Γιάννης Κούρος: «Ένα πράγμα με πονάει μονάχα. Ότι τώρα που έχω βάλει στόχο να

ξανακαταρρίψω όλα τα παγκόσμια ρεκόρ μου, μπαίνει η ένδειξη “Αυστραλία” δίπλα

σε κάθε πρώτο χρόνο και σβήνεται το όνομα “Ελλάδα”…»

Όταν τρέχει ο Γιάννης Κούρος, ολόκληρος ο κόσμος τον παρακολουθεί. Σε κάθε

υπερμαραθώνιο που συμμετέχει, δημιουργεί και νέο παγκόσμιο ρεκόρ. «Είναι ο

δρόμος προς την ελευθερία», εξηγεί, «όσο περισσότερο τρέχω, όσο μακρύτερα τόσο

ξεφεύγω από την πραγματικότητα. Ελευθερώνομαι. Φθάνω σε ένα άλλο επίπεδο…».

ΤΑ ΠΟΔΙΑ του παίρνουν φωτιά διανύοντας τεράστιες αποστάσεις, και τα μάτια των

Ελλήνων βουρκώνουν από περηφάνια. Μόνον που εκείνος δεν είναι πλέον Έλληνας

υπήκοος. «Αναγκάσθηκα να αυτοεξορισθώ στην Αυστραλία, όπου με δέχθηκαν

τιμητικά», λέει με πικρία, «καθώς στην Ελλάδα οι διάφοροι παράγοντες του

αθλητισμού με πολεμούσαν βίαια. Εγώ είμαι Έλληνας, όμως, και τρέχω πάντα για

την Ελλάδα μου».

Σχεδόν δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από τις έξι εκείνες ημέρες του

υπερμαραθωνίου αγώνα του 1984, στο Στάδιο Downing, κοντά στην Αστόρια της Νέας

Υόρκης, τότε που όλα τα σχετικά ρεκόρ μεγάλων αποστάσεων καταρρίφθηκαν από

έναν λεπτοκαμωμένο Έλληνα μετρίου ύψους: τον Γιάννη Κούρο. Τότε, που

πανηγύριζε ολόκληρη η Ελλάδα μαζί με το κατόρθωμά του. «Στα τελευταία λεπτά

του αγώνα», θυμάται σήμερα ο Γιάννης Κούρος, «και καθώς επιτάχυνα τον ρυθμό

μου, εκατοντάδες Ελληνοαμερικανοί που είχαν κατακλύσει το στάδιο, με

επευφημούσαν: “Γιάννης! Ελλάς! Γιάννης! Ελλάς!”».

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ

Και μετά ήρθε η ανάταση, η νίκη, και ο θρίαμβος. Οι δημοσιογράφοι, οι κριτές,

το πλήθος γέμισαν τον αγωνιστικό χώρο. «Με αγκάλιαζε όλο το πλήθος· Έλληνες

και μη· κριτές, αθλητές, φίλαθλοι. Εκείνη την στιγμή είχα την εντύπωση ότι θα

μπορούσα να τρέχω για άλλες δέκα ημέρες», λέει σήμερα ο Γιάννης Κούρος. Η

συγκίνηση τον συνεπαίρνει. «Είχα απωθήσει, τότε, τόσο πολύ το κορμί μου και

είχα απομονώσει την επικοινωνία με το νου μου, ώστε να μην νιώθω τον πόνο και

την πραγματικότητα που προσγειώνει. Με συνεπήρε η συγκίνηση, μα τα δάκρυά μου

ήταν στραγγισμένα από χρόνια, αλλά και από την στερεμένη ενέργεια. Έτσι, δεν

μπόρεσα να κλάψω».

Το ίδιο και τώρα. Μια σκιά έρχεται και φεύγει από το πρόσωπο του φημισμένου

δρομέα. Ο Γιάννης Κούρος αλλάζει απότομα θέμα συζήτησης. Μονάχα επισκέπτης,

πλέον, στην Ελλάδα έρχεται αυτήν την φορά στη γενέθλιά του χώρα να παρουσιάσει

το αυτοβιογραφικό εν πολλοίς βιβλίο του: «Το εξαήμερο του αιώνα», που πρόσφατα

μεταφράσθηκε από τα Αγγλικά και στα Ελληνικά. Στην Αυστραλία, εξάλλου,

βρίσκεται πια ­ ήδη από το 1990 ­ η ζωή του. Εκεί, ο Γιάννης Κούρος συνεχίζει

να προπονείται και να συμμετέχει στους αγαπημένους του υπερμαραθώνιους, κάνει

σπουδές μουσικής και νεοελληνικής λογοτεχνίας, γράφει ποιήματα και τραγούδια,

συνθέτει μουσική, και μεγαλώνει τις δύο τους κόρες μαζί με την Πολωνέζα

γυναίκα του.

Η ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ

Μικρό παιδί στην Τρίπολη, ο Γιάννης Κούρος κατέφευγε στον στίβο της περιοχής,

όπου έτρεχε για να ζεσταθεί. Τελειώνοντας το σχολείο, έφθασε στην Αθήνα,

ολομόναχος και απένταρος. Ξεκίνησε να δουλεύει σε οικοδομές, ώστε να μπορέσει

να ζήσει. Και με τα χρήματα που έβγαζε, συμμετείχε σε μαραθώνιους. Μετουσίωνε

τον πόνο, τις δυσκολίες και τα όνειρά του σε τρέξιμο. Από εκεί και πέρα, η

πορεία του έγινε γνωστή. Συμμετοχές, διακρίσεις και ρεκόρ σε τοπικούς αρχικά,

έπειτα πανελλήνιους και αργότερα παγκόσμιους αγώνες. Πίσω, όμως, από τα φώτα

της δημοσιότητας, η διαδικασία της φθοράς και της αποξένωσης του Γιάννη Κούρου

από την πατρίδα του είχε ήδη ξεκινήσει.

Αναστενάζει βαθιά. «Δεν τα έχω με την Ελλάδα· είμαι θυμωμένος με τους

διάφορους παράγοντες του αθλητισμού: ορισμένους εκάστοτε γενικούς γραμματείς

Αθλητισμού, συμβούλους και παράγοντες του ΣΕΓΑΣ και αθλητικών συνομοσπονδιών»,

λέει ο Γιάννης. «Πέρα απ’ όλα αυτά, την Ελλάδα την αγαπώ. Και εκείνη είναι και

θα είναι πάντα η πατρίδα μου. Μην κοιτάτε που έχω πια αυστραλέζικη υπηκοότητα·

δεν είχα άλλη επιλογή. Μόνο εμπόδια και δυσκολίες συναντούσα στην χώρα μου.

Στην Αυστραλία μού είχαν επανειλημμένως προτείνει να γίνει υπήκοός της. Με

υποδέχθηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Εάν σκεπτόμουν κυρίως την καριέρα μου, θα

επέλεγα να ζήσω στην Αμερική, όπου προσφέρονται συνέχεια τεράστιες ευκαιρίες.

Τελικά, επέλεξα την Αυστραλία, καθώς εκεί είναι καλύτερα να μεγαλώσει κανείς

τα παιδιά του».

ΤΟ ΜΥΑΛΟ

Όσο μένει στην Ελλάδα, ο Γιάννης Κούρος πάει κάθε πρωί στο στάδιο στο Πεδίον

του Άρεως. Εκεί τρέχει, ασκείται, προετοιμάζεται. Για τον επόμενο

υπερμαραθώνιο; «Φυσικά», απαντάει, «μπορεί να μην είμαι τόσο νέος πια, μπορεί

άλλοι αθλητές να προσέχουν περισσότερο τον εαυτό τους, να κάνουν καλύτερες

προπονήσεις, αλλά εμένα είναι το μυαλό μου που με κρατάει, που με κάνει

συνεχώς να βελτιώνομαι στο τρέξιμο· να κάνω ολοένα και μεγαλύτερες αποστάσεις.

Είναι θέμα μυαλού. Εκεί που λέω, “τώρα θα πεθάνω, δεν αντέχω άλλο”, εκεί

ξεπερνάω άλλη μία φορά τις αντοχές μου. Ο σκοπός; Η ελευθερία που νιώθω όταν

τρέχω έτσι. Η ανάταση! Η αίσθηση ότι ­ έστω και για ελάχιστο χρόνο ­ υπερβαίνω

τον εαυτό μου και την πραγματικότητα. Πετάω αλλού…».

«ΜΕ ΠΟΝΑΕΙ»

«Ένα πράγμα με πονάει μονάχα», προσθέτει χαμηλόφωνα ο Γιάννης Κούρος, «ότι

τώρα που έχω βάλει στόχο να ξανακαταρρίψω όλα τα παγκόσμια ρεκόρ μου, μπαίνει

η ένδειξη “Αυστραλία” δίπλα σε κάθε πρώτο χρόνο και σβήνεται το όνομα

“Ελλάδα”, που κόπιασα τόσο στα νιάτα μου να μπει εκεί. Με πειράζει. Δεν θέλω

να το βλέπω να συμβαίνει. Δεν μπορώ να νιώθω ότι το παρόν μου αναιρεί ­ κατά

κάποιον τρόπο ­ το παρελθόν μου, την Ελλάδα. Ναι, είναι αλήθεια, θα ήθελα

κάποτε να ξαναγύριζα στην Ελλάδα. Αλλά, όχι για να με ξαναφτύσουνε. Γι’ αυτό,

εξάλλου, είμαι ανοιχτός σε προτάσεις».