρα να ρίχνει φωτοβολίδες και να κραυγάζει: «Το πλήρωμα στις βάρκες». Και

καταλήγει: «Αν δεν βοήθησε το πλήρωμα, πώς βρέθηκαν τόσα λάιφ-κραφτ στη

θάλασσα; Ποιος τα πέταξε, από τη στιγμή που οι επιβάτες δεν ξέρουν να τα

ανοίξουν;».

Όσο για την τραγωδία δεν μπορεί να καταλάβει πώς έγινε. «Το πλοίο είχε, μετά

τη μετασκευή του, τα τελειότερα μέσα ασφαλούς πλοήγησης, ενώ όλα τα μηχανικά

μέρη του δούλευαν ρολόι», λέει.

­ Και τότε τι συνέβη Δημήτρη, τον ρωτάμε.

«Δεν μπορώ να εξηγήσω. Μόνο ανθρώπινο λάθος μπορεί να προκάλεσε αυτό το κακό», απαντάει.