Τις έβλεπα σε συνοικιακό υποκατάστημα αλυσίδας σουπερμάρκετ. Συσκευασίες με λεπτές σαν τσιγαρόχαρτο φέτες από φασιανό, αγριογούρουνο, ελάφι καπνισμένο σε ξύλα φλαμουριάς (ή κάπως έτσι). Σε καλάθι στολισμένο με γκι για να ξεχωρίζουν από τους παρακατιανούς «γείτονες» –τα παριζάκια και τα ζαμπόν ωμοπλάτη. Και ταμπέλα σε σχήμα αστεριού που έγραφε : «Για το γιορτινό τραπέζι». Αυτόματα, φαντάστηκα αυτές τις μικροποσότητες πολυτελούς κρέατος σερβιρισμένες, απλωτά απλωτά για να φτουράνε, στις «καλές» πιατέλες, πάνω στα «καλά» τραπεζομάνδηλα. Θα το κάψουμε απόψε κυρ Στέφανε. Χριστουγεννιάτικο τραπέζι είναι αυτό. Το αντίπαλο δέος του πασχαλινού. Που, ως πατροπαράδοτο, είναι πιο σταθερό. Ενώ το χριστουγεννιάτικο, ως λιγότερο εθιμοτυπικό, έχει επηρεασθεί περισσότερο από τις μόδες, τις τάσεις και τους μετασχηματισμούς αυτής της περίφημης μεσαίας τάξης.

Προσωπικά, η πρώτη γαστρονομική ανάμνηση που έχω από τα Χριστούγεννα είναι η συριανή γιαγιά μου να δυσανασχετεί με τη νεόφερτη, τότε, γαλοπούλα. «Τι τις θέλετε τις διάνοι» μουρμούριζε (διάνους λέμε στα κυκλαδονήσια τις γαλοπούλες). «Είναι σκληροί. Να κάνετε φραγκόκοτες. Και λαχανοντολμάδες». Αλλά η μαμά μου, τυπικό δείγμα πρωτευουσιάνας νοικοκυράς της δεκαετίας του 1960, γαλουχημένη από τα βιβλία του Τσελεμεντέ, όμνυε στον κοσμοπολιτισμό της κατσαρόλας, προσκυνούσε τη γαλλική κουζίνα, αποθέωνε τη μπεσαμέλ και ήταν έτοιμη να εμπεδώσει και να εξελίξει κάθε καινούργια συνταγή. Από τη γαλοπούλα προτιμούσε την πολυπλοκότητα της γέμισης. Και σνομπάριζε τα φοινίκια που τα θεωρούσε πολύ πατροπαράδοτα (έτσι λέμε στη Σύρο τα μελομακάρονα εκ της φοινικιάς, δηλαδή της χουρμαδιάς διότι έχουν το σχήμα του χουρμά). Ενώ ο κουραμπιές, ως πιο βουτυράτος, της έκανε και πιο λουσάτος. Κατά τα άλλα, τα οικογενειακά χριστουγεννιάτικα τραπέζια ήταν για μένα γλωσσοδέτης. Kατσικάκι μπρεζέ, πατάτες ο γκρατέν πνιγμένες στην κρέμα γάλακτος, βολοβάν, ζαμπαγιόνε. Και μαρόν, πολλά μαρόν. Γλασέ και ντεγκιζέ.

Αργότερα, στη δεκαετία του 1980, οι μαγειρικοί ορίζοντες της μαμάς μου επεκτάθηκαν, συντονίστηκαν με την τότε εθνική μας εξωστρέφεια. Ανακαλύψαμε, ως χώρα πλέον, και οικειοποιηθήκαμε, ως πατροπαράδοτες χριστουγεννιάτικες γεύσεις, γαστρονομικά έθιμα άλλων χωρών. Στο τραπέζι μας προσγειώθηκαν Βιρτζίνια χαμ με ανανάδες και μοσχοκάρφια, σαλάτες με πέστροφες και μπλακ φόρεστ. Και τα χρόνια περνούσαν και η μαμά μου άρχισε να αντιγράφει συνταγές από την τηλεόραση έτσι όπως τσάτρα πάτρα τις αντιγράφουν οι εμπειρικές μαγείρισσες. Από νιόπαντρη έκανε τέλεια βασιλόπιτα, αποφάσισε στα γεράματα να κάνει μια συνταγή της Βέφας, τα έκανε μαντάρα, της κόλλησε, τρέχαμε την τελευταία στιγμή να αγοράσουμε βασιλόπιτα.

Και ύστερα ήρθαν τα τζίντζερ. Που τα υιοθετήσαμε ως την απόλυτη χριστουγεννιάτικη εσάνς. (Γιατί αν δεν περνούσαμε εμείς, ως παιδιά, τα Χριστούγεννα μαζί με την Αγκαθα Κρίστι στις εξοχές της Αγγλίας, ποιοι θα τα περνούσαν;). Και ρόδια, ρόδια παντού… Η μαμά μου, εν τω μεταξύ, σταμάτησε να μαγειρεύει. Τώρα πλέον δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αναρωτιέμαι αν, τέτοιες μέρες, μέσα στο χάσιμο του μυαλού της, τής έρχονται πού και πού εικόνες από εκείνα τα χριστουγεννιάτικα τραπέζια της. Κι αν εγώ αναζητώ σήμερα εκείνα τα βαριά, βουτυράτα γιορτινά φαγητά της, που δεν τα αντέχει πια το στομάχι μου, είναι γιατί η νοστιμιά έχει την ίδια ρίζα με την νοσταλγία. Καλά Χριστούγεννα.