Δύο είναι τα βασικά πλεονεκτήματα της χρηματοδοτικής μίσθωσης έναντι του

τραπεζικού δανεισμού, τα οποία θα πρέπει να υπολογίσει μία εταιρεία ή ένας

ελεύθερος επαγγελματίας, πριν αποφασίσει να προχωρήσει στην αγορά εξοπλισμού ή ακινήτου.

1ον Τα φορολογικά πλεονεκτήματα, και

2ον η βελτίωση της ρευστότητας.

«Τα φορολογικά πλεονεκτήματα της χρηματοδοτικής μίσθωσης εντοπίζονται στη

δυνατότητα ταχύτερης απόσβεσης και ουσιαστικής μείωσης των φορολογητέων

εσόδων, αφού εκπίπτεται ως δαπάνη το σύνολο των καταβαλλομένων μισθωμάτων»

τονίζει στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» ο κ. Αθανάσιος Παπαδημητρίου, στέλεχος

χρηματοδοτήσεων της ΕΤΒΑ Leasing.

Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση του τραπεζικού δανεισμού εκπίπτουν, ως

γνωστόν, μόνο οι τόκοι.

Παράλληλα, με τη χρηματοδοτική μίσθωση καλύπτεται το 100% της αξίας του

εξοπλισμού, ενώ στην περίπτωση της αγοράς ακινήτου θα πρέπει να σημειωθεί ότι

θεωρητικά μόνο καλύπτεται το 100%, ενώ στην πράξη εκτιμάται ότι το ποσοστό

αυτό αναμένεται να φθάνει στο 80% με 90%.

Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση του τραπεζικού δανεισμού, η συνήθης κάλυψη

που παρέχεται, για αγορά ακινήτου, κυμαίνεται στο 60% με 70%.

Δευτερευόντως, στην περίπτωση της χρηματοδοτικής μίσθωσης, προβλέπεται και

απαλλαγή των συμβάσεων αγοράς των μισθίων, με εξαίρεση τα κάθε είδους

μεταφορικά μέσα, από τέλη, εισφορές, και δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων.


«Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι το leasing συμφέρει πιο πολύ όταν η

διάρκεια της σύμβασης και ο φορολογικός συντελεστής απόσβεσης είναι χαμηλοί,

τα μισθώματα προκαταβάλλονται και η καταβολή των μισθωμάτων γίνεται αραιότερα,

για παράδειγμα, τριμηνιαίως αντί μηνιαίως» θα πει ο κ. Χάρης Βλάχος,

διευθυντής Credit και Marketing της ΟΤΕ Leasing.

«Σε κάθε περίπτωση σοβαρό πλεονέκτημα είναι και αυτό της βελτίωσης της

ρευστότητας, που επιτυγχάνεται μέσω της χρηματοδοτικής μίσθωσης» επισημαίνει ο

κ. Παναγιώτης Καμαρινόπουλος, διευθυντής της Alpha Leasing. Η εξέλιξη αυτή

είναι φυσιολογική από τη στιγμή που η επιχείρηση ή ο ελεύθερος επαγγελματίας

δεν χρειάζεται να εκταμιεύσει ποσά για την αγορά εξοπλισμού ή ακινήτου, με

αποτέλεσμα να βελτιώνεται και η εικόνα του ισολογισμού.

Στην περίπτωση μάλιστα αγοράς ακινήτου από εταιρεία, οπότε είναι δυνατή η

αγορά και επαναμίσθωσή του (sale & lease back), επιτυγχάνεται η βελτίωση

τόσο της ρευστότητας όσο και της εικόνας της κεφαλαιακής διάρθρωσης.

Συνοψίζοντας από την ΕΤΒΑ Leasing τα πλεονεκτήματα της αγοράς εξοπλισμού ή

ακινήτου μέσω της μεθόδου της χρηματοδοτικής μίσθωσης, επισημαίνουν ότι το

leasing βοηθάει, αν πρόκειται για την αγορά εξοπλισμού:

1) στη διατήρηση της ρευστότητας της εταιρείας

2) στη μείωση του κόστους και του χρόνου πραγματοποίησης της επένδυσης

3) στη χαμηλότερη φορολόγηση και στη βελτίωση της εικόνας του ισολογισμού

4) στη διευκόλυνση της κατάρτισης του προϋπολογισμού και των ταμειακών

προγραμμάτων της εταιρείας

5) στην απλοποίηση της λογιστικής καταχώρισης και παρακολούθησης και

6) στην εξασφάλιση ωφελειών από την τακτική ανανέωση του τεχνολογικού

της εξοπλισμού, έναντι των ανταγωνιστών της.

Αν πάλι πρόκειται για την αγορά ακινήτου, το leasing βοηθάει αφού:

1) το ποσοστό κάλυψης της αξίας της επένδυσης είναι μεγαλύτερο από αυτό

που προσφέρει ο τραπεζικός δανεισμός

2) διατηρείται η ρευστότητα της επιχείρησης

3) βελτιώνεται η εικόνα του ισολογισμού και της πιστοληπτικής ικανότητας

4) εξασφαλίζονται χαμηλά μισθώματα και ανταγωνιστικά προς τα ενοίκια

της αγοράς, με προοπτικές συνεχούς και γρήγορης περαιτέρω μείωσης, λόγω της

αναμενόμενης αποκλιμάκωσης των ελληνικών επιτοκίων εν όψει της ένταξης της

Ελλάδας στην ΟΝΕ.

5) επιτυγχάνονται σημαντικές μειώσεις στον καταβαλλόμενο φόρο

εισοδήματος και

6) αποκτάται το ακίνητο με τη λήξη της διάρκειας της χρηματοδοτικής

μίσθωσης, έναντι συμβολικού, ουσιαστικά, τιμήματος.


Ειδικά σε ό,τι αφορά το σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι στη λήξη της

διάρκειας της χρηματοδοτικής μίσθωσης το ακίνητο μεταβιβάζεται στο μισθωτή,

έναντι χαμηλού τιμήματος εξαγοράς, που όπως εκτιμάται από την αγορά των

εταιρειών leasing, θα κυμαίνεται στις συνήθεις περιπτώσεις μεταξύ 5% και 10%

της αρχικής αξίας του, ανεξαρτήτως της αξίας του, βάσει αντικειμενικού προσδιορισμού.

Αξίζει να σημειωθεί τέλος ότι η διάρκεια της χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων

είναι το λιγότερο δεκαετής, ενώ τα μισθώματα είναι κυμαινόμενα, με ρήτρα

διατραπεζικής (athibor) και περιθώρια συγκρίσιμα ή και ανταγωνιστικά προς τα

αντίστοιχα των μακροπρόθεσμων τραπεζικών χρηματοδοτήσεων.

Όπως τονίζουν χαρακτηριστικά από την Εθνική Leasing, όταν η ετήσια επιβάρυνση

για την αγορά ακινήτου, αξίας 1.000.000 δρχ., με τη μέθοδο του leasing, φθάνει

τις 177.697 δρχ., το αντίστοιχο τραπεζικό δάνειο που θα μπορούσε να

εξασφαλίσει αυτή την επιβάρυνση θα ήταν δεκαετούς διάρκειας, με επιτόκιο,

κυμαινόμενο, 10,96%. «Πού μπορεί να βρει όμως κανείς σήμερα, στην τραπεζική

αγορά, ένα τέτοιο δάνειο;» επισημαίνει ο διευθυντής Μάρκετινγκ της εταιρείας

κ. Παύλου.

Από την Alpha Leasing δίνουν με τη σειρά τους ένα άλλο παράδειγμα. «Αν

υποτεθεί ότι για την αγορά ενός ακινήτου αξίας 1.000.000 δρχ. πάρει κάποιος

ένα δάνειο, με επιτόκιο 15% για δέκα χρόνια, το ετήσιο όφελός του θα είναι

180.000 δρχ. από τους τόκους που εκπίπτουν. Στην περίπτωση του leasing, όμως,

τα μισθώματα που θα εκπέσουν υπολογίζονται σε 191.200 δρχ.

Αυτή η διαφορά που προκύπτει, αν αναχθεί σε πραγματικές αξίες ακινήτων που

ενδιαφέρουν τις επιχειρήσεις και φθάνουν τα 100.000.000, είναι κάτι παραπάνω

από αξιόλογη», τονίζουν.