Χωρίς προσωπικό, χωρίς οργάνωση και χωρίς οικονομικούς πόρους λειτουργεί(;) η

δημόσια υγεία στη χώρα μας. Υπάρχουν νομοί που δεν έχουν ούτε έναν επόπτη

υγείας για να ελέγξει συνθήκες που επηρεάζουν άμεσα την υγεία όλων μας, όπως

ας πούμε, την κατάσταση των ζωικών τροφών, ή τις συνθήκες λειτουργίας

καταστημάτων που σχετίζονται με την υγεία (π.χ. μικροβιολογικά ή ακτινολογικά

εργαστήρια, κλινικές, φαρμακεία, εστιατόρια, σφαγεία κ.λπ.), δεν υπάρχουν

αρκετοί άνθρωποι για να προωθήσουν τους εμβολιασμούς, ή για να ελέγξουν μια

ενδεχόμενη επιδημία.

Κενές θέσεις

Το 91% των θέσεων προσωπικού των Κέντρων Υγείας αυτής της αρμοδιότητας είναι

κενές, όπως κενές είναι, στο 60%, και οι θέσεις εποπτών δημόσιας υγείας της χώρας.

Η εικόνα που παρουσιάζει το δίκτυο των υπηρεσιών δημόσιας υγείας στην Ελλάδα

συνοψίζεται στην περιγραφή ενός νομίατρου (έτσι ονομάζεται ο υπεύθυνος των

υπηρεσιών δημόσιας υγείας του νομού) ο οποίος και συγκέντρωσε τα στοιχεία για

τη δραματική κατάσταση που επικρατεί σ’ αυτόν τον τομέα σε μια χώρα που είναι

σχεδόν ολοκληρωτικά προσανατολισμένη στην περίθαλψη των ασθενών και όχι στην

πρόληψη της αρρώστιας.

Λέει, λοιπόν, ο δρ Κοινωνικής Ιατρικής και νομίατρος στη Λάρισα κ. Χρήστος Ζηλίδης:

«Το πλέγμα των υπηρεσιών περιλαμβάνει μια Γενική Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας

χωρίς γιατρούς, χωρίς επόπτες και επισκέπτριες υγείας. Δεν περιλαμβάνει καμία

λειτουργούσα περιφερειακή υπηρεσία.

Σε 28 νομούς έχει επιτευχθεί το ακατόρθωτο: η δημόσια υγεία παρέχεται χωρίς

γιατρούς και σε κάποιους, χωρίς επόπτες και επισκέπτριες. Στους υπόλοιπους

παρατηρείται απλώς το παγκόσμιο ρεκόρ να είναι η δημόσια υγεία υπόθεση ενός ανθρώπου».

Τεράστιες αρμοδιότητες

Θα μπορούσε να είναι μια υπερ-υπηρεσία για να μπορεί να καλύπτει

αποτελεσματικά το τεράστιο εύρος αρμοδιοτήτων και ευθυνών που συνεπάγεται αυτό

που ονομάζουμε δημόσια υγεία.

Και που, αντίθετα με τον τρόπο που συνήθως χρησιμοποιείται ο όρος, αφορά την

προστασία της υγείας των πολιτών.

Έτσι, μέσα στον χώρο ευθύνης των υπηρεσιών δημόσιας υγείας, περιλαμβάνονται, ενδεικτικά:

* Ο έλεγχος της ύδρευσης, της αποχέτευσης, των τροφίμων, των καταστημάτων και

επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος, η εξασφάλιση των όρων υγιεινής σε

δημόσιους υγειονομικούς χώρους, η περιβαλλοντική, αστική και αγροτική υγιεινή.

* Η εφαρμογή προγραμμάτων εμβολιασμών, η καταγραφή και επιδημιολογική έρευνα

λοιμωδών νοσημάτων, η διερεύνηση και αντιμετώπιση επιδημιών, η πρόληψη

σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων, η αγωγή υγείας.

* Η εποπτεία καλής λειτουργίας δημόσιων αλλά και ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας,

εργαστηρίων, φαρμακείων, οδοντιατρείων, φυσικοθεραπευτηρίων και άλλων

επαγγελμάτων που σχετίζονται με την υγεία.

Αλλά και δεκάδες ακόμη πιθανές ή απίθανες αρμοδιότητες, όπως… οι άδειες

μεταφοράς νεκρών στο εξωτερικό ή ο έλεγχος καταλληλότητας των γυαλιών που

κυκλοφόρησαν για την έκλειψη ηλίου…

Κανέναν!

Με λίγα λόγια ευθύνεται σχεδόν για το σύνολο των δραστηριοτήτων μιας κοινωνίας

από τις οποίες εξαρτάται η καλή υγεία των πολιτών. Κι όμως, αυτή η τόσο

θεμελιακή λειτουργία έχει υποβιβαστεί σε επίπεδο διεκπεραίωσης όπως

τουλάχιστον δείχνουν τα στοιχεία που, ενδεικτικά επίσης, αναφέρει ο κ.

Ζηλίδης. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι:

* Από τις 55 Νομαρχιακές Διευθύνσεις Υγιεινής οι 28 δεν διαθέτουν κανέναν

γιατρό δημόσιας υγείας (νομίατρο) και εξυπηρετούνται από κάποιο, αποσπασμένο

αγροτικό, ή ειδικευόμενο ή άλλο γιατρό του ΕΣΥ. Στη συντριπτική πλειονότητα

των υπολοίπων νομών υπάρχει ένας μόνο γιατρός και, σε ελάχιστες μόνο

περιπτώσεις, δεύτερος.

* Σε όλη τη χώρα υπηρετούν μόλις 266 επόπτες δημόσιας υγείας ενώ το… 60% των

προβλεπόμενων θέσεων παραμένουν κενές. Υπάρχουν αρκετοί νομοί χωρίς κανέναν ή

μόνον έναν επόπτη δημόσιας υγείας και αντίστοιχη είναι η κατάσταση με τις

επόπτριες δημόσιας υγείας.

Και από τις θέσεις που προβλέπονται στον κλάδο αυτό για τα Κέντρα Υγείας,

μόλις το 9% είναι καλυμμένες και το 91% κενές, ενώ ουδείς γνωρίζει ούτε πόσες

είναι ούτε πόσες είναι καλυμμένες από τις θέσεις που προβλέπονται για τις

Διευθύνσεις Υγιεινής.

Άλλωστε, ακόμη και η Κεντρική Διοίκηση λειτουργεί με ανεπαρκές προσωπικό σ’

αυτό τον τομέα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γενική Διεύθυνση του υπουργείου Υγείας δεν διαθέτει

αυτή τη στιγμή κανέναν γιατρό εκτός από τους διευθυντές και οι 2-3 γιατροί που

ανήκουν στη δύναμή της είναι αυτό τον καιρό απασχολημένοι εκτός υπουργείου,

στους καταυλισμούς των σεισμοπαθών.

Επίσης, οι 40 θέσεις που προκηρύχθηκαν για τις περιφερειακές υπηρεσίες έμειναν

σχεδόν στην ολότητά τους κενές. Πρακτικά, λέει ο κ. Ζηλίδης, καμία

περιφερειακή υπηρεσία δεν έχει ακόμη αρχίσει να υφίσταται και να λειτουργεί.

«Αυτή η ασφυκτική έλλειψη επιστημονικού προσωπικού, συνεχίζει ο νομίατρος,

επιτείνεται από την αναγκαστική διάθεση αυτού του ελάχιστου προσωπικού σε

δραστηριότητες αλλότριες προς τη δημόσια υγεία ­ στις κοινωνικές ασφαλίσεις

του Δημοσίου, του ΟΓΑ κ.λπ.

Και σ’ αυτή την αριθμητική ανεπάρκεια προσωπικού, πρέπει να προσθέσει κανείς

την επιστημονική ανεπάρκεια σημαντικού τμήματος του διαθέσιμου προσωπικού,

δεδομένου ότι δεν υπάρχει σήμερα κανένας μηχανισμός που να εξασφαλίζει τη

συνεχιζόμενη εκπαίδευση και την επιστημονική αναβάθμιση».

Το θέμα συζητήθηκε εκτενώς σε φόρουμ για τη δημόσια υγεία που έγινε αυτές τις

ημέρες στην Αλεξανδρούπολη με συμμετοχή επιφανών επιστημόνων.

«Βρισκόμαστε στην καρδιά ενός υγειονομικού μεσαίωνα», είπε χαρακτηριστικά

μιλώντας για το θέμα της δημόσιας υγείας, ο δρ Γιάννης Κυριόπουλος.

«Η Ελλάδα ξοδεύει τα λιγότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα για προληπτική

ιατρική. Και σ’ αυτό τον τομέα είμαστε πιο πίσω από όσο βρισκόμασταν 20 χρόνια

πριν, όταν υπήρχαν προγράμματα πρόληψης για το κάπνισμα, τον μητρικό θηλασμό,

την έγκαιρη διάγνωση του γυναικολογικού καρκίνου κ.λπ.

Τα χρήματα πηγαίνουν εκεί που υπάρχουν χρήματα και όχι εκεί που υπάρχουν ανάγκες».

Να διαλέξουν ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και στο νοσοκομείο καλούνται 120

γιατροί, οι οποίοι είναι ενεργά μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας και

ταυτοχρόνως κατέχουν μόνιμη οργανική θέση σε δημόσια νοσοκομεία.

Οι περισσότεροι από αυτούς τους γιατρούς είναι διευθυντές σε κλινικές και

μονάδες των νοσοκομείων της Αθήνας, ενώ ορισμένοι είναι επιμελητές Α’.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το Πανεπιστήμιο Αθηνών έχει αρχίσει να ενημερώνει τους

γιατρούς ότι πρέπει να διαλέξουν μία από τις δύο θέσεις ­ μάλιστα έχουν ήδη

υποβληθεί οι πρώτες παραιτήσεις στις διοικήσεις ορισμένων νοσοκομείων.

Το πρόβλημα που έχει προκύψει οφείλεται στην ενεργοποίηση του νόμου 2530/1997

(του επονομαζόμενου «νόμου Αρσένη») ο οποίος προβλέπει ότι «στα μέλη ΔΕΠ

απαγορεύεται να κατέχουν άλλη, πλην του ΑΕΙ, μόνιμη οργανική θέση στον

ευρύτερο δημόσιο τομέα» ­ και συνεπώς «υποχρεούνται… να επιλέξουν αν θα

διατηρήσουν την πανεπιστημιακή θέση ή τη θέση του Δημοσίου».

Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, οι πανεπιστημιακοί γιατροί μπορούσαν να κατέχουν

και τις δύο θέσεις για μία διετία από τη δημοσίευσή του.

Η διορία αυτή έληξε στις 24 Οκτωβρίου 1999 και, αν δεν δοθεί παράταση, οι

γιατροί θα πρέπει να διαλέξουν.

Το όλο ζήτημα έχει απασχολήσει τα συναρμόδια υπουργεία Παιδείας και Υγείας,

και σύμφωνα με πληροφορίες ο υπουργός Παιδείας κ. Γεράσιμος Αρσένης έχει

υπογράψει την παράταση.

Οι πανεπιστημιακοί γιατροί χαρακτηρίζουν άδικη την ισχύ του νόμου,

υποστηρίζοντας ότι η κατοχή της δεύτερης θέσης από μέλη ΔΕΠ δεν συνεπάγεται

επιβάρυνση για το Δημόσιο, διότι η δεύτερη θέση είναι άμισθη ­ με άλλα λόγια,

ο πανεπιστημιακός γιατρός πληρώνεται είτε από το υπουργείο Υγείας είτε από το

υπουργείο Παιδείας, όχι και από τα δύο.

Τονίζουν επίσης ότι αν εφαρμοστεί ο νόμος και οι ίδιοι επιλέξουν το ΕΣΥ, το

πανεπιστήμιο θα στερηθεί πολλούς δασκάλους και χώρους εκπαιδεύσεως φοιτητών,

οι οποίοι εφεξής θα συσσωρεύονται στις ανεπαρκούσες από πλευράς χώρων και

κλινών πανεπιστημιακές κλινικές των νοσοκομείων.

Υποστηρίζουν ακόμα ότι εφόσον με την εργασία τους καλύπτουν εκατοντάδες κλίνες

των δημόσιων νοσοκομείων, η απομάκρυνσή τους από το ΕΣΥ θα προκαλέσει έστω και

προσωρινή διαταραχή στο σύστημα υγείας.

Σημειώνεται ότι αρκετοί από τους πανεπιστημιακούς που πρέπει να διαλέξουν θέση

είναι διευθυντές ­ και μάλιστα επί σειρά ετών ­ σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας

μεγάλων κρατικών νοσοκομείων, ενώ άλλοι είναι διευθυντές Μεταμοσχευτικών

Κέντρων ή σύγχρονων Ακτινολογικών Τμημάτων και Εργαστηρίων.