Η πενταετία της κρίσης είναι μία πορεία φτωχοποίησης για πολύ μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας: όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν μια συνεχή συρρίκνωση της μεσαίας τάξης –είναι χαρακτηριστικό ότι έξι στους δέκα δηλώνουν πια ετήσια εισοδήματα κάτω των 12.000 ευρώ.

Οσο κι αν η μαύρη οικονομία ζει και βασιλεύει –και προφανώς σε έναν βαθμό καθιστά αναξιόπιστα τα σχετικά στοιχεία –είναι προφανές ότι η ύφεση από τη μία πλευρά και η υπερφορολόγηση από την άλλη έχουν απομυζήσει μεγάλο μέρος των εισοδημάτων.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο πειρασμός για μια κυβέρνηση της Αριστεράς είναι μεγάλος: η άσκηση μιας πολιτικής προστασίας των χαμηλών εισοδημάτων και η μεταφορά πρόσθετων φορολογικών βαρών στα στρώματα υψηλότερου εισοδήματος φαντάζει ως μια ασφαλής γραμμή που διασφαλίζει τη σχέση της κυβέρνησης με την κοινωνική πλειοψηφία.

Ομως, αν τα υψηλότερα εισοδήματα μετατραπούν σε φόρους, οι επιπτώσεις στην αγορά θα είναι τρομακτικές: για παράδειγμα, η επιβολή φόρου 23% στην ιδιωτική εκπαίδευση θα μειώσει τις θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και θα αυξήσει τις ανάγκες χρηματοδότησης στη δημόσια εκπαίδευση, χωρίς να τονώσει αναγκαστικά τα δημόσια έσοδα. Παράλληλα, χρήματα θα λείψουν από την αγορά –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για χιλιάδες χαμηλομίσθους.

Η αναζήτηση ισοδυνάμων δεν πρέπει να καταλήγει στη συσσώρευση αφόρητων φορολογικών βαρών στις κοινωνικές ομάδες οι οποίες έχουν ήδη επωμιστεί πολύ μεγάλο μέρος της πενταετούς φοροκαταιγίδας: ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός –λίγο σαν την κάλπικη λίρα –και ό,τι ακούγεται αριστερό συχνά πλήττει τους φτωχότερους.