Απεικόνιση του Διονυσίου, (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι’, σ. 326)

Ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος έχει καταταχθεί στους αυθόρμητους και ιδεαλιστές

εξεγέρτες της Τουρκοκρατίας. Η ρομαντική του μορφή ερέθισε τους ρεαλιστές της

εποχής του, οι οποίοι, με την οργίλη κριτική που προκαλείται από πρόσκαιρα

δεινά, τον αποκάλεσαν χαιρέκακα Σκυλόσοφο. Ωστόσο υπήρξε τολμηρός και

ευφάνταστος και κατανοούσε τον σφυγμό του απλού λαού, αγροτικού και

κτηνοτροφικού.

Ο κύριος βιογράφος του Διονυσίου, ο μητροπολίτης Αθηναγόρας, θεωρεί ως βεβαία

την καταγωγή του από τους Καντακουζηνούς – Ράλληδες, αλλά η συνήθης

βιβλιογραφία θέλει τις ρίζες του θεσπρωτικές. Όπως και να έχουν τα πράγματα, η

μετέπειτα σταδιοδρομία προδίδει ότι ο Διονύσιος είχε άνετη πρόσβαση στους

κύκλους της Κωνσταντινούπολης, ώστε η οικογένειά του θα είχε οπωσδήποτε

επιγαμία με ισχυρές αντίστοιχες και γιατί όχι προς τις παραπάνω

μνημονευθείσες. Θεωρώντας ότι το 1582 ο Διονύσιος χειροτονήθηκε στην Πόλη, η

μετάβασή του στην Πάδοβα για σπουδές πρέπει να έγινε τουλάχιστο το 1575, σε

ηλικία 15 ετών περίπου, όπως συνήθως οι νέοι εισέρχονταν στο πανεπιστήμιο. Έως

τότε ο νεαρός Διονύσιος είχε περάσει χρονικό διάστημα στο μοναστήρι του Αγ.

Δημητρίου του Διχουνίου, που βρίσκεται ανάμεσα στα σημερινά χωριά Κερασέα και

Ραδοβίζι (του παραποτάμου Τίρια), και τότε αυτός εξοικειώθηκε με τους εκεί

ντόπιους πληθυσμούς.

Κατά την τελευταία εικοσαετία του 16ου αι. η ελληνική παροικία της Βενετίας

βρισκόταν σε οικονομική και πνευματική άνοδο. Ο νεοεγκατασταθείς (1576) στη

Βενετία αρχιεπίσκοπος Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος και ο λόγιος Μάξιμος

Μαργούνιος είχαν καλλιεργήσει ευρύ φάσμα σχέσεων με Ευρωπαίους λογίους με

αντίκτυπο σε όλη την ελληνική Ανατολή, καθώς η πόλη των τεναγών και η Πάδοβα

αποτελούσαν το κατεξοχήν «παράθυρο» προς τη Δύση. Σ’ αυτό το κλίμα εντάχθηκε ο

Διονύσιος, που δεν θα πάψει να διατηρεί τις επαφές αυτές και μετά το 1582,

όταν εγκαταστάθηκε στην Πόλη. Το πατριαρχείο θα τον αναδείξει σε Μέγα

Πρωτοσύγκελλο και θα του προσδώσει τον τίτλο του εξάρχου Γαλατά, με έδρα τη

μονή Χρυσοπηγής. Τότε ο Διονύσιος είχε την ευκαιρία να περιοδεύσει, ως

έξαρχος, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τον Μοριά και να γνωρίσει την κατάσταση

των υποδούλων και ασφαλώς να διαμορφώσει κάποια μελλοντικά του σχέδια.

Τέλη 1591 ή αρχές 1592 το πατριαρχείο ανέδειξε τον Διονύσιο μητροπολίτη

Λαρίσης, πόλη όμως που σχεδόν είχε χάσει το χριστιανικό στοιχείο. Αντί να

παραμείνει αδρανής στη νέα του θέση, ο Διονύσιος εγκαταστάθηκε στα Τρίκαλα

(ίσως πρόσκαιρα παρέμενε και στον Τύρναβο). Τότε, όπως του αποδίδεται από τους

συγχρόνους, ονειρεύτηκε «Τρίκκη Βυζάντιον ανακτήσει». Γεωγραφικά ο χώρος

προσφερόταν, καθώς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθούν τα καταφύγια της Πίνδου και

των Αγράφων. Πράγματι, δημιούργησε πυρήνες και έφθασε σε τέτοιο βαθμό

οργάνωσης, ώστε τον Δεκέμβριο 1598 να παρουσιασθεί στην ελληνική αδελφότητα

Βενετίας απεσταλμένος του καλόγερος, που ζητούσε τη μεσολάβησή της προς τον

Γερμανό αυτοκράτορα Ροδόλφο Β’ και τον βασιλέα της Ισπανίας Φίλιππο Γ’ όπως

και τον πάπα Κλήμεντα Η’. Οι Έλληνες της Βενετίας με απεσταλμένο τους υπέβαλαν

υπόμνημα στην Αυλή της Βιέννης, παρακαλώντας να χορηγηθούν οπλισμός και εφόδια

για 40.00 άνδρες από την Άρτα, τη Ναύπακτο και τη Θεσσαλία. Ο Γερμανός

αυτοκράτορας θα μεσολαβούσε προς τον πάπα και την Ισπανία. Μια δεύτερη

προσπάθεια έγινε προς τον πάπα τον Μάιο 1600.

Άποψη της μονής Διχουνίου, επαρχίας Δωδώνης (Δ. Καμαρούλιας, Τα μοναστήρια

της Ηπείρου, τ. Α’, εκδ. Μπάστας-Πλέσσας, Αθήνα 1996, σ. 618).

Παράλληλα, ο Διονύσιος είχε αρχίσει να συγκεντρώνει χρήματα, που θα

χρησιμοποιούνταν στον επικείμενο αγώνα. Έτσι, δεν απέστειλε τις υποχρεωτικές

εισφορές προς την Πύλη και το πατριαρχείο, πράγμα που θα του καταλογιστεί

αργότερα. Παρά την απουσία κάποιας εξωτερικής βοήθειας, εκτός από κάποια

αόριστη υπόσχεση εκ μέρους των Βενετών, ο Διονύσιος προχώρησε στην εκδήλωση

του κινήματός του. Θα πρέπει να στηρίχτηκε στα αρματολικά σώματα των Αγράφων.

Λίγο μετά τις 15 Νοεμβρίου 1600 ξεσηκώθηκε η Θεσσαλία από τα Τρίκαλα έως την

Καρδίτσα και τα γύρω όρη, αλλά σε λίγες ημέρες οι Τούρκοι επικράτησαν. Ο

επίσκοπος της περιοχής Φαναρίου και Νεοχωρίου (Καρδίτσας) Σεραφείμ ήδη στις

αρχές Δεκεμβρίου είχε απαγχονιστεί και πολλοί ιερωμένοι και λαϊκοί

θανατώθηκαν, χωρίς να υπάρξει βοήθεια από κάποια πλευρά. Ο Διονύσιος, αφού

μάταια προσπάθησε να διαφύγει προς τα Άγραφα, κατέφυγε προς τις ακτές του

Ιονίου και έφθασε στη Νεάπολη. Το δημοτικό τραγούδι απηχεί την πρόσκληση των

Τούρκων προς τον Διονύσιο να αλλαξοπιστήσει:

Πού είσαι Δεσπότη κλέφτη και γραμματικέ

έλα να προσκυνήσεις με τ’ αδέρφια σου

και μ’ όλους τους δικούς σου, τα ξαδέρφια σου

αν θέλεις ν’ απολάψης δόξες και τιμές.

Τον Μάιο 1601 ο Διονύσιος εξέπεσε του θρόνου χωρίς να αφορισθεί. Το

πατριαρχείο εστήριξε την απόφασή του περισσότερο στην απείθειά του να

καταβάλλει «τα χαράτσια» και λιγότερο στην «αποστασία» κατά της Πύλης. Η

τελευταία δεν έδωσε ιδιαίτερο βάρος στο κίνημα και προφανώς για το λόγο αυτό

δεν ζήτησε τον αφορισμό του. Με τον τρόπο αυτό ο Διονύσιος ως κανονικός

μητροπολίτης θα περιέλθει την Ιταλία και Ισπανία.

Στη Νεάπολη ο Διονύσιος συνάντησε τον αντιβασιλέα και υπέβαλε υπόμνημα προς

τον Ισπανό ηγεμόνα Φίλιππο Γ’. Τον Νοέμβριο 1602 απέστειλε έκκληση προς τον

αυτοκράτορα της Γερμανίας και τον Φεβρουάριο 1603 έγινε δεκτός από τον πάπα. Ο

τελευταίος έλαβε από τον Διονύσιο βεβαίωση της φιλοκαθολικής του πίστης και σε

αντάλλαγμα του επέδωσε συστατικές επιστολές προς τον Ισπανό μονάρχη. Ο

Διονύσιος έφθασε στη Βαλαντολίντ το θέρος 1603 συνοδευόμενος από τον

Κωνσταντίνο Σοφία, απόφοιτο του Ελληνικού Κολλεγίου της Ρώμης και ισπανομαθή.

Αφού έλαβε συστατική επιστολή και χρήματα από τον αποστολικό νούντσιο προς την

ισπανική Αυλή, έφθασε στο Μπούργκος και πρέπει να συνάντησε τον βασιλέα. Για

ανεξήγητους λόγους ο Σοφίας έπαψε να είναι ευνοϊκός προς τον Διονύσιο, τον

οποίο κατηγόρησε ως ψευδόμενο και απατεώνα. Συγκεκριμένα, είπε ότι ο Διονύσιος

είχε προσχωρήσει στον καθολικισμό κατ’ επίφαση και ότι δεν ήταν πληρεξούσιος

των πληθυσμών της Θεσσαλίας (επισκόπων και λαϊκών), που δήλωναν υποταγή στη

Λατινική Εκκλησία. Στο Μπούργκος βρίσκονταν ο Ιωάννης Πίκκολος και οι

Ηπειρώτες Εμμανουήλ Ηγούμενος (πατέρας του Επιφανείου), Σκαρλάτος Μάτσας και

Σταύρος Αψαράς, που ήταν εγκατεστημένοι στη Νεάπολη, και ζητούσαν την

υποστήριξη των Ισπανών προς τα κινήματα των υποδούλων. Τόσο ο πάπας όσο και ο

Ισπανός βασιλιάς πρέπει να έδωσαν υποσχέσεις, δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποιες,

ώστε ο Διονύσιος να ετοιμασθεί για την οργάνωση του κινήματός του.

Ασφαλώς, οι κινήσεις (1604) του Ιερωνύμου Κόμπη, Κύπριου στην υπηρεσία των

Ισπανών που και τις υπέθαλψαν, δεν θα έγιναν χωρίς τη γνώση του Διονυσίου. Ο

αντιβασιλέας της Νεάπολης τον Ιούνιο 1608 κάλεσε κληρικούς από τα Ιωάννινα και

τα Τρίκαλα για την οργάνωση κινήματος. Ακόμη, ο πατριάρχης Νεόφυτος Β’ το 1607

και το 1609 απηύθυνε έκκληση στους Ισπανούς. Όλα τα παραπάνω καλλιεργούσαν την

αίσθηση, για μερικούς την πεποίθηση, ότι η βοήθεια θα ήταν ουσιαστική και ότι

ο τουρκικός ζυγός θα αποτιναζόταν. Με την ελπίδα και τη σιγουριά για επιτυχία

ο Διονύσιος πήρε το δρόμο της επιστροφής στην Ήπειρο το 1609 ή το 1610.

Παραταύτα, δεν είχε υπολογίσει ότι η διεθνής κατάσταση ήταν δυσμενής, γιατί οι

λοιπές Δυνάμεις και κυρίως η Βενετία δεν επιθυμούσαν πολεμική αναμέτρηση.

Η σφραγίδα του Διονυσίου από το παρατειθέμενο έγγραφο

Ο Διονύσιος έκαμε έδρα του τη μονή Διχουνίου, που είχε μεγάλη κτηματική

περιουσία και επομένως επιρροή. Για ενάμιση χρόνο τουλάχιστο χρησιμοποίησε την

πειθώ αλλά και προφητείες με στόχο να στηρίξει την πίστη στην επιτυχία, όπως

ακόμη οι γνώσεις του ως ιατροφιλοσόφου της Πάδοβας δεν παρέμειναν

ανεκμετάλλευτες. Κατόρθωσε να προσηλυτίσει τον Λάμπρο, γραμματικό του Οσμάν

πασά των Ιωαννίνων, τον Ντελή Γιώργο, γραμματικό στην υπηρεσία Τούρκου, και

τον Ζώτο Τσίριπο, πιθανώς πρόκριτο της Παραμυθιάς. Στην κίνηση είχε μυηθεί και

ο επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως Ματθαίος, τοποτηρητής τότε της μητρόπολης Ιωαννίνων.

Ο Διονύσιος είχε μυστικές συναντήσεις στο μητροπολιτικό μέγαρο των Ιωαννίνων

και σ’ αυτές έλαβε μέρος ο κληρικός Μάξιμος ο Πελοποννήσιος, που εξέφρασε την

αντίθεσή του και αργότερα έγραψε τον «Λόγον στηλιτευτικόν».

Η προετοιμασία ενός εγχειρήματος, όπως εκ των υστέρων το γνωρίζουμε, απαιτούσε

χρόνο και η πορεία προς τα Ιωάννινα θα έπρεπε να γίνει με μυστικότητα. Ο

Διονύσιος κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους Τούρκους των γειτονικών χωριών,

σημερινών Γρανίτσας (Τουρκογρανίτσας) και Αγ. Νικολάου (Ζαραβούσας), και να

κινήσει σε σύντομο χρόνο πλήθος χωρικών, 1.000 – 1.100 άτομα, με ελλιπή όμως

οπλισμό. Διέθεταν 40 αρκεβούζια, 100 γιαταγάνια, 80 ακόντια, ενώ οι υπόλοιποι

κρατούσαν αξίνες και ρόπαλα. Τη νύκτα της 10ης προς την 11η Σεπτεμβρίου (ημέρα

Τρίτη προς Τετάρτη) έφθασαν στα Ιωάννινα, ακολουθώντας την παλαιά διαδρομή που

αφήνει δεξιά (νότια) το θέατρο της Δωδώνης και εισέρχεται στο λεκανοπέδιο από

τη σημερινή Πεδινή (είναι περίπου η χάραξη της νέας Εγνατίας). Κατόπιν έλαβαν

την πορεία από τη σημερινή Ανατολή και έφθασαν από την παλαιά είσοδο της πόλης

στη συνοικία Καλού Τσεσμέ (Καλούτσιανη), όπου διέμενε ο Οσμάν πασάς. Έβαλαν

φωτιά στο διοικητήριο και πιθανώς και σ’ άλλα τούρκικα κτίρια. Ο πασάς με τη

γυναίκα του και την αδελφή της διέφυγαν, ενώ είκοσι άτομα από τη φρουρά και το

προσωπικό του εκάησαν. Σύμφωνα με τις βενετικές πηγές, που πρέπει να είναι πιο

αξιόπιστες από την αφήγηση του Μαξίμου και το ανώνυμο Χρονικό, διαρπάγησαν

1.200.000 άσπρα από το δημόσιο ταμείο και εφονεύθησαν 1-2 αξιωματούχοι

Τούρκοι. Ο Οσμάν κατέφυγε σε πύργο (ίσως ανάμεσα στα Λιθαρίτσια και στο

Κάστρο) και από εκεί το πρωί επιτέθηκε με έφιππη φρουρά και διασκόρπισε το

πλήθος. Διακόσια άτομα είχαν καταφύγει στις καλαμιές της λίμνης, όπου και

κάηκαν. Ο Διονύσιος μαζί με τον Ντελή Γιώργο κατέφυγαν σε σπήλαιο κάτω από το

σημερινό Ασλάν τζαμί. Προφανώς θα έφθασαν εκεί με βάρκα καλυπτόμενοι από τις

καλαμιές. Μετά τρεις ημέρες η θέση ανακαλύφθηκε, μάλλον όταν ο Ντελή Γιώργος

εξήλθε για να πάει στο σπίτι του. Ο Διονύσιος μεταφέρθηκε στην «πλατεία» (ίσως

στο σημερινό Κουρμανιό, συνήθη τόπο εκτελέσεων) και εγδάρη ζωντανός και ο

Γιώργος σταυρώθηκε «και αντί στεφάνου στην κεφαλή του έκαμαν τρύπες στις

οποίες τοποθέτησαν φτερά».

Υπογραφή του μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου σε έγγραφό του προς τον

αυτοκράτορα Ροδόλφο Β’ (1602). Ανακοίνωση Λ. Βρανούση, Πρακτικά Ακαδημίας

Αθηνών, 40 (1965), σ. 640.

Ο Λάμπρος παραδόθηκε στο χωριό Πόποβο (σημ. Αγία Κυριακή Σουλίου) από τους

ίδιους τους επαναστάτες, που έτσι προσδοκούσαν ν’ αμνηστευθούν. Το δέρμα του

Διονυσίου παραγεμίστηκε με άχυρο και με άμφια περιφέρθηκε στην πόλη, για να

αποσταλεί μαζί με 85 κεφάλια (άλλη μαρτυρία σημειώνει 250) στην Πόλη.

Τα αντίποινα των Τούρκων υπήρξαν σκληρά τόσο για την εθνική υπόσταση των

χριστιανών, που υποχρεώθηκαν σε μεγάλο βαθμό να εξισλαμισθούν, όσο και για την

πληθυσμιακή αλλοίωση στη Θεσπρωτία και στα Ιωάννινα. Συμπαγείς ομάδες άφησαν

τις πεδινές εκτάσεις ή μετανάστευσαν στα Ιόνια νησιά, ενώ τουρκοποιήθηκε το

κάστρο των Ιωαννίνων, που έχασε σχεδόν όλους τους χριστιανούς και μεγάλο μέρος

των εκκλησιών και μικρομονάστηρων. Τότε άρχισε και το παιδομάζωμα, από το

οποίο είχε εξαιρεθεί η πόλη. Γενικώς, στα Ιωάννινα πρέπει να φονεύθησαν

τουλάχιστον 300 άτομα και στην ύπαιθρο να κάηκαν και να δηώθηκαν δεκάδες

χωριά, κυρίως στη Θεσπρωτία, και το κλίμα της αστάθειας και του φόβου να

κυριάρχησε για μια πενταετία (έως το 1616, οπότε μαρτυρείται και νέος διωγμός

των χριστιανών στο κάστρο). Οι Τούρκοι δικαιολόγησαν τα αντίποινα με βάση

σφραγίδα (σε έγγραφο;) του Ισπανού βασιλέα και αργυρό σταυρό (δώρο του

βασιλέα;), που βρέθηκαν πάνω στον Διονύσιο, πράγμα που αποδείκνυε τη

συνεννόησή του με την ξένη αυτή Δύναμη. Οι Βενετοί δεν επέδειξαν ενδιαφέρον

για το κίνημα αυτό, απεναντίας θορυβήθηκαν, γιατί έκλεισαν οι δρόμοι προς τη

Θεσσαλία. Ήταν η εποχή που το σιτάρι θε έφθανε στην Κέρκυρα και η τροφοδοσία

τους δυσχεραινόταν. Με ρεαλιστικότερο βλέμμα η Βενετία δέβλεπε πόσο ανεδαφική

ήταν μονιμότερη κατάκτηση στην περιοχή, καθώς ούτε η ίδια ούτε η Ισπανία

διέθεταν χερσαίες δυνάμεις.

Ο Διονύσιος, και στα Τρίκαλα παλαιότερα και στα Ιωάννινα κατόπιν, επένδυσε τα

κινήματά του με κυρίως οικονομικά αιτήματα, ώστε οι κάτοικοι να ανταποκριθούν

πρόθυμα και με συγκεκριμένο στόχο. Η κατακράτηση των φόρων και των «δοσιμάτων»

της Λάρισας και των Τρικάλων και η κραυγή «χαράτζι χαρατζόπουλον, νουζούλι

νουζουλόπουλον» (φόροι που τότε είχαν αυξηθεί), που οδήγησε το πλήθος στα

Ιωάννινα, προσέδιδαν στα κινήματα κοινωνικό χαρακτήρα. Μόνο η επίκλησή του

«Κύριε Ελέησον» διαχώριζε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Ο Διονύσιος έζησε και

ανδρώθηκε την περίοδο των εξάρσεων και του απόηχου της ναυμαχίας της

Ναυπάκτου, καθώς και την εποχή που άρχιζε να σχηματίζεται η πρώτη σοβαρή

οικονομική συγκρότηση του Ελληνισμού στο χώρο του εμπορίου της Ανατολικής

Μεσογείου. Ήταν όμως ακόμη αρκετά πρόωρη κάποια μακρόπνοη κίνηση για μερική

έστω αποτίναξη της οθωμανικής εξουσίας.

Δεσπότη μου, τι σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι / και ρήμαξαν τα Γιάννενα και

ρήμαξεν ο τόπος; / Μείναν τα σπίτια αδειανά, γεμίσαν τα χανδάκια / κι ο

Τούρκος δεν απόσωσε να κόβη και να καίη. / Εδώ αρπάζουν κόρακες κι εκεί οι

Γιαουντήδες. / Δεν έχ’ η μάνα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους. / Κι εσένα το

τομάρι σου το στείλανε στην Πόλη / να τρων οι κότες πίτουρα, να νταβουλάν οι

Γύφτοι, / για να ξυπνάη η Τουρκιά να κάνη ραμαζάνι.


Βιβλιογραφία

Μητρ. ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ, «Ο Λαρίσης Διονύσιος ο Σκυλόσοφος», Γρηγόριος ο

Παλαμάς 18 (1934), 286 – 293, 355 – 361, 19 (1935) 16-24, 52-59.

Κ.Δ. ΜΕΡΤΖΙΟΣ, «Η επανάσταση του Διονυσίου του Φιλοσόφου»,

Ηπειρωτικά Χρονικά 13 (1938), 81-90.

ΣΤΕΦ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Ανέκδοτα έγγραφα του Αρχείου του Βατικανού

αναφερόμενα στα επαναστατικά κινήματα του Διονυσίου του «Σκυλοσόφου»,

Θεσσαλονίκη 1968.

ΧΡΥΣ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Ο Λαρίσης – Τρίκκης Διονύσιος Β’ ο Φιλόσοφος «Ο

χλευαστικώς επικληθείς Σκυλόσοφος» (1541 – 1611)», Ηπειρωτικά Χρονικά 8

(1933), 150 – 188.

Δ.Μ. ΣΑΡΡΟΣ, «Μαξίμου ιερομονάχου του Πελοποννησίου Λόγος στηλιτευτικός

κατά Διονυσίου του επικληθέντος Σκυλοσόφου και των συναποστησάντων αυτώ εις

Ιωάννινα εν έτει 1611», Ηπειρωτικά Χρονικά 3 (1928), 167 – 210.

Ο Γεώργιος Πλουμίδης είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων