Η συζήτηση για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επανέκαμψε πλησίστια,

έπειτα από μια μικρή αναστολή που είχε προκαλέσει η παροδική, όπως φαίνεται,

έξαρση της ιδέας της διεύρυνσης. Χωρίς η τελευταία να παραμερίζεται, ωστόσο

εκλογικεύεται και δείχνει να παίρνει τις ορθές διαστάσεις που οι ίδιες οι

γεωπολιτικές πραγματικότητες υποδεικνύουν: Οι Ευρωπαίοι αρχίζουν να

αντιλαμβάνονται ότι η ανετοιμότητα των δομών και οι σχετικά αργοί ρυθμοί

προσαρμογής των υποψήφιων χωρών στους ελάχιστους παρονομαστές της ένταξης

μπορεί να καθυστερήσει την άμεση διεύρυνση. Κι ότι οι ζέουσες απαιτήσεις του

διεθνούς περιβάλλοντος, όπως είναι η παγκοσμιοποίηση, το μονοπώλιο της δύναμης

των ΗΠΑ, η άνοδος άλλων οικονομικών δυνάμεων, δεν επιτρέπουν πια την

πολυτέλεια μιας αυτάρεσκης ενδοσκόπησης στα κεκτημένα της Οικονομικής και

Νομισματικής Ένωσης. Αρχίζει να γίνεται φανερό ότι το τολμηρό βήμα της

οικονομικής ενοποίησης δεν μπορεί να παραμείνει αυτοσκοπός, κι ότι πρέπει

βαθμιαία να συνοδευτεί από συνολικότερες πολιτικές που να δώσουν βαρύτητα και

αξιοπιστία στην οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως καμιά πολιτική

δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς οικονομική υποστήριξη έτσι και καμιά οικονομική

πολιτική δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς ένα συνολικότερο πολιτικό όραμα του

οποίου να αποτελεί τμήμα.

Κάτω από τέτοιες συνθήκες, τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ­ κι ιδιαίτερα η

Γαλλία και η Γερμανία που παραμένουν η κοινή ατμομηχανή ­ αναθεωρούν βαθμιαία

τις πρόσφατες προτεραιότητες. Η διεύρυνση εξακολουθεί να αποτελεί μια ζωτική

ανάγκη, που ανταποκρίνεται τόσο στο μεγάλο αίτημα της πανευρωπαϊκότητας της

ολοκλήρωσης, όσο και στο ύψιστο συμφέρον μιας επέκτασης των αξιών, αρχών και

αγαθών της Ένωσης στα φυσικά όρια που η παράδοση κι η γεωγραφία προσδιορίζουν.

Αλλά, παράλληλα, η επιτάχυνση της εμβάθυνσης εξυπηρετεί την πραγματιστική

αντίληψη της επιβίωσης της Ένωσης σε έναν κόσμο κλιμακούμενου ανταγωνισμού.

Επιβίωση, που δεν επιδιώκει απλά την οικονομική ευημερία, ή, σε τελευταία

ανάλυση, την επικράτηση. Αλλά που συνοδεύεται και από τη νόμιμη φιλοδοξία η

ισότιμη συμμετοχή στο διεθνές γίγνεσθαι να επιτρέψει και τη μεταλαμπάδευση

προτύπων ανάπτυξης και πλουτισμού, που η ίδια εφαρμόζει μέσα στα σύνορά της,

στο ευρύτερο περιβάλλον, και τη διατήρηση ή τη βελτίωσή τους στο εσωτερικό της

ηπείρου μας. Αν και κανείς δεν ισχυρίζεται ότι οι ηθικές βάσεις κι οι αρχές

πάνω στις οποίες λειτουργεί σήμερα η Ένωση των δεκαπέντε είναι ιδεώδεις, θα

ήταν δύσκολο να αμφισβητηθεί ότι οι κατακτήσεις στη δημοκρατία, στην ισοτιμία,

στην προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και στις κοινωνικές πολιτικές δεν

αποτελούν τα πιο προχωρημένα ανθρώπινα επιτεύγματα στην υφήλιο που ζούμε. Άρα,

κατά συνέπεια, επιτεύγματα που αξίζει να διατηρηθούν και να επιβληθούν.

Οι αρχικές αυτές παρατηρήσεις μάς οδηγούν, βέβαια, σε ένα εύλογο ερώτημα: πώς

και από ποιους θα σφυρηλατηθεί αυτή η αναγκαία εμβάθυνση; Οι συζητήσεις που

έχουν πραγματοποιηθεί μας κατακλύζουν από προτάσεις, λιγότερο ή περισσότερο

τολμηρές (ή και αρνητικές ακόμα), κι από υποψήφιους πρωταγωνιστές, λιγότερο ή

περισσότερο ευάριθμους. Παρά τη γενικότητά τους και τη σχετική αοριστία τους,

οι προτάσεις αυτές και κοινά χαρακτηριστικά παρουσιάζουν και αφήνουν να

διαφανούν οι άμεσοι κι απώτεροι στόχοι. Είναι σαφές ότι όσοι προσβλέπουν

θετικά στην πολιτική σύσφιγξη αντιλαμβάνονται ότι η τελική πολιτική ενοποίηση

­ με τη μορφή της ομοσπονδίας ή άλλου πολιτικού σχηματισμού ­ είναι ο

απώτερος, τελικός στόχος. Κι ότι το άμεσο μέλλον θα πρέπει να αναλωθεί σε μια

βαθμιαία υιοθέτηση πολιτικών οι οποίες να κατατείνουν στον απώτερο στόχο, αλλά

και να εξυπηρετούν παράλληλα άμεσες ανάγκες. Ανάγκες όπως η καλύτερη

αξιοποίηση της ΟΝΕ, ή η διεύρυνση του διεθνούς ρόλου της Ένωσης έξω από τα

σύνορά της (λ.χ. με τη δομική βελτίωση της εξωτερικής πολιτικής και της

πολιτικής άμυνας).

Το όχημα μεταγωγής σε αυτές τις πολιτικές δεν μπορεί παρά να είναι οι ίδιοι οι

υπάρχοντες θεσμοί κι ο εμπλουτισμός τους με νέους, όπως είναι η αξιοποίηση της

αρχής της ευελιξίας και η υιοθέτηση της αρχής της ενισχυμένης συνεργασίας.

Αν οι πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν σταδιακά για να εξυπηρετήσουν το

ζεύγμα του απώτερου πολιτικού στόχου και την ενίσχυση της σημερινής θέσης της

Ένωσης στον κόσμο είναι ευδιάκριτες ­ αν κι όχι οριστικοποιημένες ­ το

πρόβλημα που παραμένει έωλο είναι τα υποκείμενα αυτών των πολιτικών, οι άμεσοι

δρώντες. Έχουμε ακούσει πολλά για τον σκληρό πυρήνα, για τον περιορισμό της

συμμετοχής στα ιδρυτικά μέλη κ.ο.κ.

Όπως, επίσης, γνωρίζουμε ότι υπάρχουν ορισμένοι εταίροι που δεν επιθυμούν την

άμεση συμμετοχή τους σε οποιαδήποτε πολιτική διεύρυνση.

Το κριτήριο επιλογής που θα μπορούσε τελικά να επικρατήσει, σχετικά με τη

συμμετοχή σε νέες προωθημένες πολιτικές, είναι η ένταξη στην ΟΝΕ. Τουλάχιστον

για όσες πολιτικές συναρτώνται, άμεσα ή έμμεσα με την αποτελεσματική

πραγμάτωση της.

Η αιτιολογική βάση αυτής της επιλογής κριτηρίου είναι απλή: τα κράτη που έχουν

αποφασίσει να συμμετάσχουν στην ΟΝΕ έχουν προχωρήσει σε υψηλό βαθμό

ολοκλήρωσης των δομών και των θεσμών τους σε σχέση με άλλες χώρες. Ταυτόχρονα

έχουν την ανάγκη να υποστηριχθούν και από άλλες πολιτικές, οι οποίες θα τα

εναρμονίσουν περαιτέρω με τις τεκμαρτές (από τη συμμετοχή τους στην ΟΝΕ)

ανάγκες τους, που δεν μπορούν πια να ικανοποιηθούν από καθαρά εθνικές, κι

ασύνδετες μεταξύ τους, πολιτικές. Το κυριότερο, όμως, επιχείρημα, της ταύτισης

των κρατών της ΟΝΕ με τα κράτη που πρέπει να προωθήσουν την ενοποιητική

διαδικασία, στηρίζεται στη διαπίστωση ότι η ΟΝΕ είναι ένα αναγκαίο στάδιο

ενοποίησης, όχι όμως ένας αυτοσκοπός. Πράγματι η ΟΝΕ δεν είναι ένα απομονωμένο

επίτευγμα της ολοκλήρωσης.

Είναι ένας σημαντικός σταθμός προς τον τελικό στόχο, την πολιτική ένωση, που

συμπληρώνει ικανοποιητικά μια από τις δύο κεντρικές προϋποθέσεις της ένωσης:

τη σχετική οικονομική ισοτιμία των συστατικών οντοτήτων της (η άλλη είναι

φυσικά η δημοκρατική ολοκλήρωση σε ένα κράτος δικαίου). Όταν αυτές οι δύο

προϋποθέσεις πληρούνται ­ σύμφωνα και με τα οράματα των θεμελιωτών της ιδέας

της ενοποίησης ­ τότε αυτό που απομένει είναι η συμπλήρωσή της με άλλες

πολιτικές που απλά εναρμονίζουν τις υπόλοιπες εκφάνσεις του επιστητού, και

οδηγούν βαθμιαία στο ύπατο στάδιο.

Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να υποστηρίξει μια τέτοια «συμμετοχική» εκδοχή. Δεν

συζητώ, βέβαια, καθόλου το θέμα του αν τη συμφέρει η περαιτέρω ενοποίηση. Τη

στιγμή που η Ευρώπη ολόκληρη, άρα και χώρες πολύ πιο ισχυρές από τη δική μας,

αισθάνονται την ανάγκη να συνασπιστούν για να αντιμετωπίσουν τους τρέχοντες

κραδασμούς, θα ήταν παράδοξο η Ελλάδα να επαναπαυόταν παθητικά στην αυτοτέλεια

και τη μοναδικότητά της.

Έχουμε πια τόσο εμπλακεί στους μηχανισμούς της διεθνούς κοινότητας και των

διεθνών συναλλαγών ­ κάτι που κάθε σύγχρονη χώρα έχει υιοθετήσει και κάθε χώρα

επιθυμεί ­ ώστε ιδέες απομονωτισμού μόνο αρνητικές συνέπειες θα μπορούσαν να

επιφέρουν αν επέπλεαν. Εξάλλου, παρά τις αντιστάσεις μιας μερίδας που επιθυμεί

την αδράνεια και τη στασιμότητα, τα πιο ζωντανά, και τελικά αντιπροσωπευτικά

τμήματα της κοινωνίας μας φαίνεται να συντάσσονται με αυτό το σκεπτικό. Κατά

συνέπεια, η πολιτική μας πρέπει να κατατείνει στην ενίσχυση εκείνης της

πλευράς που αποδέχεται τη συνέχιση της πορείας προς την τελική ένωση, με

βήματα προσεκτικά που να απορροφούν σε κάθε στάδιο τις μεταβολές.

Και στην ενίσχυση της ιδέας ότι η μακρά διαδικασία εμβάθυνσης πρέπει να

ξεκινήσει σύντομα με υποστηρικτικές πολιτικές για την αποτελεσματική ενίσχυση

της ΟΝΕ, και με φυσικούς πρωταγωνιστές της τις χώρες που μετέχουν σε αυτήν.

Το σύστημα αυτό ούτε κλειστό μπορεί να είναι, ούτε να εναντιώνεται στη

διεύρυνση: για κάθε χώρα που αγγίζει το στάδιο της οικονομικής ολοκλήρωσής της

με τους σημερινούς δώδεκα, οι άλλες πολιτικές θα πρέπει να είναι ανοικτές.

Το σχήμα αυτό, τέλος, δεν εναντιώνεται στη λογική άλλων ανεξάρτητων πολιτικών

που μπορούν να ακολουθηθούν από κράτη που δεν ανήκουν στην ΟΝΕ, ή από μείγματα

εντός και εκτός ΟΝΕ. Απλά θέτει τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή στηριγμένο σε

μια αντίληψη λειτουργικότητας.

Ο Χρήστος Ροζάκης είναι αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.