Η εμπειρία μου στο υπουργείο Παιδείας, αλλά και μια ανάλυση της πολιτικής στο

χώρο της Παιδείας στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, με έχει πείσει ότι

για μια σειρά από λόγους είναι απαραίτητη η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος.

ΠΡΩΤΟΣ λόγος. Η ευελιξία του ελληνικού συστήματος Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης

έχει σοβαρά περιορισθεί με το άρθρο 16 που προβλέπει τον άκαμπτο διαχωρισμό σε

Ανώτατη και Ανώτερη Εκπαίδευση. Οι κατηγορίες αυτές δεν υπάρχουν πουθενά στην

Ευρώπη και λειτουργούν περιοριστικά, εκθέτοντας τη χώρα μας λόγω της μη

εφαρμογής των οδηγιών της Ε.Ε. για τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων

ΤΕΙ. Κατά τη γνώμη μου ­ άποψη και πρόθεση που είχα διατυπώσει και ως υπουργός

Παιδείας ­ το Σύνταγμα θα πρέπει να αναφέρεται σε Τριτοβάθμια Εκπαίδευση η

οποία θα πρέπει να διαχωρίζεται σε Τριτοβάθμια Πανεπιστημιακή και Τριτοβάθμια

μη Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση. Η πρώτη θα περιλαμβάνει τα πανεπιστήμια με τα

προβλεπόμενα από το ισχύον Σύνταγμα χαρακτηριστικά, ενώ η δεύτερη θα

περιλαμβάνει τα ΤΕΙ, καθώς και άλλες μονάδες Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης που θα

ιδρύονται από το κράτος, την Τοπική Αυτοδιοίκηση ή και ιδιώτες. Για την

αξιολόγηση της σκοπιμότητας και των προτεραιοτήτων ίδρυσης των τελευταίων θα

αποφαίνεται το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας στο οποίο, όπως προβλέπει η ισχύουσα

(αλλά μη εφαρμοζόμενη) νομοθεσία, υφίσταται μονάδα πιστοποίησης και

αξιολόγησης όλων των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, πανεπιστημιακής και μη.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ λόγος. Η άποψη ότι το σημερινό Σύνταγμα διασφαλίζει τον εθνικό και

κρατικό χαρακτήρα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι λάθος. Το άρθρο 16,

προσπαθώντας να αποκλείσει νομικά κάθε άλλη μορφή εκπαίδευσης, ευνούχισε την

ελληνική πολιτεία η οποία σήμερα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά

τις οικονομικές, κοινωνικές και ευρωπαϊκές εξελίξεις στο χώρο της Παιδείας. Η

ζήτηση για Τριτοβάθμια Εκπαίδευση δεν ρυθμίστηκε από την πολιτεία με

επακόλουθο την διόγκωση ενός «παράτυπου» και παράλληλου ιδιωτικού τομέα με τα

Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών με τα εξής χαρακτηριστικά: α) δεν γίνεται κανένας

ποιοτικός έλεγχος από την πολιτεία, β) είναι κερδοσκοπικός τομέας και γ) είναι

εξαρτημένος για αξιολόγηση από ξένα πανεπιστήμια (μερικά καλά, άλλα όμως με

αμφίβολους κερδοσκοπικούς στόχους).

Οταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγκάσει την Ελλάδα να αναγνωρίσει τα πτυχία

αυτών των κέντρων θα έχουμε την εξής παγκόσμια πρωτοτυπία. Θα είμαστε η μόνη

χώρα στον κόσμο που θα έχει ιδιωτικά, κερδοσκοπικά πανεπιστήμια των οποίων τα

πτυχία θα πιστοποιούνται από ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα χωρίς καμία αξιολόγηση

από τους εκπαιδευτικούς θεσμούς της χώρας στην οποία και λειτουργούν!

Είναι ανάγκη να κάνουμε αυτό που κάνουν οι Κύπριοι (και πολλές άλλες χώρες).

Να αναλάβουμε εμείς, μέσω του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, την αξιολόγησή τους

με τους δικούς μας όρους και έλεγχο. Αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε το

δικαίωμα σε μη κρατικούς φορείς να παρέχουν τριτοβάθμιες σπουδές, κάτι που

πολλοί αμφισβητούν ότι μπορεί να γίνει χωρίς αλλαγή του Συντάγματός μας.

ΤΡΙΤΟΣ λόγος. Πολλοί διατείνονται ότι η διατύπωση του άρθρου 16 διασφαλίζει

την δωρεάν Παιδεία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Ο ισχυρισμός είναι αναληθής.

Έχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία για το θέμα λόγω του ότι η δωρεάν Παιδεία

συνδέθηκε με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Άλλο όμως το ’63 κι άλλο το ’98.

Η ρύθμιση του Γ. Παπανδρέου ήταν σωτήρια για τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων

και ανέτρεψε μια ταξική ανισότητα που ήταν εις βάρος του εργαζόμενου και μη

προνομιούχου λαού. Σήμερα, όπως λειτουργεί το σύστημα, έχουμε το αντίστροφο

αποτέλεσμα. Δεν χρειάζεται να το ισχυριστώ εγώ. Ακούγεται ως κραυγή αγωνίας

από κάθε γονέα μεσαίου ή χαμηλού εισοδήματος. Το κόστος των φροντιστηρίων

είναι μεγαλύτερο από τα όποια δίδακτρα για πανεπιστημιακές σπουδές. Χωρίς όμως

φροντιστήριο ο νέος έχει ελάχιστες πιθανότητες να πετύχει στις εξετάσεις. Άρα

οι έχοντες ευνοούνται. Το σημερινό σύστημά μας ­ της λεγόμενης δωρεάν Παιδείας

­ είναι έντονα ταξικό. Βοηθά τους οικονομικά εύρωστους να εισαχθούν και μετά

τους τα δίνει όλα δωρεάν με ταυτόχρονη δυνατότητα απεριόριστης διάρκειας σπουδών!

Μαζί με την αλλαγή του συστήματος εξετάσεων είναι επομένως ανάγκη να

δημιουργήσουμε ένα δίκαιο σύστημα κοινωνικής και οικονομικής υποστήριξης προς

τους φτωχότερους και τα μεσαία στρώματα της κοινωνίας μας (όπως βέβαια και

τους πολύτεκνους, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και άτομα από κοινωνικές ομάδες

που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας). Και αυτό απαιτεί την αναθεώρηση

του άρθρου 16.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ λόγος. Η παροχή υπηρεσιών σε ξένους φοιτητές. Σήμερα αδυνατούμε να

ανταποκριθούμε στο ρόλο μας στα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο και την Μαύρη

Θάλασσα αλλά και στον Ελληνισμό της διασποράς. Πέρα από την προφανή

πολιτιστική διάσταση είναι σημαντική και η οικονομική. Η Αγγλία έχει ετήσιο

συνάλλαγμα περίπου 600 δισ. δρχ. από ξένους (μη Ευρωπαίους) φοιτητές.

Τηρουμένων των αναλογιών η ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση χάνει μια μεγάλη

ευκαιρία να αξιοποιήσει νέους πόρους διευρύνοντας παράλληλα τις δραστηριότητές

της. Παρότι υπάρχει από το 1996 το νομικό πλαίσιο για την φοίτηση ξένων

φοιτητών και Ελλήνων της διασποράς με δίδακτρα (παράλληλα με επιλεγμένες

υποτροφίες) στη χώρα μας, τα δημόσια πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ δεν ενδιαφέρονται

να την αξιοποιήσουν. Φαίνεται ότι μόνο μη κρατικά ιδρύματα θα μπορούσαν να

αναλάβουν αποτελεσματικά αυτόν τον κρίσιμο πολιτικά και οικονομικά ρόλο για

την Ελλάδα.

Λίγοι ίσως θυμούνται ότι στη συζήτηση για το Σύνταγμα του 1975, ήταν η Ν.Δ.

εκείνη που υποστήριζε τον απόλυτο κρατικό έλεγχο των ΑΕΙ ενώ το ΠΑΣΟΚ, δια

στόματος Ανδρέα Παπανδρέου, μιλούσε για πανεπιστήμια που δεν θα ήσαν κρατικά

αλλά μη κερδοσκοπικά και θα μπορούσαν να ιδρυθούν από κοινωνικούς φορείς όπως

π.χ. η ΓΣΕΕ, η Τοπική Αυτοδιοίκηση κ.λπ. Αυτή η ιδεολογική διαφορά υπέκρυπτε

την αφέλεια της δεξιάς να πιστεύει ότι θα ήταν πάντα στην εξουσία. Η δεξιά

φοβόταν επίσης τον πλουραλισμό ιδεών και αυτόνομων προτάσεων της διανόησης.

Σήμερα η Παιδεία πρέπει να είναι υπόθεση των ζωντανών και δημιουργικών

δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας και όχι μιας κεντρικής κρατικής

γραφειοκρατίας. Κάνοντας την αυτοκριτική μας θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι το

ΠΑΣΟΚ, παρά τις εξαγγελίες του και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μας, δεν

κατάφερε να απελευθερώσει τις δυνάμεις αυτές.

Ισως να μη συμφωνούν όλοι με τις συγκεκριμένες μου προτάσεις. Πρέπει όμως να

συμφωνήσουμε στο εξής: Είναι ανάγκη να δώσουμε την ευκαιρία στην επόμενη Βουλή

των Ελλήνων να κάνει δημιουργικές αλλαγές ύστερα από ουσιαστικό διάλογο και

προβληματισμό. Αυτό θα είναι προς όφελος της νέας γενιάς, της ελληνικής

κοινωνίας και της θέσης της χώρας μας στο διεθνές περιβάλλον. Για το λόγο αυτό

υποστηρίζω ­ και θα ψηφίσω ­ την αναθεώρηση του άρθρου 16.

Ο Γ. Α. Παπανδρέου είναι αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και

πρώην υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.