Σε μιαν από τις τελευταίες συσκέψεις όλων των καρτέλ της Μόσχας, σε μια ντάτσα

στα περίχωρα της ρωσικής πρωτεύουσας, ελήφθη μια «ιστορική» απόφαση: η ρωσική

μαφία έπρεπε να πατήσει το πόδι της στην Αμερική!

ΤΟ σχοτ, το ανώτατο συμβούλιο όλων των καρτέλ της ρωσικής μαφίας, όρισε τον

Κ.Α., τον μέγα «νονό των νονών», ως απόλυτο πληρεξούσιο και εκπρόσωπο για τη

δημιουργία «παραρτημάτων» στις ΗΠΑ. Όλοι του έδωσαν τις ευχές τους για την

επιτυχία της νέας σταυροφορίας του.

Εκείνη την εποχή ­ βρισκόμαστε ακόμη στα χρόνια του Μπρέζνιεφ ­ το Εφ Μπι Άι

είχε ήδη επισημάνει στις ΗΠΑ πέντε μεγάλες οικογένειες του εγκλήματος από τη

Ρωσία. Υποδιαιρούνταν σε 220 συμμορίες και δρούσαν σε 17 αμερικανικές

μεγαλουπόλεις. Ήταν όμως σε διαρκή πόλεμο αναμεταξύ τους.

Στη δεκαετία του ’70 ο Μπρέζνιεφ είχε εγκρίνει, υπό τη διεθνή πίεση, τη

χορήγηση διαβατηρίου σε Ρωσοεβραίους που ήθελαν να εγκαταλείψουν την ΕΣΣΔ. Με

βάση το πρόγραμμα αυτό, αναχώρησαν χιλιάδες άτομα, κυρίως προς τις ΗΠΑ και το

Ισραήλ ­ ανάμεσα τους και πολλοί που απλώς παρίσταναν πως ήταν Εβραίοι ­ με

πλαστά χαρτιά.

Η «ΜΙΚΡΗ ΟΔΗΣΣΟΣ»

Στο Μπράιτον Μπιτς, στη Νέα Υόρκη, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, είχαν ήδη

εγκατασταθεί 40.000 Εβραίοι από την ΕΣΣΔ. Η περιοχή είχε ονομαστή «Μικρή

Οδησσός». Εκεί ήταν και ένα από τα κεντρικά αρχηγεία του οργανωμένου

εγκλήματος ρωσικής προέλευσης.

Επικεφαλής ήταν ο Εφσέι Αγκρόν, που είχε προσγειωθεί στο αεροδρόμιο «Κέννεντυ»

το 1975, αφού πέρασε μία δεκαετία σε σοβιετικό γκουλάγκ για φόνο. Χρειάστηκε

να περάσουν άλλα δέκα χρόνια για να τεθεί τέρμα στη σκοτεινή ζωή του.

Ένα πρωί του 1985, ο Εφσέι είχε την απρονοησία να βγει στο μπαλκόνι του

σπιτιού του για να ρεμβάσει χωρίς να προσέξει ποιος ήταν από κάτω και τι

κρατούσε. Μια σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι και σωριάστηκε νεκρός. Ο Β.Ι., ο έως

τότε υπασπιστής του, έβαλε πάλι το πιστόλι του στην τσέπη και απομακρύνθηκε.

Είχε κρίνει ότι ήταν ώρα πια να γίνει ο ίδιος αρχηγός της ρωσικής μαφίας στις ΗΠΑ.

Αλίμονο όμως, ο Β.Ι. έκανε και αυτός, το 1989, ένα μοιραίο λάθος.

Χρησιμοποίησε πλαστή πιστωτική κάρτα. Τον έπιασαν, τον έκλεισαν στη φυλακή ­

και σ’ όλη τη χώρα ο πόλεμος μεταξύ των ρωσικών οικογενειών της μαφίας άναψε

και πάλι.

Ο «μέγας νονός», ο Κ.Α., αποβιβάστηκε από το αεροπλάνο του στο «Κέννεντυ» την

άνοιξη του 1992. Επιτέλους. Είχε έρθει ο άνθρωπος που θα έβαζε μια τάξη στα πράγματα.

Ο «λύκος» της ρωσικής στέπας άλλαξε, πρώτα απ’ όλα, τα ήθη. Ο ίδιος και οι

συνεργάτες του κινούνταν μέσα στην απόλυτη αφάνεια. Όχι πια πελώριες

λιμουζίνες, όχι πολυτελή ξενοδοχεία, όχι ξενύχτια με μεθύσι και φωνές ­ ό,τι

δηλαδή έκανε τους πιο ματαιόδοξους μαφιόζους στόχο για την αστυνομία (άσχετα

αν δίσταζε να τους αγγίξει).

Ο Κ.Α. ζούσε σε σοφίτα, ταξίδευε με τη συγκοινωνία, ήταν λιτοδίαιτος και

απέφευγε τα μεγαλεία, όπως και τους πανηγυρισμούς ύστερα από κάθε επικερδή

επιχείρηση ή κάθε φόνο ενοχλητικού μαφιόζου. Χρόνια ολόκληρα, κατάφερε να

περάσει απαρατήρητος και από τα καλύτερα «λαγωνικά» του Εφ Μπι Άι.

ΑΣΚΗΤΙΚΟΣ ΑΛΛΑ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΣ

Αυτός ο ασκητής όμως δεν υστερούσε καθόλου σε οργάνωση και σε

αποτελεσματικότητα. Με τα τέσσερα κινητά τηλεφωνά του ήταν σε διαρκή επαφή 24

ώρες το 24ωρο με κάθε γωνιά του κόσμου. Συνέβη να επικοινωνήσει μέσα σε μία

μέρα με 14 διαφορετικές χώρες.

Χρησιμοποιούσε γλώσσα συνθηματική που έκανε τις συνομιλίες του να φαίνονται

αθώες, ώστε να μην υποψιαστεί τίποτα όποιος τυχόν τις κατέγραφε. Με ένα απλό

τηλεφώνημά του, οι ιδιωτικές τράπεζες της Μόσχας ήταν έτοιμες να εκταμιεύσουν

ιλιγγιώδη ποσά, που αλλιώς δεν θα έβγαιναν από τα θησαυροφυλάκιά τους ούτε

ύστερα από μήνες παζαρέματος. Στην Αμβέρσα, στο Μόντε Κάρλο, στο Τελ Αβίβ,

υψηλοί συνομιλητές έτρεμαν και μόνο στο άκουσμα της φωνής του. Ένας

επιχειρηματίας της Σιβηρίας τον παρακαλούσε ώρες ολόκληρες να δεχτεί ένα

δωράκι 3 εκατ. δολαρίων.

Κάθε Ρώσος που ήθελε να συνεργαστεί με εταιρεία των ΗΠΑ έπρεπε να έχει πρώτα

τη σύμφωνη γνώμη του Κ.Α. Αν τυχόν ξεχνούσε να τον ενημερώσει, η ζωή του

κρεμόταν από μια κλωστή…



ΑΚΟΜΗ και οι… λύκοι παγιδεύονται καμιά φορά. Στο άνθος της ωριμότητάς του, ο

Κ.Α. ­ ο «νονός των νονών» ­ είχε, εκτός από το έγκλημα, ακόμη μια αδυναμία:

τις γυναίκες. Η σεξουαλική του δράση είχε γίνει παροιμιώδης σε όλο το Μπράιτον

Μπιτς και τα παλικάρια του φρόντιζαν πάντοτε να υπάρχει αρκετή φρέσκια τροφή

για τις ερωτικές ορέξεις του.

Η κακή ώρα το ‘φερε, μια από τις γυναίκες του «λύκου» να είναι υπό

παρακολούθηση από την αστυνομία. Ένα πρωί, μια ομάδα από το επίλεκτο σώμα

δίωξης του οργανωμένου εγκλήματος εισέβαλε στο διαμέρισμα της ερωμένης του. Ο

«λύκος» είχε καθυστερήσει την αναχώρηση του. Καθόταν μαζί της με τα εσώρουχα,

κι απολάμβαναν τον καφέ τους.

Με προτεταμένα τα αυτόματα οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν και τον πήγαν

κατευθείαν στο τμήμα. Ο εισαγγελέας δεν κατάφερε να του βρει όλα τα εγκλήματα.

Αλλά και εκείνα που του καταλόγισαν ήταν αρκετά ώστε, τον Ιανουάριο του 1997,

το κακουργιοδικείο της Νέας Υόρκης να τον κλείσει για καλά στη φυλακή: εννέα

χρόνια και επτά μήνες.

Απ’ όλους τους κλάδους της δραστηριότητας της μαφίας, ιδίως της προερχόμενης

από την Ανατολική Ευρώπη, εκείνος με τις πιο τραγικές ιστορίες είναι ίσως η

μαστροπεία. Τα ισχυρότερα καρτέλ λειτουργούν στο Κίεβο, στην Αγία Πετρούπολη,

στην Αλμά Ατά και στην Τασκένδη.

Τα περισσότερα έχουν την αθώα πρόσοψη «γραφείων φωτομοντέλων» ή «πρακτορείων

για χορεύτριες». Εκατομμύρια γυναίκες, μην αντέχοντας τη μιζέρια της

καθημερινής ζωής τους, καταφεύγουν μόνες τους σ’ αυτά για να γίνουν πόρνες της

Ευρώπης και των ΗΠΑ.

Η διαδικασία είναι στερεότυπη. Αρχικά οι προσλαμβανόμενες γίνονται δεκτές με

χαμόγελα και υποσχέσεις και υπογράφουν μάλιστα, συνήθως, συμβόλαιο ­ με όλους

τους τύπους ­ για εργασία στο εξωτερικό. Πρώτοι σταθμοί, κατά κανόνα, το

Βερολίνο, η Ζυρίχη, το Παρίσι ή το Λονδίνο.

Την παγίδα, όμως, την ανακαλύπτουν μόλις φτάσουν εκεί. Οι «επιχειρηματίες» που

τις υποδέχονται δεν είναι ούτε θεατρικοί ιμπρεσάριοι ούτε διευθυντές «μεγάλων

κέντρων ψυχαγωγίας», όπως έγραφαν τα συμβόλαια. Είναι απλούστατα ιδιοκτήτες

μπορντέλων και προαγωγοί, που βγάζουν στο κλαρί στρατιές ολόκληρες από νέες

κοπέλες, που προσπαθούν να θεραπεύσουν τη μια δυστυχία τους με μιαν άλλη, χειρότερη.