Ομόνοια – Σύνταγμα. Κανείς δεν μπορεί να υποδείξει με σιγουριά το ποιά από

τις δύο πλατείες αποτελεί το κέντρο της Αθήνας. Αντιθέτως, όλοι συμφωνούν ότι

το κέντρο της πρωτεύουσας είναι η περιοχή που οριοθετείται και από τις δύο

πλατείες, καθώς εκεί συνυπάρχουν οι πιο σημαντικές λειτουργίες της πόλης

Αν κάποιος ζητούσε τη γνώμη των Αθηναίων για το κέντρο της πόλης στην οποία

ζουν, θα τους άκουγε να καταμαρτυρούν πολλά. Όπως, για παράδειγμα, ότι το

κέντρο της Αθήνας είναι βάσανο για τον οδηγό αυτοκινήτου, πως είναι πολλές

φορές αποκλεισμένο εξαιτίας κάποιας πορείας ή ότι μονίμως μοιάζει με θάλαμο

καυσαερίων.

Αν τώρα κάποιος ρωτούσε τους Αθηναίους να του υποδείξουν ποιο είναι αυτό το

κέντρο, και ειδικότερα ποια πλατεία θεωρούν το κέντρο της πόλης τους, τότε

σίγουρα για κάποια δευτερόλεπτα θα… έξυναν το κεφάλι τους αμήχανα.

Οι γνώμες είναι πολλές και η κάθε πλευρά έχει αξιόλογα επιχειρήματα να

αντιτάξει. Εν τέλει, όμως, η αλήθεια ίσως να βρίσκεται κάπου στη μέση. Ότι

δηλαδή στη σημερινή Αθήνα, με την έκταση που έχει αποκτήσει και τον τρόπο της

ανάπτυξής της, κέντρο αποτελεί μία ευρύτερη περιοχή που περιλαμβάνει και τις

δύο πλατείες. Στο κάτω κάτω, λένε κάποιοι, οι σύγχρονες μητροπόλεις δεν έχουν

μόνο ένα κέντρο, αλλά πολλά. Και η Αθήνα σίγουρα είναι μια σύγχρονη μητρόπολη.

Το πρώτο ρυμοτομικό

Από τη δεκαετία του 1830, όταν μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα του νεοσύστατου

ελληνικού κράτους στην Αθήνα, θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι οι δύο

πλατείες διαγκωνίζονταν για την πρωτοκαθεδρία. Εκείνη την εποχή είχαμε το

πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης, το οποίο ετοίμασαν οι αρχιτέκτονες Σταμάτης

Κλεάνθης και Εδουάρδος Σάουμπερτ. Το σχέδιο επεφύλασσε ισοδύναμο ρόλο σε τρεις

πλατείες (Γκάζι, Ομόνοια και Σύνταγμα). Από εκεί και μετά ξεκίνησε ο αγώνας

της πρωτιάς, που έφθασε μάλιστα στο σημείο να αποκτήσει και ταξικές

αποχρώσεις.

Κάποιοι είπαν ότι η Ομόνοια ήταν αρχικά το κέντρο της Αθήνας επειδή εκεί ήταν

όλα τα μαγαζιά και οι φημισμένοι οίκοι ένδυσης, όπως στην οδό Αιόλου, ενώ

άλλοι αντέτειναν ότι το Σύνταγμα, με όλα τα υπουργεία γύρω του και τη Βουλή,

αποτελούσε το διοικητικό κέντρο όλης της χώρας, επομένως και το κέντρο της

πρωτεύουσας.

Στην Ομόνοια είχε αφετηρία το 1880 ο ιπποσιδηρόδρομος, στο Σύνταγμα όμως έγινε

αργότερα ο κεντρικός σταθμός του Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου της Αθήνας. Οι

χιλιομετρικές αποστάσεις όταν αναφέρονται στην πρωτεύουσα λαμβάνουν ως σημείο

αναφοράς τους την Ομόνοια, αλλά από την άλλη όλοι οι κύριοι δρόμοι ξεκινούν

από το Σύνταγμα. Το ίδιο και η αρίθμηση. Στο Σύνταγμα επίσης γίνονταν οι

κεντρικές προεκλογικές συγκεντρώσεις των τελευταίων χρόνων, ενώ για την

κυριότητα της ίδιας πλατείας τσακώνονταν και αλληλοϋβρίζονταν προσφάτως το

ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία.

Και άλλα κέντρα

Την ίδια στιγμή πάντως ξεφύτρωσαν και άλλα κέντρα, κοινωνικού και εμπορικού

ενδιαφέροντος. Κέντρα σε… κεντρικά σημεία, όπως το Κολωνάκι, αλλά και κέντρα

σε προάστια των Αθηνών με πολυλειτουργικό χαρακτήρα. Για τον κάτοικο της Άνω

Κυψέλης «κέντρο» μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί η Φωκίωνος Νέγρη, ενώ για

τον κάτοικο της Άνω Γλυφάδας τι πιο κεντρικό σημείο από την Ιωάννου Μεταξά.

Τοπικές κοινωνίες που έχουν αναδείξει δικούς τους πολυλειτουργικούς χώρους,

ανεξάρτητους από εκείνον της μητρόπολης.

Από πολεοδομική άποψη, μια πόλη που έχει το μέγεθος της Αθήνας και το οποίο

ισούται σχεδόν με το 2,8% της έκτασης της Ελλάδας, δεν μπορεί να έχει ως

κέντρο την περιοχή που ορίζεται από μία πλατεία. «Τι να πρωτοσυγκεντρωθεί

εκεί; Οι διοικητικές υπηρεσίες, το εμπόριο, η κοινωνική ζωή;», αναρωτιούνται

οι πολεοδόμοι. Μια πιο σωστή προσέγγιση, όπως τονίζουν ορισμένοι

συγκοινωνιολόγοι, είναι να θεωρηθεί ως κέντρο της Αθήνας μια ευρύτερη περιοχή

που ορίζεται και από τις δύο πλατείες και την οποία σηματοδοτούν οι οδοί

Σόλωνος, Πατησίων, Σταδίου, Βασιλίσσης Σοφίας, καθώς σε αυτό τον χώρο

εντοπίζονται οι δραστηριότητες που έλκουν τις περισσότερες μετακινήσεις.

Τα σχέδια των δύο πρώτων πολεοδόμων για τον τριγωνικό άξονα

Τα πράγματα στην αρχαιότητα ήταν σίγουρα πιο… διακριτά. Το κέντρο της Αθήνας

οριοθετείτο από τα σημεία που σήμερα βρίσκεται το Θησείο, το Μεταξουργείο, η

Ακαδημία Πλάτωνος. Κοντά στους πρόποδες της Ακρόπολης, στην Αρχαία Αγορά,

υπήρχε το κέντρο της πόλης που συνδύαζε πολλές χρήσεις μαζί. Εκεί βρίσκονταν

τόσο η κεντρική διοίκηση όσο και το εμπορικό κομμάτι της πόλης. Περιμετρικά

κτισμένες ήταν οι κατοικίες. Φυσικά, τόσο η Πλατεία Συντάγματος όσο και εκείνη

της Ομονοίας δεν υπήρχαν.

Πολλούς αιώνες αργότερα, ο ρόλος του κέντρου εξακολούθησε να χαρακτηρίζει τις

μεσαιωνικές πόλεις και τις πόλεις της εποχής της βιομηχανικής επανάστασης. Το

κέντρο συνίστατο πάντα σε μια κεντρική πλατεία, στην οποία υπήρχε το

δημαρχείο, ο καθεδρικός ναός, τα δικαστήρια. Ανάλογα με τον βαθμό ανάπτυξης

της αστικής τάξης και συνακόλουθα του εμπορίου, σε μικρή ακτίνα από την

κεντρική πλατεία της πόλης εμφανίζονται τα εμπορικά καταστήματα και οι χώροι

γενικότερης εμπορικής δραστηριότητας.

«Έτσι, λοιπόν, όσο μια πόλη επεκτεινόταν τόσο το αρχικό της κέντρο έχανε τον

αποκλειστικό του ρόλο και δημιουργούνταν μικρότερα κέντρα, περιφερειακά ή

ακτινωτά προς το βασικό κέντρο, τα οποία όμως συνδέονταν μεταξύ τους με

κύριους οδικούς άξονες», λέει ο αρχιτέκτονας δρ πολεοδόμος Σπύρος Τσαγκαράτος.

«Στο ιστορικό κέντρο παραμένουν τώρα οι δημόσιες ή οι κρατικές υπηρεσίες, ενώ

στα νέα περιφερειακά κέντρα δημιουργούνται καινούργιες εταιρείες, εμπορικά

καταστήματα ή σύγχρονα πολιτιστικά συγκροτήματα ­ χώροι ψυχαγωγίας, όπως για

παράδειγμα τα πολυσινεμά».

Στην Αθήνα, τώρα, μετά τη Συνθήκη του Λονδίνου το 1830 και τον καθορισμό τής

πόλης ως πρωτεύουσας του νεοσύστατου ­ τότε ­ ελληνικού κράτους, εμφανίζονται

δύο αρχιτέκτονες οι οποίοι αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν το ρυμοτομικό σχέδιο

της νέας πρωτεύουσας. Ο Σταμάτης Κλεάνθης και ο Εδουάρδος Σάουμπερτ

ολοκλήρωσαν το σχέδιό τους τον Δεκέμβριο του 1831. Αυτό προέβλεπε την ανάπτυξη

της πόλης γύρω από το τρίγωνο που θα σχημάτιζαν τρεις πλατείες. Της Ομόνοιας,

του Συντάγματος και μίας ακόμη ­ στη σημερινή περιοχή του Γκαζιού ­ που όμως

δεν έγινε.

Η Πλατεία Ομονοίας, όπως την είχαν οραματιστεί οι δύο αρχιτέκτονες, θα είχε

ορθογώνιο σχήμα και θα ονομαζόταν πλατεία Ανακτόρων. Εκεί θα ανέγειραν τα

βασιλικά ανάκτορα, τα οποία θα είχαν θέα προς την Ακρόπολη, και γύρω από αυτήν

θα κατασκευάζονταν τα υπουργεία. Το σχέδιο αυτό όμως δεν ευοδώθηκε και το 1834

ο Γερμανός αρχιτέκτονας Leo von Klenze μετέφερε τα ανάκτορα στον Κεραμεικό.

Στη θέση της πλατείας Ανακτόρων δημιουργείται μια μικρή κυκλική πλατεία, που

στη συνέχεια αλλάζει ξανά το σχήμα και το όνομά της, ώσπου φθάνουμε στα 1863.

Εκείνη την εποχή που η Πλατεία Ομονοίας, μετά την έξωση του Όθωνα, λαμβάνει

και το τελικό της όνομα, θεωρούνται μαζί με την Πλατεία Συντάγματος ως οι

κεντρικότερες πλατείες της Αθήνας. Η Πλατεία Συντάγματος έχει ήδη γράψει τον

δικό της ρόλο στην Ιστορία του ελληνικού κράτους και εξαιτίας αυτής ακριβώς

της ταυτότητάς της διεκδικεί ισοδύναμα το χρίσμα του κέντρου της Αθήνας.

Οι σημερινές μεγαλουπόλεις δεν έχουν μόνο ένα κέντρο

Το κέντρο, με την έννοια του κεντρικού σημείου, δεν υφίσταται στις σημερινές

μεγαλουπόλεις. Η επιστήμη της πολεοδομίας χαρακτηρίζει ως κέντρο μιας πόλης

τον χώρο εκείνο που συγκεντρώνονται όλες οι λειτουργίες. Δηλαδή η κεντρική

διοίκηση, το εμπόριο, η ψυχαγωγία, οι πολιτιστικές δραστηριότητες. Όμως,

επειδή σε σύγχρονες πόλεις με πληθυσμό τριών και παραπάνω εκατομμυρίων

ανθρώπων ένας τέτοιος χώρος δεν μπορεί να «βαστάξει» όλα αυτά, το κέντρο δεν

είναι ένα, αλλά περισσότερα. Και κυρίως, όπως τονίζει ο πολεοδόμος κ. Βασίλης

Κουτσάκος, δεν μπορεί να εξαντληθεί στην έκταση μόνο μιας πλατείας.

Ο κ. Κουτσάκος διακρίνει ένα ακόμη χαρακτηριστικό στον πολυλειτουργικό ρόλο

του κέντρου. «Αυτό της ιδιότητάς του να αναδεικνύει την ταυτότητα της πόλης».

Όμως, όπως προσθέτει, ούτε η Πλατεία Συντάγματος ούτε η Πλατεία Ομονοίας

διαθέτουν ξεχωριστά η μία από την άλλη μια τέτοια ιδιότητα. «Η Πλατεία

Συντάγματος είναι ένας χώρος συνδεδεμένος άμεσα με τη νεώτερη ιστορία μας.

Εκεί αποκτήθηκε το Σύνταγμα του κράτους, εκεί είναι το Κοινοβούλιο, εκεί

βρίσκονται τα σημαντικότερα υπουργεία. Από την άλλη πλευρά, η Ομόνοια αποτελεί

σήμερα ένα σταυροδρόμι λαών, με έντονες ακόμα μνήμες από την εποχή που

μονοπωλούσε, λόγω της πληθώρας των καταστημάτων της, το αγοραστικό ενδιαφέρον

των Αθηναίων. Ως κέντρο της Αθήνας θα μπορούσε πιο σωστά να χαρακτηριστεί η

περιοχή που οριοθετεί ο μικρός δακτύλιος, παρά μία από τις δύο πλατείες. Γιατί

εντός του δακτυλίου βρίσκονται όλα μαζί».

Μετρούν από την Ομόνοια

Πρόκειται για μία άποψη που βρίσκει σε γενικές γραμμές σύμφωνο και τον

συγκοινωνιολόγο Γιάννη Γκόλια. Η θέση που είναι το δίπολο Συντάγματος –

Ομόνοιας, ένα επίμηκες κομμάτι της Αθήνας που περικλείεται από τη Σόλωνος, την

Πατησίων, τη Σταδίου και τη Βασιλίσσης Σοφίας, αποτελεί την καρδιά της Αθήνας.

«Από συγκοινωνιολογική σκοπιά στο σημείο αυτό εντοπίζονται οι περισσότερες

δραστηριότητες, που με τη σειρά τους έλκουν και τις περισσότερες

μετακινήσεις».

Ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ερμηνεύσει το γιατί η καταμέτρηση των χιλιομετρικών

αποστάσεων της Αθήνας με άλλες πόλεις έχουν ως αφετηρία την Πλατεία Ομονοίας.

«Ουσιαστικά, μου φαίνεται ως μια διοικητική πράξη που δεν έχει πίσω της κάποια

ισχυρή αιτιολογία. Θεωρώ πιο λογικό να έγινε στην τύχη». Ίσως, πάλι, να έγινε

επειδή κάποιοι θεωρούσαν την Πλατεία Ομονοίας ως κέντρο της Αθήνας για τον

λόγο ότι βρίσκεται πιο… κοντά στις προσβάσεις των Εθνικών οδών απ’ ό,τι το

Σύνταγμα.

Μάλιστα με την ίδια ίσως λογική, τα νούμερα των δρόμων, που βρίσκονται μεταξύ

των δύο πλατειών, αρχίζουν από το Σύνταγμα και καταλήγουν στην Ομόνοια. «Η

αλήθεια είναι ότι όλοι οι κεντρικοί δρόμοι αρχίζουν από το Σύνταγμα», λέει ο

κ. Άρης Αβούρης, ο οποίος είναι πρώτος αντιπρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου της

Αθήνας. «Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Ομόνοια παλαιότερα ήταν σε δεύτερη

μοίρα. Το Σύνταγμα είχε τα υπουργεία, τα ακριβά ξενοδοχεία όπως τη “Μεγάλη

Βρετάνια”, τα ζαχαροπλαστεία και την Ερμού που ήταν ο πιο εμπορικός δρόμος

στην Αθήνα, ενώ η Ομόνοια είχε μαγαζιά πιο φθηνά, με ρούχα και κάθε λογής

εμπορεύματα, που συγκέντρωναν κόσμο από τις λεγόμενες λαϊκές συνοικίες. Είχε

όμως και στέκια σαν τον “Πράπα”, το “Νέον” που συγκέντρωναν ανθρώπους της

πολιτικής και του πνεύματος».

Πλατείες των τάξεων

Την άποψη ότι η Ομόνοια αποτελούσε το «κέντρο» των φτωχών και των επαρχιωτών,

οι οποίοι κατέκλυζαν τα γύρω ξενοδοχεία μόλις έφθαναν στην Αθήνα, από κάθε

σημείο της χώρας και πως το Σύνταγμα ήταν το «κέντρο» της αφρόκρεμας της

αθηναϊκής κοινωνίας, παραδέχεται έως ένα σημείο και ο πρόεδρος του Συλλόγου

των Αθηναίων, κ. Γιάννης Τοτόμης.

«Η Ομόνοια ήταν χωρίς αμφιβολία το πιο εμπορικό σημείο της Αθήνας. Είχε όλων

των ειδών τα μαγαζιά και μάλιστα την αίγλη που έχει σήμερα η οδός Ερμού την

είχε τότε η οδός Αιόλου. Όμως, ακόμα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η

Ομόνοια διατήρησε τα σκήπτρα στην εμπορική κίνηση. Ας θυμηθούμε από πότε είναι

εκεί ο “Λαμπρόπουλος”, το “Μινιόν”, ο “Δραγώνας”. Από την άλλη πλευρά το

Σύνταγμα ήταν πιο κοσμικό. Κυρίως, ήταν το διοικητικό κέντρο. Εκεί δεσπόζει η

Βουλή και παλαιότερα τα περισσότερα υπουργεία. Επίσης, οι σημαντικότερες

πρεσβείες. Τα ξακουστά ζαχαροπλαστεία των Αντωνιάδη, Ζαχαράτου, Ζαβορίτη, που

ονομάζονταν και «Δαρδανέλια» γιατί από εκεί περνούσε όλος ο κόσμος. Ήταν αυτό

που λέμε σήμερα πέρασμα».

Πάντως, βλέποντας κανείς στο πέρασμα του χρόνου την περιοχή μεταξύ του

Συντάγματος και της Ομόνοιας ως ένα ενιαίο κομμάτι, δεν θα δυσκολευόταν να

συμπεράνει πως πρόκειται για το πιο αντιπροσωπευτικό κομμάτι της πόλης, άρα

και για το πιο κεντρικό. Στην περιοχή χτίστηκαν τα σημαντικότερα κτίρια, όπως

το Ιλίου Μέλαθρον και το Αρσάκειο. Μεγάλα θέατρα όπως του Ανδρεάδη, της

Κυβέλης, του Μουσούρη. Τα πιο φημισμένα ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια, ακόμα

και μετά το 1950, όταν σιγά σιγά άρχισε να ανεβαίνει το Κολωνάκι. Και φυσικά,

ολόκληρη η δομή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας της χώρας.