Ας συνοψίσουμε τα τρία σκέλη της τρέχουσας πολεμικής: οι ισλαμιστές υπερασπίζονται την ιδέα ότι η κουλτούρα (θρησκεία) τους είναι ιδιαίτερη και πρέπει να την υπερασπιστούν, αν όχι να την επιβάλουν στην υπόλοιπη κοινωνία. Ο Καμέλ Νταούντ υπερασπίζεται την ίδια ιδέα, πως αυτή η κουλτούρα (θρησκεία) είναι ιδιαίτερη, αλλά πως πρέπει να μεταρρυθμιστεί, αν όχι να καταπολεμηθεί.

Εμείς (οι μελετητές των κοινωνικών επιστημών που συνυπογράψαμε ένα κείμενο επικριτικό απέναντι σε ένα άρθρο του Νταούντ) χαιρετίζουμε το θάρρος που επιδεικνύει ο συγγραφέας έναντι των ισλαμιστών αντιπάλων του, αλλά υπερασπιζόμαστε την ιδέα πως το πρόβλημα δεν έγκειται στην κουλτούρα (θρησκεία) και πρέπει να το αναζητήσουμε αλλού. Είναι από την πλευρά μας, ή τουλάχιστον από τη δική μου πλευρά, μια τοποθέτηση πνευματική και επιστημονική, είναι επίσης και μια τοποθέτηση πολιτική.

Οι υστερικές και εντελώς δυσανάλογες αντιδράσεις τις οποίες πυροδότησε η κριτική μας στον Καμέλ Νταούντ δεν μπορούν να εξηγηθούν παρά μόνο μέσω του πολιτικού πλαισίου που έχει διαμορφωθεί στη Γαλλία μετά τις τζιχαντικές επιθέσεις και τη φρενήρη ανάγκη να ενωθούμε γύρω από ένα πρόσωπο που αντιστέκεται. Ενα τέτοιο πρόσωπο είναι αναμφισβήτητα ο Καμέλ Νταούντ –αλλά το γεγονός ότι βρίσκεται στο στόχαστρο των ισλαμιστών δεν του εξασφαλίζει επ’ ουδενί ασυλία απέναντι στην κριτική. Είμαστε όλοι υπόλογοι για τα γραπτά μας.

Το πρόβλημα του κειμένου «Κολωνία, ένας τόπος φαντασιώσεων» (που δημοσιεύτηκε στη «Monde» στις 5 Φεβρουαρίου) είναι πως δεν επρόκειτο για ένα λογοτεχνικό κείμενο ή για ένα γενικό άρθρο ιδεών, αλλά για ένα άρθρο βασισμένο σε συγκεκριμένα γεγονότα· γεγονότα που δεν έχουν ακόμη αποσαφηνιστεί και τα οποία επιπλέον γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από την Ακροδεξιά και την αστυνομία, καθώς και από πολιτικά κόμματα. Πέραν των οριενταλιστικών του κλισέ περί υπερσεξουαλικότητας των μουσουλμάνων, ο Καμέλ Νταούντ, ιδιαίτερα στο άρθρο του με τίτλο «Η σεξουαλική φτώχεια του αραβικού κόσμου» που δημοσιεύτηκε στους «New York Times», αναβιώνει και παντρεύει παραδόξως δύο εικόνες του μετανάστη από το Μάγρεμπ που απαντούσαν τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Η συμπονετική και λίγο μίζερη εικόνα του μετανάστη που είναι αποκλεισμένος μέσα «στη χειρότερη μοναξιά», για να δανειστούμε έναν τίτλο του Ταχάρ Μπεν Τζελούν, στερημένος από σεξουαλικούς και συναισθηματικούς δεσμούς, αντιπαρατίθετο στο κλισέ του αλγερινού βιαστή, απόρροια του πολέμου της Αλγερίας, που σημάδεψε με θλιβερό τρόπο τη γαλλική Ιστορία κατά την «ένδοξη τριακονταετία», μεταξύ 1945 και 1974.

Ανδρες, όποια και αν είναι η εθνικότητά τους, διέπραξαν βιασμούς και σεξουαλικές επιθέσεις εναντίον γυναικών στην Κολωνία ή αλλού. Η απαξίωση του πανεπιστημιακού λόγου ως συγχωρητικού λόγου κάνει θραύση, όμως όχι: κατανοώ, δεν σημαίνει δικαιολογώ. Εξηγώ, δεν σημαίνει συγχωρώ. Οπως όλες οι πληθυσμιακές ομάδες, έτσι και αυτή των προσφύγων έχει το δικό της μερίδιο εγκληματιών. Η ιδέα της σύγκρουσης των πολιτισμών μάς οδήγησε κατευθείαν πάνω στον τοίχο. Δεν πρόκειται να βρούμε τον κατευνασμό ούτε να εξασφαλίσουμε περισσότερη κοινωνική και πολιτική αρμονία αν κλειστούμε ξανά μέσα σε αυτήν.

Η γαλλοτυνήσια ιστορικός και ανθρωπολόγος Ζοσλίν Ντακλιά είναι διευθύντρια σπουδών στην Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών (EHESS) του Παρισιού