Σας έχει τύχει να υπνοβατήσετε; Είτε για τον έναν λόγο, είτε για τον άλλον; Μετά δεν θυμάσαι τίποτα, συμπεριφέρεσαι σαν να μην έχει γίνει το παραμικρό. Κάπως έτσι κινείται η ελληνική κοινωνία τους τελευταίους μήνες.

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην αναρωτιέται «πού βαδίζουμε;». Αλλά δεν υπάρχει και άνθρωπος που να μην απαντά «άσε, να δούμε». Ολοι εκείνοι που γέμιζαν –όσο γέμιζαν –τις πλατείες για να διαμαρτυρηθούν τα πρώτα χρόνια της κρίσης διατηρούν, προς το παρόν, προσδοκίες. Πιστεύουν –όπως δείχνουν τα γκάλοπ –ότι δεν μπορεί, οι δανειστές θα κάνουν πίσω και θα δεχθούν τις θέσεις της κυβέρνησης. Οι υπόλοιποι υπνοβατούμε επίσης.

Δεν μας ξυπνάει τίποτα. Μπορεί η κυβέρνηση να εκδίδει τρεις ανακοινώσεις στη σειρά –με τη μία να διορθώνει την άλλη. Μπορεί να διαδίδονται τα σημεία και τα τέρατα –και ουδείς να αντιδρά. Το χειρότερο; Κι αν αντιδράσει κάποιος, κανείς δεν τον ακούει.

Μας έχει ξανασυμβεί; Πολλές φορές –για παράδειγμα, μετά τις εκλογές του 2004, για χρόνια κανένας δεν άκουγε τι έλεγε η αντιπολίτευση. Υστερα από μια πενταετία, οι πάντες ήταν έτοιμοι να ακούσουν ακόμη και εκείνα που κανονικά δεν εκστομίζονταν –αλλά ήταν πια αργά.

Μία κυβέρνηση τριών μηνών δεν μπορεί να κριθεί όπως μία κυβέρνηση τριών χρόνων. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά –μετά το 2009 ξέρουμε όλοι ότι οι κυβερνήσεις δεν κρίνονται στο τέλος, αλλά λίγο μετά την αρχή. Και κάθε φορά, η κρίση έρχεται όλο και πιο γρήγορα –με γεωμετρική πρόοδο.

Με την έννοια αυτή, καλά έκανε ο Πρωθυπουργός και είδε τον πρώην πρωθυπουργό. Αρκεί να αντιλήφθηκε ότι στην πολιτική δεν γίνονται θαύματα. Ο,τι συνέβη στον πρώην θα συμβεί και στον νυν, αν δεν αλλάξει κάτι. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με τον Σόιμπλε –αλλά με εμάς. Τη διαπραγμάτευση θα πρέπει να την κάνουμε μεταξύ μας. Και γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολη –είτε με τη Δεξιά, είτε με την πρώτη φορά Αριστερά.