Οι Γενικές Εξετάσεις απασχολούν, κάθε χρόνο, όχι μόνο τους χιλιάδες υποψήφιους

και τις οικογένειές τους, αλλά και ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, καθώς

προβάλλονται σαν το αποκορύφωμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

«Αυξημένος κατά 10%, σε σύγκριση με πέρυσι, είναι ο αριθμός

εισακτέων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση»

(Ανακοίνωση ΥΠΕΠΘ 20/3/1997)

ΜΙΑ ΑΠΟ τις σημαντικές παραμέτρους τους είναι και ο αριθμός των εισακτέων στην

Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, το μέγεθος του οποίου καθορίζεται κάθε χρόνο με

απόφαση του υπουργείου Παιδείας.


Η παρακολούθηση της εξέλιξης του αριθμού των εισακτέων στον χρονικό ορίζοντα

της τελευταίας εικοσαετίας, αναδεικνύει μια αυξητική τάση, η οποία φαίνεται να

«δυναμώνει» τους ρυθμούς της με την ανακοίνωση ­ εν μέσω τυμπανοκρουσιών ­ της

αύξησής τους κατά 10% σε σχέση με πέρυσι. Ωστόσο, η πραγματικότητα δεν είναι

τόσο αισιόδοξη όσο η «απεικόνισή» της. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τη ρητορική των

εντυπώσεων και την «ευημερία» των αριθμών, φωτίζουμε ορισμένες αθέατες πλευρές

που βρίσκονται στο περιθώριο των κοινών παραδοχών του λόγου «περί εισακτέων

και εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση», ο οποίος χρησιμοποιεί τους

αριθμούς και τη στατιστική όπως ακριβώς ο μεθυσμένος τον φανοστάτη· για να

στηριχθεί και όχι για να φωτιστεί!

Η ανάλυση που επιχειρούμε παρακάτω, στοχεύει να αποδείξει ότι αυτό που

«θριαμβευτικά» ανακοινώνεται, μπορεί να είναι από ασήμι, αυτό όμως που

επιμελώς αποκρύπτεται, είναι από χρυσάφι.

Αντιστοιχεί η αύξηση του αριθμού των εισακτέων στην αύξηση του αριθμού των

υποψηφίων; Πόσο η αύξηση του αριθμού των εισακτέων αφορά το σύνολο της

Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και όχι έναν υποτιμημένο τομέα της; Τι επιπτώσεις

έχει η όποια αύξηση του αριθμού των εισακτέων στις πιθανότητες επιτυχίας που

παρουσιάζονται στους τελειόφοιτους; Από το 1975 έως το 1996, οι υποψήφιοι στις

Γενικές Εξετάσεις για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σχεδόν διπλασιάζονται. Από

80.000 περίπου το 1975 φθάνουν τις 150.000. Την ίδια περίοδο, οι εισακτέοι σε

ΑΕΙ-ΤΕΙ υπερδιπλασιάζονται και από 20.000 περίπου, το 1975, θα ξεπεράσουν

φέτος τις 51.000. Σε μία πρώτη ανάγνωση, φαίνεται ότι οι ρυθμοί αύξησης του

αριθμού των εισακτέων είναι αρκετά μεγαλύτεροι από τους ρυθμούς αύξησης του

αριθμού των υποψηφίων στον χρονικό ορίζοντα της 20ετίας.Πόσο, όμως, αυτό

ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα;

Μια προσεκτική ματιά στον πίνακα 1 φανερώνει ότι η αύξηση του αριθμού των

εισακτέων «διοχετεύεται» και τροφοδοτεί σχεδόν αποκλειστικά τα Τεχνολογικά

Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ), τα οποία ενώ βρίσκονται στις πρώτες προτιμήσεις

μόνο μερικών εκατοντάδων υποψηφίων ­ στο σύνολο των 150.000 ­ μέσα σε μια

20ετία υπερεξαπλασιάζουν τους εισακτέους τους. Αντίθετα, οι εισακτέοι των

«προνομιούχων» ΑΕΙ, τα οποία βρίσκονται μόνιμα στο στόχαστρο των υποψηφίων,

δεν καταφέρνουν ούτε καν να διπλασιαστούν. Οι 15.000 περίπου εισακτέοι στα ΑΕΙ

του 1975 γίνονται φέτος 26.000, ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα οι 4.000

εισακτέοι των ΚΑΤΕΕ-ΤΕΙ φθάνουν τις 26.000.

Έτσι, η ποσοστιαία κατανομή του αριθμού εισακτέων στους δύο τομείς της

Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ενώ το 1975 χαρακτηρίζεται από τη σχέση 1/4 (20,6%

στα ΤΕΙ και 79,4% στα ΑΕΙ) σήμερα είναι 1/1, δηλαδή 50% στα ΤΕΙ και 50% στα ΑΕΙ.

Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι δεν υφίσταται πραγματική αύξηση

του αριθμού των εισακτέων στα ΑΕΙ, αφού η διαχρονική παρακολούθηση του αριθμού

τους δεν ανταποκρίνεται στην αύξηση του αριθμού των υποψηφίων.

ΤΕΛΕΙΟΦΟΙΤΟΙ: ΜΟΝΟ ΟΙ 2 ΣΤΟΥΣ 10 ΕΙΣΑΓΟΝΤΑΙ

Ως γνωστόν, κάθε υποψήφιος έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τις εξετάσεις σ’ ένα

τουλάχιστον μάθημα κατά τη διάρκεια των 2 χρόνων που έπονται της πρώτης

προσπάθειας, διατηρώντας τους βαθμούς του στα υπόλοιπα μαθήματα. Η κατοχύρωση

της βαθμολογίας προηγούμενων ετών, από τη μεριά των αποφοίτων υποψηφίων, αφορά

βεβαίως τα μαθήματα στα οποία σημειώνουν ικανοποιητικές επιδόσεις ενώ,

αντίθετα, υποβάλλονται για δεύτερη ή τρίτη φορά στη δοκιμασία των εξετάσεων

στα μαθήματα που θεωρούν ότι η βαθμολογία τους είναι χαμηλή. Στις Γενικές

Εξετάσεις από το 1990-1996, το 31% των υποψηφίων κατά μέσον όρο πέτυχε την

εισαγωγή του στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η ανάγνωση του πίνακα 2 αποκαλύπτει

ότι τα ποσοστά επιτυχίας ανάμεσα στους υποψηφίους που δίνουν για πρώτη φορά

(τελειόφοιτοι) και στους υποψηφίους που δίνουν για δεύτερη ή τρίτη φορά

(απόφοιτοι) είναι πολύ διαφορετικά.

Έτσι, αν πάρουμε υπόψη τις Γενικές Εξετάσεις των επτά τελευταίων χρόνων

(1990-1996), οι τελειόφοιτοι π.χ. της Β’ Δέσμης είχαν ποσοστά επιτυχίας 18,4%,

ενώ οι απόφοιτοι, υπερδιπλάσια, 40,4%! Οι τελειόφοιτοι της Δ’ Δέσμης είχαν

ποσοστό επιτυχίας λιγότερο από 15%, ενώ οι απόφοιτοι περισσότερο από 30%.

Σε σύνολο 393.164 υποψηφίων αποφοίτων, που παρουσιάστηκαν στις Γενικές

Εξετάσεις από το 1990 έως και το 1996, πέτυχαν την είσοδό τους στην

Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (ΑΕΙ-ΤΕΙ) οι 155.132, δηλαδή οι 4 στους 10 περίπου, ενώ

σε σύνολο 458.033 υποψηφίων τελειοφοίτων που συμμετείχαν στις Γενικές

Εξετάσεις το ίδιο χρονικό διάστημα, καταγράφηκαν στους καταλόγους επιτυχόντων

μόλις 108.006, ποσοστό 23,6%!

Συμπερασματικά, βασισμένοι στα στοιχεία των Γενικών Εξετάσεων της δεκαετίας

του ’90, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας έχουν οι

απόφοιτοι της Α’ και Γ’ Δέσμης, αφού εισάγονται στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση οι

4-5 στους 10, ενώ αντίθετα πολύ λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας παρουσιάζουν

οι τελειόφοιτοι της Β’ και Δ’ Δέσμης, που εισάγονται λιγότεροι από 2 στους 10.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η εξέλιξη του αριθμού των εισακτέων και στην

περίπτωση αυτή και μάλιστα σε ένα διάστημα επτά χρόνων δεν «ανέπτυξε» τα στενά

περιθώρια εισόδου για όσους υποψηφίους επιχειρούν την είσοδό τους στην

Τριτοβάθμια Εκπαίδευση για πρώτη φορά.