Η σαρωτική άνοδος του στρατάρχη Παπάγου στην εξουσία το 1952 και η πλήρης επικράτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το 1955 είχαν πια, το 1961, οδηγήσει τον κεντρογενή χώρο μακριά από την εξουσία ήδη επί μία δεκαετία, γεγονός που του ασκούσε έντονες πιέσεις στην κατεύθυνση της εύρεσης μιας πολιτικής οδού που θα οδηγούσε στην επιστροφή του. Αυτό δεν ήταν εύκολο. Κατά τη δεκαετία του ΄50, η παλιά βενιζελογενής παράταξη ήταν πολυδιασπασμένη με πλήθος σχηματισμούς και τάσεις που δεν ήταν σε θέση εύκολα να βρουν κοινό μεταξύ τους τόπο τόσο ως προς ιδεολογικά ζητήματα όσο και, κυρίως, ως προς την εσωτερική τους ιεραρχία. Επιπλέον, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε απορροφήσει σειρά από πολύ σημαντικά κεντρογενή στελέχη τα οποία ασκούσαν κεντρικό ρόλο στις κυβερνήσεις του, όπως ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Ξενοφών Ζολώτας, με αυξημένες εξουσίες στην οικονομική πολιτική, ή ο Ευάγγελος Αβέρωφ. Μία επιπλέον δυσκολία για το Κέντρο ήταν η διαρκής και πρωτοφανής για την Ελλάδα οικονομική ανάπτυξη της πρώτης περιόδου Καραμανλή και η ορατή πορεία έμπρακτου εκσυγχρονισμού της Ελλάδας μέσα από μια εκτεταμένη συνεχή δημιουργία νέων βασικών υποδομών. Επίσης, το Κέντρο είχε να αντιμετωπίσει τη διαρκή άνοδο της ΕΔΑ, που σε μεγάλο βαθμό απευθυνόταν στο ίδιο πολιτικό ακροατήριο, με τρόπο αποτελεσματικότερο από ποτέ, αλλά και έχοντας επιτύχει μια ήρεμη συνύπαρξη με τον Καραμανλή ακόμα και μετά τις εκλογές του 1958 που την κατέστησαν αξιωματική αντιπολίτευση. Το τελευταίο αυτό γεγονός υπήρξε ίσως και το καταλυτικότερο όλων στην εκ νέου εγρήγορση και συσσωμάτωση του κεντρώου χώρου, με τις σχετικές διαδικασίες να ξεκινούν ουσιαστικά λίγο μετά τις εκλογές του 1958 και να κορυφώνονται με την ίδρυση της Ενώσεως Κέντρου τον Σεπτέμβριο του 1961, λίγο πριν από τις εκλογές του ίδιου έτους. Αλλωστε, πολλοί εντός και, κυρίως, εκτός Ελλάδας έβλεπαν πια με ανησυχία την εκλογική αυτή εκτίναξη της ΕΔΑ, λιγότερο από δέκα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου.

Οι ισορροπίες κορυφής ήταν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι κεντρογενείς δυνάμεις στην ενοποιητική τους προσπάθεια, καθώς οι σχέσεις των πρωταγωνιστών Γεωργίου Παπανδρέου και Σοφοκλή Βενιζέλου κάθε άλλο παρά αγαστές ήταν. Οι μεταξύ των κεντρώων ιδεολογικές αποκλίσεις ήταν ένα ακόμα πρόβλημα, ιδίως από τη στιγμή που επιχειρήθηκε και το εκλογικά αναγκαίο άνοιγμα σε δυνάμεις κάθε άλλο παρά του χώρου, όπως με τον Στέφανο Στεφανόπουλο ή τον Σπύρο Μαρκεζίνη. Παρ’ όλα αυτά, και έπειτα από μια σειρά περιπέτειες σχετικά με τον εκλογικό νόμο οι οποίες δεν είχαν αφήσει αλώβητη ούτε την κυβέρνηση Καραμανλή, στις παραμονές των εκλογών του 1961 οι δυνάμεις του Κέντρου πετυχαίνουν τελικά την υπέρβαση και την ένταξή τους υπό την κοινή πολιτική στέγη της νεόκοπης Ενώσεως Κέντρου με συναρχηγούς τους Παπανδρέου και Βενιζέλο. Η Ενωσις Κέντρου αμφισβήτησε εντονότατα τα αποτελέσματα των εκλογών του 1961 και λίγο μετά ξεκινά ο «Ανένδοτος Αγών» με πρωταγωνιστή, πλην του ίδιου του Παπανδρέου, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Οι εξελίξεις θα γίνουν γρήγορα καταιγιστικές όχι μόνο για την παράταξη που είχε θεμελιώσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αλλά και για την κυβέρνηση και, εν τέλει, για τη χώρα. Σειρά γεγονότων, με κορυφαία εξ αυτών τη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη και τη σταδιακή σύγκρουση του βασιλέως Παύλου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, θα επιταχύνουν ακόμα περισσότερο τις εξελίξεις, οδηγώντας την Ενωση Κέντρου στην εξουσία με πολύ υψηλά ποσοστά λίγο περισσότερο από δύο χρόνια μετά την ίδρυσή της. Ο ξαφνικός θάνατος του Σοφοκλή Βενιζέλου ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 1963 και του 1964 θα σημάνει και την οριστική μετάβαση της φιλελεύθερης παράταξης από τον βενιζελισμό στον παπανδρεϊσμό, τη στιγμή που εκείνη θα έπαιρνε πλέον ξανά θριαμβευτικά την εξουσία.