Απαντώντας στην προηγούμενη «Τρίτη Άποψη» ο πρόεδρος του Παιδαγωγικού

Ινστιτούτου, καθηγητής της Παιδαγωγικής στο Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης κ.

Εξαρχάκος είτε θολώνει τα νερά είτε αγνοεί παντελώς τι συμβαίνει μέσα στο ίδιο

το Πανεπιστήμιο.

ΜΑΣ βεβαιώνει (και αυτή η βεβαιότητά του με εκπλήσσει) ότι είναι σχεδόν

απίθανο να υπάρχουν πανεπιστημιακές σχολές που δεν διδάσκουν διδακτική των

μαθημάτων της Μέσης Εκπαίδευσης. Δεν γνωρίζω τι διδάσκουν στα Τμήματα

Δημοτικής και Νηπιακής Εκπαίδευσης, αλλά βεβαιώ (και προσκομίζω ως ντοκουμέντα

τους Οδηγούς Σπουδών όλων των Πανεπιστημίων, όλων των λεγόμενων καθηγητικών

σχολών, Φιλοσοφικών, Μαθηματικών, Χημικών, Βιολογικών, Γεωλογικών,

Κοινωνιολογικών, Πολιτικών Επιστημών) ότι διδακτική των μαθημάτων του

εγκύκλιου προγράμματος ουδείς ουδαμού εν Ελλάδι διδάσκει. Δεν γνωρίζω δε ούτε

ένα διδακτορικό που να επεξεργάστηκε προβλήματα διδακτικής των μαθημάτων της

Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Να το κάνω λιανά. Ουδείς Πτυχιούχος ελληνικού

Πανεπιστημίου διδάχτηκε πώς θα διδάξει Όμηρο ή τραγωδία από μετάφραση, πώς να

διδάξει την υποταγμένη πρόταση στο Συντακτικό, πώς να διδάξει κεφάλαια

δικονομικής ιστορίας, πώς να διδάξει, να μυήσει άγευστα παιδιά φιλοσοφίας

γνωσιολογικά προβλήματα, ουδείς διδάχτηκε ποτέ να διδάξει συνταγματικό δίκαιο

(και το διδάσκουν συνήθως οι… φιλόλογοι), ουδείς πώς να εισαγάγει νεαρά

παιδιά στη θεωρία των συνόλων, πώς θα εισαγάγει έννοιες της Βιοχημείας σε

τελείως απληροφόρητα μειράκια. Και αυτή η ύλη είναι απαιτητή στα Γυμνάσια και

στα Λύκεια της χώρας.

Εξάλλου ο κ. Εξαρχάκος, παρ’ όλο που θεωρεί απίθανη, λέει, τη διδακτική

άγνοια, μας πληροφορεί πώς μελετάται το χάος που χωρίζει το Πανεπιστήμιο με

την Εκπαίδευση.

Λοιπόν για να τελειώνουμε. Αυτό που ψάχνει να βρει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο,

το βρήκα στο συρτάρι του πατέρα μου· το 1929 οι πτυχιούχοι της Φιλοσοφικής

Σχολής για να διοριστούν στην Εκπαίδευση έπρεπε να έχουν Δίπλωμα Επαγγελματικό

Εκπαιδευτικό. Η σπουδή και η πρακτική άσκηση παράλληλα με τα μαθήματα κορμού

διαρκούσε ένα ολόκληρο έτος και περιελάμβανε μαθήματα διδακτικής των μαθημάτων

του Γυμνασίου και παρακολούθηση υποδειγματικών διδασκαλιών, καθώς και

διδασκαλία των φοιτητών ενώπιον επιτροπής καθηγητών. Το δίπλωμα του πατέρα μου

υπογράφουν ο Εξαρχόπουλος και η Σοφία Γεδεών (που είχε την ευθύνη των

πρακτικών μαθημάτων).

Πίσω λοιπόν στο 1929. Δύο είναι οι δρόμοι. Προσωπικά έχω και παλιότερα

υποστηρίξει πως αν θέλουμε σοβαρά να εκπαιδεύσουμε εκπαιδευτικούς για τη

Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση πρέπει να δημιουργήσουμε τμήματα στα Πανεπιστήμια

ανάλογα με κείνα της Δημοτικής και της Νηπιακής Εκπαίδευσης. Δίπλα στο

Φιλολογικό, το Νεοελληνικό, το Ιστορικό, το Αρχαιολογικό, το Φιλοσοφικό Τμήμα

να δημιουργηθεί ένα εκπαιδευτικό τμήμα που θα παρέχει μαθήματα και μεθόδους

διδασκαλίας τέτοια και τόσα ώστε ο πτυχιούχος να είναι θεωρητικά και πρακτικά

έτοιμος να γίνει δυνάμει Δάσκαλος (το ουσιαστικό δασκαλίκι δεν διδάσκεται, φευ!)

Με μια τέτοια πολιτική, πρώτον θα μειωθούν αυτομάτως οι τρομακτικοί αριθμοί

των καθαρώς επιστημονικών τμημάτων. Τώρα τα Ιστορικά – Αρχαιολογικά Τμήματα

εισάγουν 300 πρωτοετείς το καθένα και είναι φυσικό να μην μπορούν να

καταρτίσουν σοβαρούς ιστορικούς και αρχαιολόγους (ξέρετε πόσοι πτυχιούχοι

ιστορικοί δεν έχουν δει ποτέ τους αρχείο και πόσοι πτυχιούχοι αρχαιολόγοι δεν

έχουν μπει ποτέ σε ανασκαφή;)· δεύτερον θα μπορεί η Πολιτεία βάσει της ροής

της Εκπαίδευσης (συνταξιοδοτήσεις, ιδρύσεις ή καταργήσεις Σχολείων) να

προβλέπει πόσοι πτυχιούχοι εκπαιδευτικοί θα χρειαστούν στην προσεχή τετραετία,

ώστε να μη δημιουργείται ο γνωστός συνωστισμός.

Υπάρχει βέβαια και η λύση του 1929. Όποιος φοιτητής επιθυμεί να εισέλθει

μελλοντικά στην εκπαίδευση υποχρεούται να παρακολουθεί παραλλήλως μαθήματα δύο

τουλάχιστον εξαμήνων με αντικείμενο διδακτικής και πρακτικής διδασκαλίας. Άλλο

πράγμα ο φιλόσοφος, ο γλωσσολόγος ή ο αγγλομαθής κι άλλο ο εκπαιδευτικός που

θα διδάξει Φιλοσοφία, Φυσική, Αγγλικά, Πολιτική Οικονομιά ή Κοινωνιολογία.

Έως τότε, αντί των τελείως υποκριτικών εξετάσεων που αναγγέλλονται (όπου οι

υποψήφιοι εκπαιδευτικοί καλούνται να εξεταστούν σε αντικείμενα που δεν

διδάχτηκαν ποτέ ­ ήδη άρχισαν να ετοιμάζονται ειδικά φροντιστήρια!), καλό θα

ήταν όλοι οι επιθυμούντες διορισμό είτε να παρακολουθήσουν ειδικά μαθήματα για

ένα έτος στα Πανεπιστήμια είτε να μοιραστούν στα σχολεία και υποχρεωτικά να

παρακολουθήσουν υποδειγματικές διδασκαλίες και να διδάξουν ενώπιον επιτροπής.

Ύστερα, αν θέλετε, εξετάστε τους και βαθμολογήστε τις επιδόσεις τους εντός

αιθούσης και όχι, όπως τώρα, επί χάρτου και δη άγραφου.

Δεν μπορούμε να φλυαρούμε για την εκπαίδευση του 21ου αιώνα και να

καταφεύγουμε σε εμβαλωματικές λύσεις που επιτείνουν τη σύγχυση και τον

εκπαιδευτικό αυτοσχεδιασμό.

Μια τρίτη, τολμηρή λύση, θα ήταν να προκηρύσσονται οι εκπαιδευτικές θέσεις και

να καταλαμβάνονται από υποψηφίους με πολλαπλά προσόντα (βαθμός, προϋπηρεσία,

γλωσσομάθεια, χρήση υπολογιστού, μεταπτυχιακά, πείρα κ.λπ.)· να είναι υπό

δοκιμήν δύο έτη και να μονιμοποιούνται ύστερα από πολλαπλές εκθέσεις για την

επάρκειά τους με κυρίαρχο κριτήριο τη διδακτική ικανότητα.