Διαβάζοντας κανείς τους ισολογισμούς και τα αποτελέσματα χρήσης των ελληνικών

εισηγμένων εταιρειών αντλεί σημαντική ικανοποίηση. Ιδιαίτερα φέτος, όπου οι

επιχειρήσεις δεν είχαν τη δυνατότητα να εγγράψουν κέρδη από χρηματοοικονομικά

έσοδα, αφού οι τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο σημείωσαν κάμψη.

Γενικά, η φετινή κερδοφορία των εισηγμένων δεν παρουσιάζει πτώση, ενώ σε

αρκετές περιπτώσεις σημειώνεται άνοδος. Και όλα αυτά, όταν ο Γενικός Δείκτης

από τις αρχές του έτους έχει πέσει κατά 35%, περίπου. Αυτό σημαίνει ότι η

κερδοφορία των εισηγμένων που προέρχεται από τη δραστηριότητά τους

(λειτουργικά έσοδα) αυξήθηκε σημαντικά φέτος σε σχέση με πέρυσι.

Σε αυτήν, άλλωστε, τη διαπίστωση καταλήγουν και διεθνείς επενδυτικοί οίκοι, οι

οποίοι σε αναλύσεις τους έχουν επισημάνει ότι οι προοπτικές ανάπτυξης και

κερδοφορίας των ελληνικών εταιρειών είναι μεγαλύτερες από εκείνες των

ευρωπαϊκών. Αυτό φαίνεται και από τον τζίρο των ελληνικών εταιρειών, ο οποίος

αυξάνεται κατά 3-3,5 φορές σε σύγκριση με το ονομαστικό ΑΕΠ της ελληνικής

οικονομίας. Ο αντίστοιχος ρυθμός αύξησης στην Ευρώπη κυμαίνεται μεταξύ 1 με

1,5 φορές.

Η θέση της Σοφοκλέους

Εάν συνδυαστούν τα στοιχεία αυτά με το γεγονός της μείωσης των επιτοκίων και

του πληθωρισμού, αλλά και της προοπτικής σημαντικής αποκλιμάκωσής τους μέχρι

το τέλος του έτους, θα περίμενε κανείς να δει τη Σοφοκλέους στην κορυφή του

πίνακα με τις μερισματικές αποδόσεις.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Salomon Smith Barney, το ελληνικό

Χρηματιστήριο κυμαίνεται περίπου στο μέσο των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων, όσον

αφορά στη μερισματική απόδοση. Και όλα αυτά, όταν είναι πρώτο σε απώλειες

(κεφαλαιακή απόδοση), δεύτερο σε ελκυστικότητα (με βάση το λόγο τιμής προς

κέρδη) και ένα από τα τελευταία σε μέγεθος (με βάση την κεφαλαιοποίηση).

Έτσι, με τα σημερινά επίπεδα πληθωρισμού και επιτοκίων, που είναι τα

χαμηλότερα της τελευταίας πενταετίας (τουλάχιστον) αλλά υψηλότερα από τα

ευρωπαϊκά, η μερισματική απόδοση του ελληνικού Χρηματιστηρίου είναι 2,1%, όταν

στην Ευρώπη είναι 2,1%, στις χώρες της ΟΝΕ είναι 1,8%, στις ΗΠΑ είναι 1,3%,

στην Ασία 1% και στον Καναδά 2,2%.

Όμως, στο χρηματιστήριο της Νέας Ζηλανδίας η μερισματική απόδοση είναι 4,5%

και της Πορτογαλίας είναι 5,1%. Μάλιστα, το χρηματιστήριο της Πορτογαλίας

είναι το πιο ελκυστικό χρηματιστήριο μεταξύ των ανεπτυγμένων αγορών του κόσμου

με βάση τον λόγο τιμής προς κέρδη (Ρ/Ε).

Από το 1994

Τι ίσχυε, όμως, παλαιότερα στη Σοφοκλέους, όταν τα επιτόκια και ο πληθωρισμός

ήταν στα ύψη και ο Γενικός Δείκτης δεν παρουσίαζε μεγάλες αποδόσεις; Σύμφωνα

με στοιχεία του Economist Intelligence Unit, η μερισματική απόδοση του

Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών το 1994 ήταν 4,7%, το 1995 ήταν 5,4%, το 1996 ήταν

3%, το 1997 ήταν 3,5% και το 1998 ήταν επίσης 3,5%. Υπενθυμίζεται ότι το 1995

η αύξηση του Γενικού Δείκτη ήταν 5,21%, το 1996 ήταν 2,1%, το 1997 ήταν 58,5%

και το 1998 ήταν 85,02%. Ο πληθωρισμός το 1994 ήταν 10,9%, το 1995 ήταν 8,9%,

το 1996 ήταν 8,2%, το 1997 ήταν 5,5% και το 1998 ήταν 4,8%. Σε περιόδους κατά

τις οποίες η άνοδος του Γενικού Δείκτη ήταν 2%, οι μερισματικές αποδόσεις

έφθαναν έως και 55,59%. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μείωση των

μερισματικών αποδόσεων, αλλά και μείωση του πληθωρισμού και των επιτοκίων.

Καλές οι μετοχές

Είναι γεγονός ότι η απόδοση του επενδυτή προέρχεται τόσο από την αύξηση των

τιμών των μετοχών (κεφαλαιακή απόδοση) όσο και από το μέρισμα (μερισματική

απόδοση). Έχει παρατηρηθεί ότι σε περιόδους που υπάρχει μεγάλη αύξηση των

τιμών των μετοχών, οι επενδυτές (αλλά και οι επιχειρήσεις) φαίνεται ότι

ξεχνούν το μέρισμα. Όταν, όμως, έλθει η σταθερότητα ή και η κάμψη των τιμών,

τότε όλοι θυμούνται το μέρισμα.

Καλό και το μέρισμα

Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όπου ο Dow Jones και ο Nasdaq έχουν προσφέρει

σημαντικά κέρδη τελευταία, οι αναλυτές φοβούνται το «ξεφούσκωμα» για διάφορους

λόγους, μεταξύ των οποίων είναι και το θέμα των μερισμάτων: Η αιχμή του

δόρατος της ανόδου του αμερικανικού χρηματιστηρίου, οι λεγόμενες εταιρείες της

Νέας Οικονομίας που «διαμένουν» στο Nasdaq είναι κατά βάση ελλειμματικές

(κυρίως οι ιντερνετικές). Η αύξηση των τιμών τους στηρίζεται μέχρι σήμερα στην

προσδοκία. Οι αναλυτές, λοιπόν, υποστηρίζουν ότι εάν ο μέσος Αμερικανός και

κυρίως ο συνταξιούχος δεν δει μέρισμα ή εάν καταλάβει ότι τα κέρδη των

επιχειρήσεων και τα μερίσματα θα τα καρπωθεί μετά τον θάνατό του, τότε θα

αφήσει την προσδοκία και θα ασχοληθεί με πιο απτά πράγματα. Ωστόσο, υπάρχει

μεγάλη μερίδα αναλυτών που ισχυρίζονται ακριβώς το αντίθετο και χαρακτηρίζουν

τους προηγούμενους ως «παλαιολιθικούς».

Συνθήκες για υψηλά μερίσματα

Γεγονός, πάντως, είναι ότι το μέρισμα που θα προσφέρει η εταιρεία στους

επενδυτές εξαρτάται από τη μερισματική πολιτική της, την κερδοφορία της, το

σχετικό θεσμικό πλαίσιο, την πορεία του πληθωρισμού και των επιτοκίων και τα

κεφαλαιακά κέρδη που έχει προσφέρει η μετοχή από την αύξηση της τιμής της.

Για παράδειγμα, η υψηλή μερισματική απόδοση των εταιρειών επενδύσεων

χαρτοφυλακίου και των τραπεζών οφείλεται κατ’ αρχήν στη φύση τους και στην

ανάλογη μερισματική πολιτική. Συγκεκριμένα, οι εταιρείες επενδύσεων

χαρτοφυλακίου διαχειρίζονται κεφάλαια με σκοπό το κέρδος και την αύξηση της

αξίας των μετοχών. Το ευρύ κοινό μπορεί να συμμετέχει στα κέρδη μόνο με την

αγορά μετοχών των εταιρειών αυτών. Δηλαδή, με το να γίνει μέτοχος. Δεν

συμβαίνει, δηλαδή, ό,τι και στα αμοιβαία κεφάλαια, για παράδειγμα, τα οποία

διαχειρίζονται μια κοινή περιουσία, εκείνη των μεριδιούχων.