Ρεκόρ τηλεθέασης λέγεται ότι έκανε το επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς

«Ψίθυροι καρδιάς» της περασμένης εβδομάδας. Γύρω στο ένα εκατομμύριο άνθρωποι

παρακολούθησαν την έκβαση του διλήμματος μιας όμορφης Τσιγγάνας: να παντρευτεί

Τσιγγάνο ή ξένο; Ή, όπως θα το έλεγε η ίδια, Ρομ ή Μπαλαμό;

Κι έτσι, λίγο με τον Κουστουρίτσα και λίγο με τον Μανουσάκη, μπήκαν οι

Τσιγγάνοι στη ζωή του Έλληνα μικροαστού, κυριολεκτικά από το παράθυρο (της

οθόνης). Αυτοί οι 300.000 (ή και παραπάνω, κανείς δεν ξέρει τον πραγματικό

αριθμό τους) άνθρωποι που ζουν στα ελληνικά εδάφη από τον 14ο αιώνα και για

τους οποίους δεν γνωρίζουμε τίποτα απολύτως.

Τα εγχειρίδια της Ιστορίας και της Κοινωνιολογίας τους αγνοούν και το επίσημο

κράτος αρνήθηκε πεισματικά επί εκατόν είκοσι χρόνια να τους δώσει την ελληνική

ιθαγένεια (την πήραν μόλις το 1955).

Και στα δικά μας μάτια οι Τσιγγάνοι μόνο πολύχρωμες φούστες, κλαρίνα και να

σου πω τη μοίρα σου ήταν ­ γραφικές καρικατούρες ­ και όχι άνθρωποι κανονικοί

με σάρκα και αίμα και ανάγκες.

Κι όμως, ζουν παντού ανάμεσά μας και πολύ μακριά μας: στη Βόρεια Ελλάδα, στην

Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο, στην Αττική με μεγάλη πυκνότητα.

Εφαρμόζοντας πρώτοι απ’ όλους τους Ευρωπαίους το σύστημα του time-sharing,

ανταλλάσσουν τα σπίτια τους με τους αδερφούς τους.

Η μια οικογένεια κατεβαίνει στην Πελοπόννησο για τη συγκομιδή πορτοκαλιών κι η

άλλη πάει στη Θράκη για εμπόριο.

Αν επιτρέπαμε στους εαυτούς μας να ξεπεράσουν την ατταβιστική δυσανεξία

απέναντι σε οτιδήποτε δεν μας μοιάζει, θα διαπιστώναμε ότι η ζωή των Ρομά έχει

πολλές και ενδιαφέρουσες όψεις-απαντήσεις στην προϊούσα ισοπέδωση του

παγκόσμιου χωριού.

Στη λυσσαλέα και μονοδιάστατη ανάγκη μας για επαγγελματική επιτυχία και

κοινωνική άνοδο, οι Τσιγγάνοι αντιπαραθέτουν την προσήλωσή τους στους ανθρώπους.

Σ’ αυτούς χαρίζουν το χρόνο τους κι όχι στους εργοδότες τους. Όταν χτυπήσει η

αρρώστια, όλοι μαζί, φρουροί πολύχρωμοι, στέκονται έξω από τις πόρτες των

νοσοκομείων νύχτα και μέρα μέχρι να πάρουν πίσω τον άνθρωπό μας.

Δεν πληρώνουν όπως εμείς ξένους για να κάνουν το καθήκον μας. Τα παιδιά τους

από νωρίς τα θεωρούν ανεξάρτητα όντα και δεν τα πνίγουν με ευνουχιστική

υπερπροστασία, ούτε τα «σπρώχνουν (εμμέσως πλην σαφώς) από ταράτσες αν δεν

πληρούν υψηλότατες πανεπιστημιακές προδιαγραφές.

Τη ζωή τους δεν τη χωρίζουν σε κομμάτια, δεν είναι άλλος ο δημόσιος βίος ­ η

κοινωνική πρόσοψη ­ και άλλος ο ιδιωτικός. Όλα διαπλέκονται φυσιολογικά. Η

δουλειά και η ευχαρίστηση μπερδεύονται, προνόμιο μόνο ελαχίστων από μας. Όσο

για την αυτοεκτίμησή τους, αυτή δεν έχει να κάνει με τα πόσα κερδίζουν, αλλά

με τα πόσα ξοδεύουν ­ μια ιδεολογία ικανή να απειλήσει τα θεμέλια του

τραπεζικού συστήματος, δηλαδή όχι ιδιαιτέρως δημοφιλής στη Δύση!

Οι Τσιγγάνοι είναι τζιτζίκια κι όχι μυρμήγκια, ζουν για το σήμερα, έχουν μια

δροσιστικά επαναστατική αντίληψη για το χώρο και το χρόνο, δεν κρεμάνε πάνω

στη ζωή τους τα βαρίδια της ιδιοκτησίας. Με λίγα λόγια, αν η Ιστορία τούς

αγνόησε, η ζωή φαίνεται να τους τίμησε, γιατί την τίμησαν πρώτοι εκείνοι.

Και αν υπήρξαν ανέκαθεν η πιο αγνοημένη απ’ όλες τις μειονότητες, ήταν γιατί

δεν υπήρχαν ανάμεσά τους οι λεγόμενοι μορφωμένοι, δηλαδή άνθρωποι με πρόσβαση

στο σύστημα και φωνή που να μπορεί να χρησιμοποιήσει τους εξουσιαστικούς

κώδικές μας για να ακουστεί. Έτσι ήταν εύκολο στην Αστυνομία λ.χ. να εισβάλλει

χωρίς δεύτερη σκέψη (και κυρίως χωρίς ένταλμα) στα σπίτια τους και να τα

διαλύει ψάχνοντας για υπόπτους.

Τώρα όμως τα πράγματα αρχίζουν ν’ αλλάζουν. Οι Τσιγγάνοι προσπαθούν να

αγνοήσουν τον ρατσισμό της πλειονότητας και να στείλουν τα παιδιά τους στα

σχολεία μας. Μια νέα γενιά Τσιγγάνων δραστηριοποιείται ήδη με επιτυχία στην

Ευρώπη, με στόχο να ενημερώσει την παγκόσμια κοινότητα για τον πολιτισμό, τη

γλώσσα αλλά και τα μεγάλα προβλήματα των αδερφών Ρομά. Γιατί, όπως λέει το

πανέμορφο παραδοσιακό τραγούδι, Rom na colaj tu te aves, σήμερα δεν είναι

εύκολο να είσαι Τσιγγάνος.

Η Λένα Διβάνη είναι επίκουρος καθηγήτρια της Διπλωματικής Ιστορίας στη

Νομική Σχολή Αθηνών.