Καθισμένη σε έναν βράχο δίπλα στον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, λίγο πριν από τη δύση του ηλίου, μαγεμένη από τη συμπαντική δύναμη που εκπέμπει ο χώρος και την απεραντοσύνη του γαλάζιου, ξεπηδούν μες στο μυαλό μου οι στίχοι του Ελύτη: «Εφερα τη ζωή μου ώς εδώ / Στο σημάδι ετούτο που παλεύει / Πάντα κοντά στη θάλασσα / Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος / Με στήθος προς τον άνεμο / Πού να πηγαίνει ένας άνθρωπος /

Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος».

Ξάφνου η μαγεία της στιγμής χάνεται. «Εφερα τη ζωή μου ώς εδώ» –ή με έφεραν; «Πού να πηγαίνει ένας άνθρωπος» –o στίχος συνειρμικά μου φέρνει σκέψεις, άσχημες. Είναι φοβερά τα παιχνίδια που σου παίζει το μυαλό από τη μια στιγμή στην άλλη. Λέξεις σκόρπιες αρχίζουν να στήνουν τρελό χορό: αξιολόγηση, διαπραγματεύσεις, τρόικα, αφορολόγητο, συντάξεις, φόροι, ανεργία, απογοήτευση, φτώχεια, εξαθλίωση.

Και η σκέψη μου αυτόματα μεταφέρεται σ’ έναν άλλο ιερό τόπο, αρκετά χιλιόμετρα πιο μακριά: στους Δελφούς εξελίσσεται το οικονομικό φόρουμ και ο ομφαλός της γης δονείται από συζητήσεις για την εύρεση τρόπων ανάκαμψης της ελληνικής βιομηχανίας, για την αποτελεσματικότητα του κράτους, την αναδιάρθρωση του χρέους, την ελαχιστοποίηση της δημόσιας σπατάλης, τη μείωση φόρων, την αποφυγή νέων τραπεζικών κρίσεων· αλλά και για «τιμωρητική θεώρηση» της Ελλάδας, εξορκισμούς του Grexit, επαναστάσεις φιλελευθερισμού και τζάμπα μαγκιές και άλλα πολλά –όλα ειπώθηκαν, όλα ακούστηκαν!

Πιθανώς ευρισκόμενοι σε έκσταση όπως άλλοτε η Πυθία, ενστερνιζόμενοι τους διφορούμενους χρησμούς, οραματίζονται λύσεις για την Ελλάδα και έξοδο από την κρίση απέχοντας παρασάγγας από την πραγματικότητα. Γιατί δυστυχώς αυτή η πραγματικότητα διατηρεί τη χώρα μας και φέτος στην τέταρτη θέση στον πίνακα κατάταξης του Δείκτη Εξαθλίωσης που διαμορφώνει το πρακτορείο Bloomberg βάσει του πληθωρισμού και των προοπτικών της ανεργίας. Γιατί κανείς προφανώς από τους συμμετέχοντες δεν έχει σκύψει με ειλικρίνεια και ρεαλισμό στα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει καθημερινά ο έλληνας πολίτης, που σαν άλλη Ιφιγένεια συνεχίζει να θυσιάζεται στον βωμό των συμφερόντων και των καθυστερήσεων. Γιατί ούτε ένας απ’ αυτούς δεν έχει οδηγηθεί στη φτώχεια και στην εξαθλίωση και δεν έχει νιώσει να του ευνουχίζουν το μέλλον. Γιατί κανείς τους δεν παλεύει να ζήσει έστω και με λίγη αξιοπρέπεια και να μη χάσει και την τελευταία του ελπίδα. Γιατί ποτέ δεν προσπάθησαν όλοι ενωμένοι να βάλουν στην ατζέντα τους τον πολίτη που εξαθλιώνεται μέρα με τη μέρα –άλλωστε η εξαπόλυση μύδρων και κατηγοριών είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα τακτική προσέγγιση και κυρίως προκαλεί εντυπώσεις! Γιατί κανείς από αυτούς στην πραγματικότητα δεν θα «πιει ώς το τέλος το πικρό ποτήρι των μέτρων»· αυτό το ποτήρι το πίνει ήδη ο ελληνικός λαός.

Καθώς η ματιά μου επιστρέφει στον χώρο και το σκοτάδι αρχίζει να σκεπάζει τις τελευταίες πινελιές του ήλιου, δεν μπορεί να μην έρθουν κάποιοι άλλοι στίχοι στο μυαλό μου, του Αλκη Αλκαίου αυτή τη φορά –τόσο ταιριαστοί, αλήθεια, με την πραγματικότητα: «Μας κλέψαν τ’ αύριο, μας κλέβουν και το βλέμμα»…