ΕΧΕΙ ΠΕΡΑΣΕΙ τα 80, αλλά κάθε φορά που συναντιόμαστε ­ δυο φορές τον χρόνο και

για λίγα λεπτά ­ είναι το ίδιο σφριγηλός, γελαστός, νευρώδης και ταυτόχρονα

ήρεμος. Ήρθε μέσα στο κρύο τις προάλλες με το ελαφρύ πανωφόρι του, διέσχισε

ζωηρά το γραφείο και ανταλλάξαμε τα τυπικά κάθε συνάντησης. Του είπα ­ και το

εννοούσα ­ πως μέρα δεν περνάει από πάνω του, χαμογέλασε πονηρά και απάντησε

«μα δεν με προλαβαίνουν οι μέρες, έχω τόσα να κάνω…». Στη σύνταξη έχει βγει

εδώ και πολλά χρόνια, θα μπορούσε να κάθεται στη ζεστασιά του σπιτιού του, να

χαζεύει στην τηλεόραση, να παίζει με τα εγγόνια του και να μπερδεύεται… στα

πόδια της γυναίκας του. Όμως γυρίζει για δουλειά και για «κοινωνικές

υποχρεώσεις», έχει ένα ασταμάτητο «πάρε-δώσε» με τη ζωή, ταξιδεύει ­ «πάμε

μεθαύριο στο Παρίσι, χρειάζεται μια ανάσα», είπε ντροπαλά για να εξηγήσει τη

βιασύνη του για τη συνάντησή μας.

Είναι και αυτός, ο υπερήλικας-παιδί, μια απάντηση σε όσους, συχνά-πυκνά,

διακωμωδούν τον καημό μου… να αποδεσμευτώ από τα καθημερινά, «νισάφι ­ λέω ­

βρε παιδιά» και παίρνω την απάντηση πως εγώ είμαι ­ τάχα ­ ταμένη στη ζωή της

εφημερίδας, «τελευταία θα φύγεις και θα… κλείσεις και την πόρτα», με πειράζουν.

Ξέρω πως η Μαρία, δυο γραφεία πιο πέρα, γελάει, με προειδοποίησε, άλλωστε, για

το «χουνέρι» που μου ετοιμάζει από τούτην εδώ τη στήλη. «Δεν έχω καταλάβει.

Και γράφεις στο σπίτι και πας γραφείο; Αυτό ήταν που θ’ αποδεσμευόσουν

σιγά-σιγά;», είπε μόλις πριν από ένα λεπτό η μικρή μου και μου έκοψε τον

ειρμό! Τώρα τι απαντούν; Πως μια μέρα θα γίνει όπως το λέω, θα «είμαι ελεύθερο

πουλί», και ωστόσο «οι μέρες δεν θα με προλαβαίνουν», όπως την γηραιό μου

γνώριμο; Ε, βέβαια, έτσι θα γίνει μια μέρα. Αλλά ποια μέρα;