Θα μπορούσατε να ζήσετε σ’ ένα σπίτι σαν αυτό όπου ζουν οι ηρωίδες σας
στη «Διακριτική Γοητεία των Αρσενικών»;
«Όχι, γιατί βλέπω τα πράγματα διαφορετικά. Γενικά εγώ ζω μέσα στο μυαλό
μου, δεν με ενδιαφέρει να έχω ένα σπίτι που να είναι πολύ ωραίο, δεν με
ενδιαφέρουν τα αυτοκίνητα. Έχω μια μηχανή που είναι πολύ καλή, είναι μια
δυομισάρα, που με πάει παντού. Δεν με νοιάζουν αυτά και οι φαντασιώσεις που
έχω είναι να πάω 15 μέρες στην Ισλανδία ή στην Κάρπαθο για τρέκινγκ, κάτι
τέτοια πράγματα που σε βγάζουν λίγο από τους ρυθμούς σου».
Η Όλγα Μαλέα είναι η κυρία των 204.000 εισιτηρίων πανελλαδικώς (μέχρι
στιγμής) στις κινηματογραφικές αίθουσες. Έχει «κόψει» έξι χιλιάδες εισιτήρια
λιγότερα από τον «Τρούμαν» και έχει περάσει με τα εισπρακτικά πάντα κριτήρια
τον αιματοβαμμένο «Ράιαν» του Σπίλμπεργκ και το «Η ζωή είναι ωραία» του Μπενίνι.
Αν όμως, αν δηλαδή πάντα υποθετικά της ζητούσαν να επιλέξει μεταξύ
χιλιάδων εισιτηρίων και Χρυσού Φοίνικα; Θα το σκεφτεί πολύ, θα απαντήσει με
ερώτηση, θα δηλώσει πως «η συγκεκριμένη ταινία δεν θα μπορούσε να ήταν
υποψήφια», θα χρειαστεί να επιμείνουμε στην υπόθεση, θα επιχειρήσει λεκτική
τρικλοποδιά λέγοντας «θα αντήλλασσε μερικές χιλιάδες εισιτηρίων για μερικές
ακόμα καλές κριτικές» και στο τέλος θα παραδεχΘεί: «Ναι, θα προτιμούσα έναν
Χρυσό Φοίνικα από τα χιλιάδες εισιτήρια».
|
|
Όλγα Μαλέα. «Γενικά, ενώ η οικογένειά μου μου έδωσε πολλά πράγματα, δεν ήταν εκεί που άνθησα, που βρήκα τον εαυτό μου»
|
Το δικό της σπίτι δεν είναι εύκολα «αναγνωρίσιμο». Δυο βαθυκόκκινα Μπουχάρα
στο πάτωμα συνδυάζονται με το κόκκινο του καρπουζιού στον πίνακα του Τέτση, η
σερβάντα στην τραπεζαρία είναι παραδοσιακή ελληνική, το έπιπλο της τηλεόρασης
είναι απλό ξύλινο, η κατασκευή που διαχωρίζει καθιστικό-γραφείο έχει ιταλικό
φινίρισμα και σε μια γωνία υπάρχει κι ένα τηλεσκόπιο.
Πάνω στο τραπεζάκι του καφέ δεν υπάρχουν ούτε εφτά πράσινα μήλα στη σειρά,
ούτε εφτά μικρά διάφανα μπουκαλάκια με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο το καθένα,
ούτε τέσσερα βαθιά πήλινα πιατάκια με φυτεμένο γρασίδι. Τα δυο της παιδιά που
απέκτησε σε ηλικία 28 και 31 χρόνων κάτι που την κατέστησε «τη μοναδική
εκείνη τη χρονιά πιο νεαρή μεταπτυχιακή μητέρα του Γέηλ» τρώνε το βραδινό
τους το καθένα στο πιάτο του μπροστά στην τηλεόραση και η μαμά τα ρωτάει αν
μετά το φαγητό έχουν κάποια εργασία να κάνουν από μόνα τους. Εκείνα
δυσανασχετούν λίγο στην ιδέα, «όχι μαζί, μαζί» της λένε, όμως τελικά την
βοηθούν να κλείσει τη βαριά συρόμενη πόρτα για να δώσει άλλη μία συνέντευξη
της τρέχουσας κινηματογραφικής σεζόν που τη βρίσκει μοναδικό ελληνικό όνομα
στο «τοπ τεν» των πετυχημένων εμπορικά ταινιών.
Κι όμως. Μέχρι τα δεκάξι της όταν πήγαινε σινεμά, μόνο την ταινία δεν έβλεπε!
Κι όταν έκανε το πρώτο της γύρισμα, στο Μπουένος Άιρες το 1985, δεν είχε δει
ποτέ πριν στη ζωή της πώς πραγματοποιείται ένα γύρισμα! Γνώριζε όμως πολύ
καλά, τη μεθοδολογία τού να μαθαίνει. Έχοντας σπουδάσει Νομικά στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών, ψυχολογία στο «Ντιρί» και τέσσερα χρόνια με υποτροφία στο
Γέηλ, έχοντας κάνει κι ένα μεταπτυχιακό στην ψυχολογία, βρέθηκε πιο κοντά στον
τρόπο απόκτησης της γνώσης.
Η πειθαρχία
«Σου βγαίνουν πολλά πράγματα μετά, κι ας μην είναι ολοφάνερο αυτό. Καταρχήν
σου βγαίνει η πειθαρχία. Εγώ ξέρω να κάνω ένα “ρισέτ”, ξέρω να γράψω, ξέρω ν’
αντιμετωπίσω ένα θέμα, ξέρω πώς θα βρω πληροφορίες, ξέρω να μαθαίνω πράγματα
από τα βιβλία, είναι λίγοι όσοι μπορούν να διαβάσουν ένα βιβλίο. Μπορώ να
διαβάσω για παράδειγμα το εγχειρίδιο ενός υπολογιστή και να τα καταλάβω όλα,
μετά να είμαι ικανή να χειριστώ τον υπολογιστή. Αυτό είναι κάτι που το
μαθαίνει κανείς. Εγώ το έμαθα».
Φυσικά δέχεται πως «δεν μπορείς να τα μάθεις όλα», αλλά ουσιαστικά «έμαθε» τι
κάνει ο σκηνοθέτης στο γύρισμα, διαβάζοντας και βλέποντας ταινίες χωρίς ήχο.
Και μετά; «Πούλησα… μούρη» απαντά χαμογελώντας.
Δηλαδή κ. Μαλέα εμφανιστήκατε ένα πρωί στο πλατό με «ύφος», προσεκτικό
ντύσιμο και βλέμμα «δύστροπο»;.
«Όχι, όχι, δεν παίζεται εκεί το παιγνίδι. Το παιγνίδι παίζεται στο τι πλάνα
ζητάς και πόσο αυτά τα πλάνα είναι εφικτά».
«Αγγελοπουλικά»
Όταν έκανε λοιπόν την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά το 1985 στην Αργεντινή,
ένα ντοκιμαντέρ για τη γενοβέζικη γειτονιά του Μπουένος Άιρες, το οποίο
αργότερα πουλήθηκε στην ιταλική τηλεόραση, χρειάστηκε να «μπλοφάρει» αρκετά
ώστε να μην υποπτευτεί κανείς πως ήταν καινούργια. Είχαν προηγηθεί κάποια
ακόμα φιλμάκια όταν έκανε ακόμα το μεταπτυχιακό στο Γέηλ. Τα πλάνα στο πρώτο
της γύρισμα όμως της βγήκαν «Αγγελοπουλικά». Δηλαδή καμία σχέση ούτε με τον
«Οργασμό της αγελάδας», ούτε με τη «Διακριτική γοητεία των αρσενικών».
«Εκείνη την εποχή μιμούμουν τον Αγγελόπουλο, αλλά μιμούμενη τον Αγγελόπουλο
είχα πολύ ξεκάθαρο αυτό που ήθελα να κάνω. Αυτή η ιερατική και κάπως βυζαντινή
αντιμετώπιση των πραγμάτων με μια μετωπική κάμερα, τα αργά τράβελινγκ, τα
μεγάλα πλάνα, ήταν αυτά που θεωρούσαμε “ιν” κι αυτό που διαβάζαμε εκείνη την
εποχή. Κι αυτό έκανα τότε. Ήθελα όμως να έχει εμπορική επιτυχία το φιλμάκι
μου. Δηλαδή μ’ ενδιέφερε αυτό το πράγμα γιατί σήμαινε πως μετά μπορούσα να
βάλω μπρος ένα καινούργιο πρότζεκτ».
Η «Γοητεία», ένα φιλμ που απεικονίζει τις σχέσεις των δύο φύλων στην απολύτως
σημερινή εποχή, ιδωμένο από τη «γυναικεία» ματιά, έκανε πρεμιέρα στο «Άστρον»
και το «Ιντεάλ» για το κοινό του Σινέ Κλαμπ. Η αίθουσα που αγαπά όμως
ιδιαίτερα η Όλγα Μαλέα είναι το «Αττικόν». Η σκηνοθέτις του «Οργασμού» όμως
θυμάται, σαν τώρα, που «ήθελε η πρώτη της πρεμιέρα» να είναι κάτω από την
εκπληκτική οροφή του «Αττικόν», όμως ο ιδιοκτήτης της είπε «αγελάδα εδώ μέσα
δεν θα μπει» χωρίς ν’ αφήσει κανένα περιθώριο. «Μετά όμως μου είπε “μπράβο”».
Πιστεύει ότι κάθε αίθουσα έχει το «κοινό» της και έχει δει μέχρι τώρα μέρος
της προβολής της «Γοητείας» σε δέκα διαφορετικές αίθουσες. «Η δόση γέλιου,
πρέπει να σας πω, αλλάζει αρκετά από σινεμά, σε σινεμά».
|
|
Όταν της αρέσει κάποιος είναι πιο σιωπηλή. «Γιατί κάπως αισθάνεσαι πιο
αμήχανα, εκτίθεσαι. Νομίζω πως συμβαίνει αυτό στους ανθρώπους».
Γνώρισε τον άνδρα της στα Αγγλικά. Εκείνη έκανε Ψυχολογία στο Γέιλ και εκείνος
πήγε στην Αμερική για να δει την αδελφή του την Ιταλίδα συγκάτοικό της. Το
φλερτ ήταν αμοιβαίο. Εκείνη σκέφτηκε «ενδιαφέρον τύπος». Ήταν «ψηλός, ξανθός
και γλυκούλης, το στυλ που μου αρέσει».
Περίπου τρεις εβδομάδες κράτησε το σασπένς της γνωριμίας, η οποία κατέληξε σε
γάμο και οικογένεια με δύο αγόρια. Οι τοίχοι στο Γέιλ έγραφαν: «Όλγα in Love».
Θα ήθελε ένα κορίτσι και το σκέφτηκε λίγο «να αποτολμήσει και τρίτο παιδί»,
όμως, «αν βγει κι αυτό αγόρι;». Κατ. Άλλο πλάνο.
Η Ρουθ σερβίρει ελληνικό καφέ, η συνομιλήτριά μας κρατάει μόνη της το
κασετοφωνάκι κοντά στο στόμα και στον ριγωτό καναπέ, δίπλα στο πιάνο, ένα
κουτί με κουλουράκια δημιουργεί προϋποθέσεις για γλυκά ψίχουλα. Η μαμά της
είναι αρχαιολόγος, που δεν εξάσκησε ποτέ το επάγγελμα για ν’ αφοσιωθεί στην
ανατροφή της. Είναι μοναχοπαίδι. «Και της έβγαινε που δεν δούλεψε ποτέ της,
όπως νομίζω βγαίνει σε όλες τις γυναίκες όσο και αν θέλουν να το κρύψουν».
Αυτό που την απογοητεύει περισσότερο είναι να βλέπει γυναίκες «στην ηλικία
μας» και εννοεί λίγο πριν – λίγο μετά τα σαράντα, «οι οποίες παρ’ ότι είχαν
περισσότερες επιλογές απ’ ό,τι η γενιά των μανάδων μας έρχονται και σου λένε
ότι έμειναν στο σπίτι για τα παιδιά και δεν το μετανιώνουν κι ας ξέρουν ότι
στα 45 τους θα χτυπάνε το κεφάλι στον τοίχο. Γιατί στα 45 είσαι ακόμα πολύ
νέος και αν δεν έχεις δουλέψει μέχρι τότε είσαι out».
Δηλαδη είναι μικρή προσφορά να μεγαλώσεις τα παιδιά σου;
«Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να μην κάνεις τίποτε άλλο στη ζωή σου που να σε
αναπτύσσει ως άτομο μόνο και μόνο για να μεγαλώσεις τα ρημάδια τα παιδιά.
Δηλαδή είναι τραγικό αυτό το πράγμα. Κανένας άνδρας δεν βάζει στο μυαλό του να
εγκαταλείψει οποιεσδήποτε άλλες ανησυχίες και φιλοδοξίες έχει για να είναι
πατέρας. Αυτή η βίδα που μπαίνει στα μυαλά των γυναικών είναι το κάτι άλλο.
Και σίγουρα εγώ δεν λέω πως έρχονται οι άνδρες και υποχρεώνουν με το τουφέκι
τις γυναίκες να μείνουν στο σπίτι. Αλλά υπάρχει αυτή η γυναικεία λύση, «πού να
τρέχω τώρα, ας μεγαλώσω τα παιδιά» και λένε όλοι «μπράβο».
Το θέμα των σχέσεων, η εξερεύνηση της σεξουαλικότητας, η απιστία, η
συμπεριφορά των δύο φύλων είναι ζητήματα που απασχολούν έντονα τις ηρωίδες και
τους ήρωες της Μαλέα. Η γυναίκα που εγκαταλείπει την καριέρα και σταματά να
εξελίσσεται ως άτομο, «συνήθως βλέπει τον άνδρα της στα πενήντα πέντε να τα
φτιάχνει με μια 35άρα. Για να σου πω, όμως, τι θα ήταν μια 50άρα πρόεδρος στον
Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ή επιχειρηματίας, να κάνει ταξίδια, να γνωρίζει
ανθρώπους, να κινείται σε άλλα επίπεδα, να ανοίγει το μυαλό της».
Στο πατρικό της θυμάται πώς παρατηρούσε μικρή το πρόγραμμα της μητέρας της,
πρόγραμμα δεδομένο, παρά την ύπαρξη οικιακής βοηθού. «Τη μία ημέρα κομμωτήριο,
την άλλη μπουγάδα. Τη Δευτέρα πλέναμε, δηλαδή όλο το σπίτι ασχολιόταν με αυτό.
Την Τρίτη παρακολουθούσε κάποιο μάθημα. Την Τετάρτη ήταν το κομμωτήριο. Την
Παρασκευή η λαϊκή. Την Πέμπτη κάποια χριστιανική οργάνωση ή κάτι τέτοιο. Όλα
δεδομένα, σε τάξη».
Στα 38 της πια αισθάνεται πως τώρα «ανθίζει». Γιατί «έχει μεγαλώσει
επιτέλους». Αυτό ήθελε από την εφηβεία ακόμα. Να κατασταλάξει στη ζωή της, να
ξέρει τι της γίνεται, να μη ζει σε στρόβιλο. «Από μικρή ήθελα να γίνω τριάντα.
Και όταν τελείωσα από τις σπουδές και τα μεταπτυχιακά και όταν έκανα και τα
δυο μου παιδιά, γιατί άμα καθόμουν κι αυτό να το σκεφτώ δεν μπορούσα να
απαντήσω στο δίλημμα, τότε βρήκα τον εαυτό μου και είπα, “ωραία, ξεκινάμε”.
Γράφει μόνη της το σενάριο. Στα χέρια της έχουν φτάσει κάποια, αλλά τίποτα
εξαιρετικό. Θαύμασε την ιδέα του «Τρούμαν Σόου». Τόσο απλή, τόσο «σενάριο», με
300 εκατομμύρια έκανες παγκόσμια επιτυχία. Όσο υπάρχει όμως «η δικτατορία του σκηνοθέτη»…
«Η αναγνώριση που παίρνει ο σκηνοθέτης στον κινηματογράφο είναι τεράστια.
Συγκριτικά με το σεναριογράφο, ακόμα και στο Χόλιγουντ, η δόξα είναι μεγάλη.
Είναι μεν περιζήτητοι οι σεναριογράφοι και αμείβονται, αλλά δεν προβάλλονται
καθόλου. Αντίθετα, στην τηλεόραση οι σεναριογράφοι έχουν μεγαλύτερο πρεστίζ.
Παράδειγμα η Μιρέλλα Παπαοικονόμου. Λένε “αυτό είναι της Παπαοικονόμου, όχι
του Ζαρουτιάδη”. Στο σινεμά το πάνω χέρι έχει η σκηνοθεσία. Αυτό δεν είναι
απαραίτητα κακό, αλλά νομίζω πως εμείς οι σκηνοθέτες πρέπει να μάθουμε να
γράφουμε σενάρια».
Το σενάριο
«Ένα σενάριο είναι σαν ένα τραπέζι: έχει μια επιφάνεια και τέσσερα πόδια. Δεν
μπορεί να αρχίσεις να λες, εγώ θα το κάνω το τραπέζι με τρία πόδια και το ένα
θα είναι κουτσό. Είναι πολύ λίγοι οι σκηνοθέτες που αποδέχονται το σχήμα του σεναρίου».
Η Όλγα Μαλέα έχει ήδη έτοιμο το σενάριο για την επόμενη ταινία. Για τη
«Διακριτική Γοητεία» προβλέπει πως θα αγγίξει τις 250.000 εισιτήρια σε
ολόκληρη την Ελλάδα. Ο στόχος της όμως για το μέλλον είναι «να κάνει ταινίες
πιο καλλιτεχνικές, δηλαδή να έχουν περισσότερη καλλιτεχνική αναγνώριση, και
περισσότερα εισιτήρια και να “πάνε” κι έξω». Δηλαδή… όλα.
Οι κριτικές την ενδιαφέρουν. Θα ήθελε, για παράδειγμα, παρά πολύ ένα «δέκα»
από τον Δανίκα και «πέντε αστέρια» από τον Μικελίδη. «Όμως ο πρώτος μίλησε
θετικά, του άρεσε η σκηνοθεσία, αλλά περίμενε περισσότερα από το σενάριο. Και
ο δεύτερος είπε πως ήταν απαράδεκτη, αντιφεμινιστική, χειρότερες ερμηνείες δεν
έχει δει εδώ και χρόνια, όπως και χειρότερη ταινία, πιο φτηνιάρικη, πορνό,
αντιερωτική και πρόστυχη. Λίβελος».

