Πολύ «νερό» έχει κυλήσει στο ελληνικό τραπεζικό γίγνεσθαι από το 1995 μέχρι

σήμερα. Ο χρόνος, όπως ήταν φυσικό, άφησε τα σημάδια του και στα τραπεζικά

μερίδια αγοράς. Μπορεί η πρώτη θέση της Εθνικής Τράπεζας να παραμένει

αδιαμφισβήτητη, όμως η απόσταση που τη χωρίζει από τη δεύτερη πλέον Alpha Bank

έχει μειωθεί σημαντικά. Πριν από πέντε χρόνια βέβαια, η τράπεζα του κ. Γιάννη

Κωστόπουλου δεν βρισκόταν καν στη δεύτερη θέση, αλλά μόλις στην τρίτη. Στο

χρονικό διάστημα που μεσολάβησε όμως υπερκέρασε την ­ τότε δεύτερη ­ Εμπορική,

η οποία τώρα «χάνει» τη μάχη και της τρίτης θέσης από τον όμιλο της Efg

Eurobank.

Το δυνατό «μπάσιμο» που επιχείρησε ο όμιλος τραπεζών Λάτση, κατά τα πέντε

προηγούμενα χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα το μερίδιο αγοράς του, ως προς το

ενεργητικό, να φθάσει πέρυσι στο 9,7%, έναντι του μόλις 0,9% που κατείχε το

1995, σύμφωνα πάντα με τα επίσημα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος. Το ίδιο

εντυπωσιακή όμως ήταν και η πορεία του ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς, μέσα στο

ίδιο χρονικό διάστημα. Η απόσταση που κάλυψε ο συγκεκριμένος όμιλος, από το

0,6% του 1995 έως το 6% του 1999, είναι το ίδιο εντυπωσιακή.

Σε ό,τι αφορά στον διαχρονικό πρώτο της αγοράς, την Εθνική Τράπεζα, η κίνηση

της συγχώνευσης με την Κτηματική αποδείχθηκε εξαιρετικά ευφυής, καθώς η πρωτιά

διασφαλίσθηκε για αρκετά χρόνια ακόμα, όπως μαρτυρούν οι αριθμοί.

Συγκεκριμένα, παρά τις «επιθέσεις» που δέχθηκε ο όμιλος της Εθνικής στην

πενταετία 1995 – 1999, κυρίως από τους ιδιωτικούς τραπεζικούς ομίλους,

κατόρθωσε να κρατήσει την πρώτη θέση και παράλληλα να συγκρατήσει το

μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του. Για την Εθνική, η περίοδος αυτή ήταν

μεταβατική και γι’ αυτό, ίσως, περισσότερο επικίνδυνη. Με το τέλος της

εσωτερικής της αναδιοργάνωσης, αναμένεται να «βγει» περισσότερο δυναμικά στην

αγορά, διεκδικώντας ακόμη μεγαλύτερα μερίδια.

Κάτι ανάλογο έκανε, κατά τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, η Alpha Τράπεζα

Πίστεως, η οποία «είδε» τα μερίδιά της να αυξάνουν κατακόρυφα στην τελευταία

πενταετία. Χρειάσθηκε όμως να εφαρμοσθεί μία καθ’ όλα επιθετική πολιτική, η

οποία κορυφώθηκε με την εξαγορά της τρίτης μεγαλύτερης κρατικής τράπεζας, της

Ιονικής, πέρυσι τον Μάρτιο. Σήμερα, η Alpha Bank πλέον (σ.σ. πρόκειται για το

«προϊόν» της συγχώνευσης της Alpha Τράπεζας Πίστεως με την Ιονική) είναι ο

αδιαμφισβήτητος δεύτερος «παίκτης» της αγοράς, έχοντας μάλιστα μειώσει

σημαντικά τη διαφορά που τη χωρίζει από τον πρώτο, δηλαδή την Εθνική.

Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα όμως και μετά μία επίθεση διαρκείας που

εξαπέλυσε ο όμιλος τραπεζών Λάτση, κατόρθωσε να βρεθεί από την αφάνεια στην

πρώτη τριάδα των μεγαλύτερων πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας. Υποσκελίσθηκε κι

αυτή ακόμη η Εμπορική Τράπεζα, η οποία από τη δεύτερη θέση του 1995 βρέθηκε

στην τέταρτη θέση του 1999, χάνοντας δύο θέσεις από την Alpha Bank και την Efg

Eurobank, αντίστοιχα. Όμως η Εμπορική προετοιμάζει ήδη την «αντεπίθεσή» της,

καθώς αναζητά στο εξωτερικό στρατηγικό σύμμαχο, ο οποίος θα της επιτρέψει να

επανέλθει στην πρώτη τριάδα.

Ούτως ή άλλως, το χάσμα που πρέπει να καλύψει, σε σχέση με την τρίτη Efg

Eurobank, είναι ακόμη μικρό. Από μικρή απόσταση ακολουθεί επίσης ο όμιλος της

Τράπεζας Πειραιώς, ο οποίος «παρακολουθεί» τις εξελίξεις, έτοιμος να

εκμεταλλευτεί κάθε ενδεχόμενη ευκαιρία που θα παρουσιασθεί. Το έπραξε, κατά το

παρελθόν, με τις περιπτώσεις της Τράπεζας Μακεδονίας – Θράκης και Xiosbank,

και φαίνεται διατεθειμένος να αναλάβει ανάλογες πρωτοβουλίες, εφόσον

παρουσιασθούν, στο μέλλον.

Η παραπάνω κατάταξη βεβαίως μεταβάλλεται, εάν συνυπολογισθεί και το μερίδιο

αγοράς της Αγροτικής Τράπεζας. Στην πενταετία που πέρασε πάντως, η ΑΤΕ έχασε

κάποιες δυνάμεις, τις οποίες όμως δεν αποκλείεται να ανακτήσει στο άμεσο

μέλλον, καθώς τα σχέδια που υπάρχουν για το συγκεκριμένο ίδρυμα είναι

ιδιαιτέρως φιλόδοξα.

Σε ό,τι αφορά στα μικρότερα πιστωτικά ιδρύματα, το κύριο χαρακτηριστικό της

πενταετίας που πέρασε ήταν η σημαντική μείωση των μεριδίων τους. Για την

ακρίβεια, έχουμε να κάνουμε με «ελεύθερη πτώση», αφού από το 15,4% του 1995,

βρέθηκαν στο 4,5% του 1999. Πρόκειται για ένα φαινόμενο, το οποίο χρήζει

ιδιαίτερης προσοχής. Όλα δείχνουν ότι ο ζωτικός χώρος ανάπτυξης των μικρών

τραπεζών περιορίζεται σε δραματικό βαθμό.

Αντιθέτως, σχεδόν καμία αλλαγή δεν έχει επέλθει στο μερίδιο αγοράς των ξένων

τραπεζών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας. Τηρούν μία στάση αναμονής,

διαφυλάσσοντας τις δυνάμεις τους και παρακολουθώντας τις τραπεζικές εξελίξεις

στη χώρα μας, πριν πάρουν τις οριστικές τους αποφάσεις για τη στάση που θα

κρατήσουν στο μέλλον.