Η αναζήτηση συνεκτικής και αποτελεσματικής στρατηγικής για τις

ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελεί παλαιό κεφάλαιο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Το θέμα αναφύεται με αυξομειούμενη ένταση υπό το φως των εξελίξεων που

διαμορφώνει η εκάστοτε συγκυρία. Γύρω απ’ αυτό έχουν αναπτυχθεί και

συγκρούονται πολύ διαφορετικές απόψεις ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις του

τόπου αλλά και στο εσωτερικό όλων των κομμάτων. Η πολυπλοκότητα και το

ιστορικό βάθος του ζητήματος των ελληνοτουρκικών σχέσεων καθιστά τις

συγκρούσεις αυτές φυσικές και ως ένα βαθμό θεμιτές. Ως ένα βαθμό, γιατί

υποτίθεται ότι ο διάλογος αυτός έχει στόχο να προσφέρει απαντήσεις στα

επίκαιρα ερωτήματα και τα ελλείμματα στρατηγικής. Δεν έχει στόχο να

ενοχοποιήσει τις διαφορετικές απόψεις και να προκαλέσει ένα νέο διχασμό των

Ελλήνων σε «γραικύλους» και «ελληναράδες», σε ενδοτικούς και πατριώτες. Ο

διχασμός αυτού του τύπου είχε χαρακτηρίσει παλαιότερες εποχές της δημόσιας

ζωής και σίγουρα θα ήταν ανιστόρητη η επαναφορά του. Έχω την πεποίθηση ότι

αυτό όλοι και όλες το αντιλαμβάνονται. Ακόμη και όταν με προφανή κίνητρα,

ενδίδουν στον πειρασμό της «ανακάλυψης και καταγγελίας εθνοπροδοτών». Αυτά

είναι πρόσκαιρα.

Η άσκηση του βέτο

Το επίκαιρο θέμα στο κεφάλαιο ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι το ενδεχόμενο της

άρσης του ελληνικού βέτο στη χρηματοδότηση της Τουρκίας από τα ευρωπαϊκά

ταμεία. Το βέτο αυτό ασκείται με τη μέθοδο της μειοψηφίας του ενός στις

σχετικές συζητήσεις στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών διαδικασιών. Σε κάθε περίπτωση

πάντως η υπόθεση του βέτο στη χρηματοδότηση και την προσέγγιση της Τουρκίας

στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να αποτελεί για την Ελλάδα στρατηγικό στόχο.

Πρόκειται ασφαλώς για τακτικό χειρισμό στο πλαίσιο μιας γενικότερης αντίληψης.

Εφόσον έχουν έτσι τα πράγματα, η υπόθεση βέτο όφειλε και οφείλει να ενταχθεί

σε στρατηγικό πλαίσιο. Δηλαδή να αποτιμηθεί εάν υπηρετεί και ωφελεί ή όχι τους

ελληνικούς στόχους, πάντα υπό το πρίσμα της συγκυρίας των διμερών, ευρωπαϊκών

και διεθνών εξελίξεων.

Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί η παράκαμψη

του ζητήματος ουσίας, που δεν είναι άλλο από την υιοθέτηση και συνεπή εφαρμογή

μιας σύγχρονης και ρεαλιστικής εθνικής στρατηγικής για τα ελληνοτουρκικά.

Ισχυρίζομαι, όχι για πρώτη αλλά για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια, ότι

πολλά από τα προβλήματα της πολιτικής μας στα ελληνοτουρκικά οφείλονται

ακριβώς στην έλλειψη σαφούς στρατηγικής.

Δύο οι δρόμοι

Δεν υπάρχουν πολλοί δρόμοι: Ή συνεχίζουμε να υιοθετούμε τη στρατηγική της

έντασης και παρακολουθούμε την τουρκική επιθετικότητα με ανάλογες απαντήσεις

στο διπλωματικό και στρατιωτικό πεδίο και ό,τι αυτό συνεπάγεται ή ανατρέπουμε

τους όρους του παιχνιδιού εισάγοντας στα ελληνοτουρκικά μία εκ διαμέτρου

αντίθετη λογική. Δηλαδή μια πολιτική με στόχο τη μείωση της έντασης, τον

περιορισμό των εξοπλιστικών προγραμμάτων, την οικοδόμηση μέτρων αμοιβαίας

εμπιστοσύνης και σοβαρού, αξιόπιστου διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών. Μια

πολιτική που θα ευνοεί την προσέγγιση της Τουρκίας προς την Ευρώπη

αξιοποιώντας κάθε θετικό βήμα της χώρας αυτής να πλησιάσει τα ευρωπαϊκά

πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα. Είναι γνωστό ότι και στο παρελθόν προσωπικά

έχω ταχθεί υπέρ μιας ριζικά διαφορετικής πολιτικής για τα ελληνοτουρκικά από

αυτή που στην πράξη ακολουθήθηκε μέχρι σήμερα. Δεν παραγνωρίζω ασφαλώς τα

υπαρκτά προβλήματα, ούτε υποτιμώ τη στάση της άλλης πλευράς. Πιστεύω ότι από

τη στρατηγική της παρακολούθησης της έντασης, η Ελλάδα βγαίνει ζημιωμένη πολλαπλώς.

Το χειρότερο πάντως είναι ό,τι γίνεται τα τελευταία χρόνια, για λόγους

εσωτερικού ή εσωκομματικού πολιτικού κόστους: Οι παλινωδίες της ελληνικής

εξωτερικής πολιτικής ανάμεσα στους δύο δρόμους οδηγούν ούτως ή άλλως στην ήττα

των ελληνικών θέσεων και την αναξιοπιστία της χώρας.

Μόνιμη καχυποψία

Οι πραγματικές συνθήκες των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας από τις αρχές της

δεκαετίας του 1950 μέχρι τις μέρες μας έχουν με διακυμάνσεις τα χαρακτηριστικά

ενός φαινομένου, που εύστοχα έχει χαρακτηρισθεί από ιστορικούς μελετητές ως

ειρηνοπόλεμος. Είναι μια ιδιότυπη κατάσταση ενός οιονεί πολέμου μέσα σε

συνθήκες ειρήνης, όπου η μόνιμη καχυποψία έχει εγκατασταθεί στις σχέσεις των

δύο χωρών παράγοντας πολεμογενή ατμόσφαιρα, με τη βοήθεια τεράστιων

εξοπλιστικών προγραμμάτων, δυσβάστακτων και για τις δύο χώρες. Από τα

προγράμματα αυτά ωφελούνται τα συμφέροντα συγκεκριμένων χωρών, συγκεκριμένων

πολυεθνικών εταιρειών και οι επιτόπιοι μεσάζοντες. Το τουρκικό

στρατιωτικο-πολιτικό κατεστημένο έχει εδώ και πολλά χρόνια επενδύσει και για

εσωτερικούς λόγους στη στρατηγική αυτή της έντασης με ανακυκλούμενες απειλές,

επεκτατικούς σχεδιασμούς και προκλήσεις. Με αυτά τα δεδομένα, οι δύο χώρες

ρυμουλκούνται προς την ολέθρια διαδικασία της σύγκρουσης, με πιο πρόσφατο

παράδειγμα αυτό της κρίσης των Ιμίων αλλά και της έντασης που προκλήθηκε με

αφορμή την υπόθεση Οτζαλάν. Τα δύο τελευταία αυτά παραδείγματα είναι

ενδεικτικά και για την έλλειψη σαφούς στρατηγικής από την ελληνική πλευρά. Και

δυστυχώς δεν οδήγησαν σε εξαγωγή νηφάλιων συμπερασμάτων, ακριβώς επειδή η

συζήτηση φορτίστηκε με τις γνωστές διχαστικές αναφορές περί προδοτών και

πατριωτών. Ελπίζω ότι το φαινόμενο δεν θα επαναληφθεί.

Εξαντλήθηκαν τα όρια

Η υπόθεση του ελληνικού βέτο στη χρηματοδότηση της Τουρκίας από τα Ευρωπαϊκά

Ταμεία δεν είναι νέο ζήτημα. Δεν το δημιούργησαν οι σεισμοί, ούτε αποτελεί

προϊόν συναισθηματικής θεώρησης της εξωτερικής πολιτικής.

Αντίθετα, η υπόθεση αυτή απασχολεί και προβληματίζει εδώ και καιρό παράγοντες

του πολιτικού και δημοσίου βίου της χώρας από όλο το πολιτικό φάσμα. Και

αποτελεί μάλλον κοινή εκτίμηση ότι έχει εξαντλήσει τα όριά της. Αν η πολιτική

αυτή είχε να αποδώσει κάτι στο παρελθόν σε θετική κατεύθυνση, δηλαδή στην

άσκηση πίεσης στην Τουρκία να εναρμονισθεί με τα ευρωπαϊκά δεδομένα στον τομέα

των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διεύρυνσης της δημοκρατίας, σήμερα τείνει

να εξελιχθεί σε μια μονομερή εμμονή της Ελλάδας εις βάρος της Τουρκίας και σε

μία ακόμη ενδεχομένως ελληνοτουρκική διαφορά.

Το φορτισμένο συγκινησιακά κλίμα, εξαιτίας των δεινών που προκάλεσε η φυσική

καταστροφή στη γείτονα, δημιούργησε ατμόσφαιρα συναισθηματικής αλληλεγγύης

ανάμεσα στις δύο χώρες.

Το κλίμα αυτό ασφαλώς δεν μπορεί να καθορίζει τα πράγματα, αλλά δεν μπορεί

εξίσου και να μη λαμβάνεται υπόψη. Θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως ευκαιρία

σοβαρής συζήτησης απεμπλοκής της χώρας από μια αδιέξοδη υπόθεση.

Τι θα κερδίσουμε

Τι έχει να κερδίσει η Ελλάδα από το βέτο, όταν είναι γνωστό τοις πάσι ότι αυτό

μπορεί να παρακαμφθεί από τους εταίρους με τη μέθοδο του χαρακτηρισμού των

κονδυλίων ως αναπτυξιακών και την υπαγωγή τους στο καθεστώς της πλειοψηφίας;

Σε τι μπορεί να ωφεληθεί η Ελλάδα όταν στο γενικό θετικό ψυχολογικό κλίμα που

αναπτύσσεται σήμερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με θετικό διεθνή απόηχο, με

αφορμή λοιπόν τη σεισμική τραγωδία, εμφανίζεται να εμμένει σε υποθέσεις

ξεπερασμένες και ατελέσφορες;

Είναι δυνατόν να ισχυρισθεί κανείς σοβαρά ότι τα ελληνοτουρκικά θα τα

διευθετήσει ο σεισμός; Ασφαλώς όχι.

Εξίσου όμως δεν πρόκειται να προσφέρει τίποτε η εμμονή πως οτιδήποτε κι αν

προκύπτει, η Ελλάδα θα πρέπει να μένει εγκλωβισμένη στο παρελθόν και

πεισματικά να συντηρεί τη δυσπιστία.

Ας αποτελέσει τουλάχιστον η συγκυρία αφορμή για κατάθεση νηφάλιων

επιχειρημάτων. Ο σεβασμός της άλλης άποψης είναι προϋπόθεση για δημόσια ­

εθνικά επωφελή ­ συζήτηση.