Αύριο, στην αίθουσα της Γερουσίας στη Βουλή, η Δημοκρατική Συμπαράταξη διοργανώνει μια ημερίδα στο πλαίσιο του προσυνεδριακού διαλόγου, στην οποία η Χαριλάου Τρικούπη δίνει ιδιαίτερη σημασία. Με θέμα πώς ο ορυκτός πλούτος (και ειδικά τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων) θα μπορούσε να κάνει βιώσιμο το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας. Οπως λένε οι του ΠΑΣΟΚ, το κόμμα είχε προβλέψει για το ζήτημα ήδη από την περίοδο της εξουσίας, αντιγράφοντας το διάσημο νορβηγικό μοντέλο. Τι εννοούν; Το 2013 ο Γιάννης Μανιάτης, ως υπουργός Περιβάλλοντος, είχε περάσει τον Νόμο 4162. Με αυτόν προβλεπόταν πως το 75% των εσόδων από την εξόρυξη υδρογονανθράκων θα πήγαινε στον λεγόμενο Εθνικό Λογαριασμό Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γενεών. Δηλαδή, στο ασφαλιστικό σύστημα. Το υπόλοιπο 25% στις περιφέρειες και στους δήμους που θα γίνονταν οι γεωτρήσεις. Τότε, ο ίδιος θυμάται ότι τον αποκαλούσαν «γραφικό» και τον κατηγορούσαν πως «ακόμη δεν βρήκαμε τα πετρέλαια κι αυτός φτιάχνει νόμους για τα κέρδη». Τώρα όμως –που, όπως αναφέρει, στο οικόπεδο του Πατραϊκού π.χ. υπολογίζεται ότι γύρω στα τέλη του 2017 μπορεί να μπει το γεωτρύπανο –ο τομεάρχης Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Υποδομών της ΔΗΣΥ (ο οποίος θα είναι και ο βασικός ομιλητής μετά τον χαιρετισμό της Φώφης Γεννηματά) θεωρεί πως η Ελλάδα θα μπορούσε να εξασφαλίζει 1,5 με 2 δισ. ευρώ ανά έτος από τους υδρογονάνθρακες. Για σαράντα χρόνια, που είναι η διάρκεια ζωής κάθε κοιτάσματος. Η ΔΗΣΥ έχει σκοπό να σηκώσει ψηλά την εν λόγω ημερίδα και όσα θα ακουστούν εκεί. Γιατί; Οχι μόνο γιατί φρονούν πως η ιδέα του Εθνικού Λογαριασμού Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γενεών μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά προσοδοφόρα. Αλλά κι επειδή φοβούνται τι θα μπορούσε η παρούσα κυβέρνηση να κάνει αυτά τα χρήματα –τα οποία με βάση τον Νόμο 4162 προορίζονται για το Ασφαλιστικό. Το 2013 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταψηφίσει τον νόμο. Αυτό που ανησυχεί, λοιπόν, τα στελέχη της ΔΗΣΥ είναι μήπως τώρα «με τον προσφιλή τρόπο μιας βραδινής τροπολογίας τον ακυρώσουν». Και «περάσουν τα χρήματα που ίσως έρθουν από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στο Υπερταμείο». Κοινώς, στους δανειστές. Ο δε Μανιάτης επισημαίνει πως ο ίδιος είχε δεχθεί πολλές ερωτήσεις σχετικά με τις έρευνες για τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων από τους εταίρους όταν λάμβανε μέρος στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα. Δεν ξέρω αν θα γίνουμε Νορβηγία του Νότου, αλλά αναμένω με ενδιαφέρον την εξέλιξη αυτής της υπόθεσης.

Δικαστής

Oλα ξεκίνησαν από ένα πρωινάδικο. Ο Κώστας Καζάκος, πρώην πια βουλευτής του ΚΚΕ, βγήκε στο «Happy Day» για να παίξει έναν ρόλο που τον έχει υποδυθεί και στο παρελθόν. Εκείνον του λαϊκού δικαστή. Κατηγορούμενοι αυτή τη φορά ήταν όσοι νέοι φεύγουν για να βρουν δουλειά στο εξωτερικό. Κι η ετυμηγορία του; Είναι προδότες. Γιατί, λέει, δεν παλεύουν στον τόπο τους. Οπως ήταν αναμενόμενο, η δήλωση έγινε viral. Και προκάλεσε αντιδράσεις. Εκείνος, όμως, επειδή είναι αληθινός πατριώτης, όχι μόνο δεν ανασκεύασε αλλά πήγε κι ένα βήμα παραπέρα τον συλλογισμό του. Δίνοντας μια συνέντευξη στα parapolitika.gr. «Ο τόπος μας», είπε, «είναι ματωμένος τόπος. Οι Ελληνες δίνουμε το αίμα μας, αιώνες τώρα, για να κρατήσουμε τα άγια χώματά μας και το έθνος μας. Τις αξίες μας. Είμαστε αμυντικός λαός. Πρέπει να αγωνιζόμαστε να μην μας πάρουν τα σπίτια μας, τα χωράφια μας, τους τάφους των προγόνων μας». Οσο για όλους αυτούς που –αναφερόμενοι στη φυγή νέων επιστημόνων από την Ελλάδα –κάνουν λόγο για brain drain; Δεν έχουν καταλάβει τους βαθύτερους λόγους που το προκαλούν. Ευτυχώς, όμως, ο Κώστας Καζάκος τους έχει κατανοήσει και τους εξήγησε. «Χύνεται το αίμα των Ελλήνων συνεχώς», είπε, «επειδή βγαίνουν αμόρφωτα τα παιδιά από τα σχολεία (και κυρίως πολιτικά και ιστορικά αμόρφωτα) και παίρνουν τον δρόμο της μετανάστευσης. Ο οποίος αυτός δρόμος είναι δρόμος φοβίας και άρνησης αγώνα στην πατρίδα». Βέβαια, το γεγονός πως όλοι αυτοί δεν πάνε στου Βελγίου τις στοές ως αμόρφωτοι ανειδίκευτοι εργάτες είναι μια μάλλον ασήμαντη λεπτομέρεια στην καζάκειο ανάγνωση του φαινομένου. Γιατί άλλωστε να τον προβληματίσει; Του αρκεί να τους καταδικάσει, σαν τον Μπιλ Κλίντον το μακρινό 1999 στο Σύνταγμα, «στη χλεύη της Ιστορίας και στην οργή των λαών». Δεκαοχτώ χρόνια αργότερα, όμως, η διαδικτυακή δημόσια σφαίρα παρέδωσε τον ίδιο τον Καζάκο στη χλεύη των μελών της.