Η λεγόμενη οικία Τζαβέλλα στον οικισμό του Σουλίου

Στον απομακρυσμένο από το οθωμανικό κέντρο και παραμεθόριο χώρο της Ηπείρου η

ισχύς του κρατικού μηχανισμού τον 18ο αιώνα μόλις γίνεται αντιληπτή. Τις

αυθαιρεσίες και τις βιαιότητες εις βάρος του τοπικού πληθυσμού ευνοούν η

πολυαρχία και οι αλλεπάλληλες διενέξεις μεταξύ των επίδοξων πασάδων. Από την

άλλη, η βενετική παρουσία στα Επτάνησα και στα ηπειρωτικά της εξαρτήματα

(Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα, Βόνιτσα) υπονομεύει τη σουλτανική εξουσία στη

γειτονική ηπειρώτικη ενδοχώρα. Ταυτόχρονα, η σχεδόν αυτόνομη δράση των

αρματολικών σωμάτων καθώς και των ανυπότακτων κοινοτήτων (Χιμάρα, αλβανόφωνα

χριστιανικά χωριά της Ρίζας, στα ανατολικά του Αργυροκάστρου) διασπούν την

ενότητα και μειώνουν την όποια αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού.

Οι Τσάμηδες αγάδες της πεδιάδας

Στην περιοχή που αντιστοιχεί γεωγραφικά με τα σημερινά όρια του νομού

Θεσπρωτίας ξεχωρίζουν οι Τσάμηδες, αγάδες και μπέηδες. Έχουν φτάσει εκεί πριν,

περίπου, τέσσερις αιώνες. Ανήκουν στις μεταναστευτικές ομάδες αλβανικών

ποιμενικών φύλων, τα οποία συγκροτημένα σε γένη διείσδυσαν στην περιοχή,

άλλοτε ειρηνικά άλλοτε επιτιθέμενα, για να εγκατασταθούν τελικά, στα μέσα του

14ου αι., στα πεδινά και ημιορεινά του τόπου. Η υψηλή ποικιλομορφία του

φυσικού χώρου και η έλλειψη πολιτικών αντιστάσεων επέτρεψαν την άσκηση μικρής

επιβιωτικής κτηνοτροφίας. Μετά την οθωμανική κατάκτηση τα ηγετικά γένη των

Αλβανών εποίκων εξισλαμίζονται. Μέσα στον 18ο αιώνα έχουν αναδειχθεί πλέον σε

τοπικούς εκπροσώπους της οθωμανικής εξουσίας. Είναι οι Τσάμηδες αγάδες και

μπέηδες ­οι Προνιάτες στην Παραμυθιά, οι Τσαπαραίοι στο Λουγαράτι και

Μαργαρίτι, οι Ντεμάτες και Σεϊκάτες στους Φιλιάτες, οι Νταλιάνηδες στην

Κονίσπολη- οι οποίοι, αν και εκπροσωπούν την κεντρική εξουσία στην περιοχή,

δεν διστάζουν να εκδηλώνουν ταυτόχρονα φυγόκεντρες τάσεις, καθιερώνοντας,

έτσι, ένα άτυπο καθεστώς αυτονομίας και ανεξαρτησίας. Για μια ακόμα φορά o

οικογεωγραφικός παράγοντας διαδραματίζει τον ρόλο του. Το τείχος των οροσειρών

που διαχωρίζει τη Θεσπρωτία από την ενδοχώρα της Ηπείρου καθώς και το φυσικό

άνοιγμα της περιοχής προς το Ιόνιο απομονώνουν την περιοχή από τα Ιωάννινα ενώ

την εκθέτουν μέσα από την σχεδόν παράκτια αλυσίδα των νησιών, στην επιρροή της

πολιτικοοικονομικής συγκυρίας που δημιουργούσε η εκάστοτε κυριαρχία των

Επτανήσων από τις ξένες δυνάμεις.

Με τους Βενετούς των Επτανήσων οι Τσάμηδες διατηρούν οικονομικές σχέσεις.

Συγχρόνως εκδηλώνουν συνεχή επιθετική δράση εναντίον των βενετικών κτήσεων της

Πάργας και Πρέβεζας. Οι Βενετοί, από την πλευρά τους, έχοντας επισημάνει τις

τάσεις ανεξαρτησίας των μπέηδων, τις υποθάλπουν, προκειμένου να δημιουργήσουν

ένα προστατευτικό ανάχωμα έναντι των πασάδων της οθωμανικής ενδοχώρας. Την

πολιτική των Βενετών θα σχολιάσει εύστοχα ο μετέπειτα πρόξενος της Γαλλίας στα

Ιωάννινα, F. Pouqueville, σημειώνοντας ότι από το Βουθρωτό μέχρι την Πρέβεζα η

Βενετία υπερασπιζόταν τις κτήσεις της επί του ηπειρωτικού εδάφους αξιοποιώντας

την αναχαιτιστική δυναμική των περιοχών με αυτόνομη δράση. Η Χιμάρα, η

Κονίσπολη, οι Φιλιάτες περιόριζαν τις ορέξεις του πασά του Δελβίνου, οι

μπέηδες του Μαργαριτιού και της Παραμυθιάς σταματούσαν τις επιχειρήσεις των

πασάδων των Ιωαννίνων και οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Χιμάρας και του

Σουλίου, όταν παρίστατο ανάγκη, συγκρατούσαν τους μουσουλμάνους μπέηδες.

Σούλι: παροχή προστασίας και εξάπλωση

Ο Φώτος Σέχος από χωριό Σούλι (Μανόλης Βλάχος, Louis Dupre, εκδ. Ολκός, Αθήνα

1994, σ. 78)

Η πολυαρχία στα Ιωάννινα, η έκνομη ανεξαρτησία των Τσάμηδων αγάδων, η επιρροή

των Βενετών παγιώνουν τη φιλύποπτη στάση της Πύλης έναντι της ευρύτερης

περιοχής. Μέσα σε αυτό το κινητικό πολιτικά πεδίο θα έλθει στο προσκήνιο, στα

μέσα του 18ου αι., ο ορεινός χριστιανικός πληθυσμός του Σουλίου. Πρόκειται για

3.000-3.500 άτομα, ενταγμένα σε 31 γένη, τα οποία διαθέτουν περί τους 1.200

μάχιμους. Η δύναμη σε άνδρες και πόρους των πολυμελών και ισχυρότερων γενών τα

εξοπλίζει με την ισχύ και το απαιτούμενο χρήμα – προερχόμενο από τον

εκχρηματισμό της ποιμενικής οικονομίας και την πρακτική των διαρπαγών – που

τους επιτρέπει να εμπλακούν στην παροχή προστασίας. Μία από τις κυρίαρχες

πρακτικές παροχής προστασίας είναι οι δανειοδοτήσεις καταχρεωμένων κοινοτήτων.

Υπό τη σκιά ή την πραγματικότητα της ένοπλης βίας, αναγκαστικές ή μη

δανειοδοτήσεις προς τον αγροτικό πληθυσμό εξωθούν, τον τελευταίο, να προσχωρεί

«αυθόρμητα» στο καθεστώς προστασίας. Εν τέλει, τα σουλιωτικά γένη επιβάλλουν

φορολογικές επιβαρύνσεις σε περίπου εξήντα χωριά της περιφέρειας του

σουλιωτικού βουνού. Πρόκειται για οικονομικές παροχές σε είδος ή χρήμα, οι

οποίες αφαιρούνται από τους τοπικούς Οθωμανούς αξιωματούχους αλλά εξακολουθούν

να καταβάλλονται από τους χριστιανούς παραγωγούς προς όφελος πλέον των

Σουλιωτών. Σύντομα, κλάδοι των πρωτοστατούντων γενών θα εγκατασταθούν σε επτά

χωριά της περιοχής ελέγχου τους. Το όφελος είναι διπλό. Εκτονώνεται το

δημογραφικό πλεόνασμα του τετραχωρίου ενώ καταλαμβάνονται γη και βοσκότοποι

των υπό προστασία χωριών.

Οι ανακατατάξεις αυτές, ο νέος ρόλος των ποιμενικών γενών στην περιοχή, το

μέγεθος συμμετοχής του κάθε γένους στην παροχή προστασίας και η ως εκ τούτου

ανισομερής εισροή προσόδων στα σουλιωτικά γένη έχουν ως συνέπεια την

οικονομική και κοινωνική τους διαφοροποίηση. Στα τέλη του 18ου αι., τα

σουλιωτικά γένη δεν είναι ιεραρχικά ίσα. Διακρίνονται τρεις κατηγορίες γενών,

όλα, όμως, διατηρούν ακόμη την αυτόνομη δομή τους, παραμένοντας αυτοκέφαλα και

αυτεξούσια. Ωστόσο, η ανώτερη θέση στην ιεραρχία των ισχυρών και πλούσιων

γενών συσπειρώνει γύρω τα λιγότερο ισχυρά καθώς και τα άπορα γένη,

δημιουργώντας ένα είδος οπαδών-πελατών των ισχυρών γενών. Πρόκειται για

συσπειρώσεις που στηρίζονται τις περισσότερες φορές σε συγγένεια αγχιστείας,

αλλά επίσης και στο ηγετικό κύρος και την ασφάλεια που εμπνέουν οι «μεγάλοι»

στους «μικρούς». Με μία συντροφία συγγενικών γενών εγκαινιάζεται η παρουσία

των Σουλιωτών, ως φορέων προστασίας, στην περιοχή της Λάκκας (Τσαρκοβίστας).

Με το ισχυρό γένος των Μποτσαράτων συμπράττουν συνήθως τα γένη Κουτσονίκα,

Μπούσμπου, Ζέρβα και Μαλάμου. Οι Τζαβελάτες επηρεάζουν τους Δρακάτες,

Ζαρμπάτες και το γένος Σμπόνια. Αυτές οι συντροφίες, τα «ταράφια», θα κάνουν

έντονη την παρουσία τους στην τελική σύγκρουση των Σουλιωτών με τον Αλή πασά,

το1800-1803. Θα επανεμφανισθούν, μετά τον εκπατρισμό των Σουλιωτών, στα

Επτάνησα, καθώς και αργότερα μετά την ένταξη των Σουλιωτών στην Ελληνική

Επανάσταση.

Από την ένοπλη προστασία στην πολεμική σύγκρουση

Χρ. Περραιβός, Ιστορία Σουλίου και Πάργας, τ. Α’, εν. Βενετία, 1815, σ. 36

Η ιδιοποίηση από έναν υποτελή χριστιανικό πληθυσμό αγροτικών πλεονασμάτων δεν

θίγει ευθέως την Πύλη προς την οποία οι Σουλιώτες εξακολουθούν τη νομιμόφρονα

συμπεριφορά τους, καταβάλλοντας ανελλιπώς τις φορολογικές δεσμεύσεις της

περιοχής, κεφαλικό φόρο και δεκάτη. Δεν συμβαίνει το ίδιο με το τοπικό

κυρίαρχο μουσουλμανικό στοιχείο, με το οποίο οι Σουλιώτες θα έλθουν συχνά σε

σύγκρουση, ιδιαίτερα με τους γείτονές τους ομόφυλους αλλά εξισλαμισμένους

Τσάμηδες. Ο Χρ. Περραιβός αναφέρει οκτώ πολεμικές κινητοποιήσεις των

γειτονικών αρχών εναντίον του Σουλίου, πριν από την εποχή του Αλή πασά των

Ιωαννίνων. Η περιοχή του Σουλίου, στα ορεινά της Θεσπρωτίας ανήκε στο σαντζάκι

(διοικητική περιφέρεια) του Δελβίνου, υπαγόμενη στον καζά (νομό) της

Παραμυθιάς. Ωστόσο, εξαιτίας της γεωγραφικής του θέσης, το Σούλι βρισκόταν,

τον 18ο αι, στα όρια τριών διοικήσεων, του Δελβίνου, των Ιωαννίνων και της

Άρτας. Οι επιθέσεις που έγιναν, από τις αρχές των Ιωαννίνων, μεταξύ 1730-1760

αποτελούν κινητοποιήσεις εναντίον της ευρύτερης περιοχής των Τσάμηδων αγάδων,

και ιδιαίτερα του Μαργαριτιού, θεωρούμενης από την Πύλη ως κέντρο φυγόδικων

και στασιαστών. Το 1772, όμως, και στο πλαίσιο του Α’ Ρωσοτουρκικού Πολέμου,

επιχειρείται μια μεγάλη επίθεση εναντίον του ίδιου του Σουλίου. Μοχλός της

επιχείρησης είναι ο Σουλεϊμάν Τσαπάρης του Μαργαριτιού, ο πρώτος αγάς του

τόπου, ο οποίος αρνείται να διαπραγματευθεί τα πλούσια εισοδήματα του κάμπου

του Φαναριού με τους ανυπότακτους, ορεινούς χριστιανούς Σουλιώτες. Με αφορμή

την ανάμειξη των Σουλιωτών σε κινητοποιήσεις υπέρ των ρωσικών σχεδίων στην

περιοχή, ο Τσαπάρης πετυχαίνει την έγκριση της Πύλης για εκστρατεία εναντίον

ενός κέντρου αντιοθωμανικών ενεργειών. Στις 6 Απριλίου 1772, πέντε χιλιάδες

Τουρκαλβανοί συγκεντρώνονται, υπό τις διαταγές Μαργαριτιωτών και Παραμυθιωτών

αγάδων, του μπουλούκμπαση των Ιωαννίνων και του σπαχή του Σουλίου, στην

Παραμυθιά. Στόχος τους είναι το Σούλι. «Ίνα αναγκάσουν», όπως αναφέρουν οι

πληροφοριοδότες στις βενετικές αρχές της Κέρκυρας, «τους ατιθάσσους Σουλιώτας

να επανέλθουν εις την προτέραν υποταγήν προς αυτούς, από την οποίαν

απεμακρύνθησαν προ ετών στασιάσαντες…». Τα μονοπάτια από τη χαράδρα του

Αχέροντα στο σουλιωτικό οροπέδιο καθώς και τα άλλα περάσματα από και προς τους

οικισμούς δεν ευνοούσαν μαζικές στρατιωτικές διεισδύσεις. Ακόμη και αν ένα

σώμα στρατού κατόρθωνε να παρεισφρήσει στην περιοχή – το Σούλι ήταν ευάλωτο

από τη βόρεια πλευρά του, από τη μεριά της Παραμυθιάς – οι σουλιωτικές φάρες,

ταμπουρωμένες στα λιθόκτιστα σπίτια τους ή στα φυσικά οχυρά τους, τους

απόκρημνους λόφους του Κουγκιού και της Κιάφας, μπορούσαν να υπερασπιστούν

τους οικισμούς τους. Αυτό συνέβη και στην επιχείρηση του 1772. Οι

Τουρκαλβανοί, χωρισμένοι σε τρία σώματα, διείσδυσαν στην περιοχή και

πολιόρκησαν το Σούλι επί πέντε ημέρες, καίγοντας σπίτια και εκκλησίες. Μετά,

όμως, από έξοδο και νυκτομαχία των Σουλιωτών αναγκάστηκαν να τραπούν σε άτακτη

φυγή.

Η σύγκρουση των Σουλιωτών με τους Τσαπαραίους αγάδες θα επαναληφθεί και το

1780, χωρίς, ωστόσο, οι Μαργαριτιώτες αγάδες να κατορθώσουν να επαναφέρουν

τους Σουλιώτες «εις την προτέραν υποταγήν». Στη δεκαετία του 1780 ο τοπικός

συσχετισμός δυνάμεων έχει πλέον ανατραπεί και το Σούλι έχει αναδειχθεί σε

ανυπότακτο, χριστιανικό, τοπικό κέντρο εξουσίας. Οι Βενετοί το αντιμετωπίζουν

ως εστία αντίστασης και αντίπαλο δέος απέναντι στα τοπικά διοικητικά κέντρα

του Οθωμανού γείτονα. Αν η Πάργα αποτελεί «το μάτι και το αυτί» της Κέρκυρας

προς τα συμβαίνοντα στην Ήπειρο, το Σούλι αποτελεί την ανεξάρτητη ένοπλη

χριστιανική δύναμη στην ενδοχώρα των δύο χριστιανικών λιμανιών, της Πρέβεζας

και της Πάργας, υπό βενετική κατοχή στη συγκεκριμένη περίοδο. Έχει έλθει η

στιγμή που το Σούλι προκαλεί, πλέον, με τη δράση του, αφενός την καθολική

κινητοποίηση των γειτονικών διοικήσεων εναντίον του και αφετέρου, την

ενεργοποίηση συμμαχιών με κάθε αντίρροπη δύναμη εξουσίας στην ευρύτερη περιοχή.

Χρονολόγιο σουλιωτικών πολέμων έως τον Αλή πασά

1731-1733: Πολεμική κινητοποίηση οθωμανικών αρχών εναντίον της

ευρύτερης περιοχής Μαργαριτιού – Σουλίου. Συμμετοχή του πασά των Ιωαννίνων,

Χατζή πασά Ασλάν ζαδέ.

1749: Εκστρατεία Μουσταφά πασά Ιωαννίνων εναντίον της ευρύτερης

περιοχής Μαργαριτιού.

1754: Εκστρατεία Μουσταφά πασά Ιωαννίνων εναντίον Σουλίου.

1768-1774: Α’ Ρωσοτουρκικός Πόλεμος.

1771, 5 Απριλίου: Έγγραφη υπόσχεση Σουλιωτών προς Αλέξιο Ορλώφ

για παροχή βοήθειας.

1772: Ευρεία πολεμική κινητοποίηση των οθωμανικών αρχών Ιωαννίνων,

Δελβίνου, Άρτας, πρωτοστατούντων των Τσάμηδων αγάδων, υπό τον Σουλεϊμάν

Τσαπάρη του Μαργαριτιού, εναντίον του Σουλίου. Η επιχείρηση γίνεται με

πρόσχημα την καταστολή ενός κέντρου αντιοθωμανικών ενεργειών, στο πλαίσιο του

Α’ Ρωσοτουρκικού Πολέμου, ουσιαστικά, όμως, την εξουδετέρωση ενός τοπικού

κέντρου εξουσίας. Ήττα τουρκαλβανικών δυνάμεων.

1779: Προετοιμασία πολεμικής επιχείρησης των Τσάμηδων αγάδων εναντίον

του Σουλίου, η οποία, ωστόσο, ματαιώνεται.

1777-1778 (ή 1782): Σύγκρουση Σουλιωτών με Κουρτ Αχμέτ πασά.

Διαδυνδέσεις Σουλιωτών – αρματολών – βενετικών αρχών.

1780: Πόλεμος με Μπεκίρ πασά Ιωαννίνων.

1782: Συμμαχία Σουλιωτών με Αλήμπεη Τεπελενλή εναντίον Κουρτ Αχμέτ πασά

Μπερατίου.

1774-1783: Σύγκρουση Σουλιωτών με Μουσταφά πασά Κόκα, μουτεσαρίφ

Δελβίνου.

1780-1790: Συγκρούσεις με αγάδες Μαργαριτιού.

1789-1792: Πρώτη σύγκρουση Σουλιωτών με Αλή πασά Ιωαννίνων στο πλαίσιο

του Β’ Ρωσοτουρκικού Πολέμου. Σύμπραξη Σουλιωτών με ταγματάρχη Λ. Σωτήρη,

συντονιστή των ρωσικών σχεδίων στην περιοχή, με έδρα τη βενετοκρατούμενη

Πρέβεζα.

1789, Φεβρουάριος: Έναρξη εχθροπραξιών Αλή πασά – Σουλιωτών.

1789, άνοιξη: Συγκρότηση μουσουλμανικού – χριστιανικού μετώπου

εναντίον Αλή πασά. Συμμετέχουν οι πασάδες Αυλώνας και Δελβίνου, οι μπέηδες

Αργυροκάστρου, οι Τσάμηδες αγάδες και οι Σουλιώτες.

Η Βάσω Ψιμούλη είναι Διδάκτωρ Ιστορίας – Γενικά Αρχεία του Κράτους