Η αντίδραση δεν ήταν ακριβώς εν θερμώ: από την ημέρα που ο τσέχος πρόεδρος είπε ότι η χώρα του θα μπει στην ευρωζώνη μόνο όταν εγκαταλείψει το κοινό νόμισμα η Ελλάδα έχει περάσει κάπου μια εβδομάδα. Τότε ποια ανάγκη ικανοποίησε ο Νίκος Κοτζιάς ανακαλώντας τον έλληνα πρεσβευτή από την Πράγα; Τι τον έκανε να ανοίξει τέτοιου τύπου παρτίδες με μια χώρα που δεν έχει και κανένα ιδιαίτερο βάρος στα ευρωπαϊκά πράγματα; Και γιατί δεν ακολούθησε τον χρυσό κανόνα σύμφωνα με τον οποίο σημασία δεν έχει αυτό που λέγεται αλλά ποιος είναι αυτός που το λέει;

Ο Μίλος Ζέμαν είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση πολιτικού ακόμη και για τα ελληνικά δεδομένα –υπό την έννοια ότι ο ελληνικός υδροβιότοπος έχει ασφαλώς τέτοιους πολιτικούς μόνο που κανένας από αυτούς δεν έχει γίνει, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, πρόεδρος της Δημοκρατίας. Εκτός ελληνικού υδροβιοτόπου υπάρχει ένας τέτοιος πολιτικός που φιλοδοξεί να γίνει πρόεδρος. Είναι ο Ντόναλντ Τραμπ. Και ο Μίλος Ζέμαν είναι ένας Τσέχος Τραμπ. Κάποιος που, αναφερόμενος στο Ισλάμ, έχει δηλώσει ότι «ο εχθρός είναι ο αντιπολιτισμός που εξαπλώνεται από τη Βόρεια Αφρική ώς την Ινδονησία» και που έχει χαρακτηρίσει τους μουσουλμάνους αντισημίτες και Ναζί. Εχει επίσης συγκρίνει τον Γιάσερ Αραφάτ με τον Χίτλερ και τους δημοσιογράφους με «κοπριές» και «ύαινες».

Θα ήταν εύκολο να δει κανείς τον Ζέμαν σαν γραφική περίπτωση. Στην πραγματικότητα είναι μια κλασική περίπτωση τερατογένεσης από αυτές που έσκασαν σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο σοσιαλδημοκράτης Μίλος Ζέμαν αλλά και ο επίσης Τσέχος Βάτσλαβ Κλάους, οι Καζίνσκι στην Πολωνία ή ο Βίκτορ Ορμπάν στην Ουγγαρία θα κινούνταν ενδεχομένως στις παρυφές μιας παλιάς κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αλλά στις νεαρές δημοκρατίες του πρώην ανατολικού μπλοκ βρήκαν χώρο στην κεντρική πολιτική σκηνή ως πρωταγωνιστές. Είναι κάτι που θα έπρεπε να γνωρίζει ο Νίκος Κοτζιάς ως θεωρητικός των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και –κυρίως –ως επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας.